Αυτή η ανάγλυφη μαρμάρινη στήλη ανακαλύφθηκε το 1957, με την οποία ανακάλυψη της οποίας συνδέονται τα χωριά Σκοπός και Αχλάδα της Φλώρινας, πολύ κοντά στα σύνορα Ελλάδας και Σκοπίων. Λίγα χιλιόμετρα από εκεί, εντός της FYROM, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Ηράκλειας Λυγκηστίδος. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Αμύντα τον Γ΄(393-370 π.Χ.), πατέρα του Φιλίππου του Β΄ (359-336 π.Χ.) και ήταν η σημαντικότερη πόλη της μακεδονικής Λυγκηστίδος ( «Ηράκλεια: Αμύντου του Φιλίππου κτίσμα», στο A. Westermann (Gr. Edidit), Stephani Byzantii Εθνικών quæ supersunt (Lipsiae, 1839), 134.). Κοινό στοιχείο όλων αυτών, όπως και της συζύγου του Ευρυδίκης, καθώς και του εγγονού Μεγάλου Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.), ήταν ότι τους αποδόθηκαν θεϊκές τιμές.
Η στήλη αυτή χρονολογήθηκε στον 3ο μ.Χ. αιώνα και δημοσιεύθηκε το 1985 (Θ. Ριζάκης & Γ. Τουράτσογλου (Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, ΤΑΠ. 1985), 137-138, αρ. 148).) και ανήκει στη Μόνιμη Συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Φλώρινας (αρ. 11). Το κεντρικό θέμα της, αναφέρεται στην αποθέωση (λατινικά: consecratio) της θρυλικής μακεδονικής οικογένειας. Γνωρίζουμε από τον Αίλειο Αριστείδη πως ο Αμύντας λατρεύονταν σε Ναό στην Πύδνα, ενώ ο Φίλιππος, πιθανόν άρχισε και ίσως είχε το επίκεντρο της λατρείας του στην Αμφίπολη, αλλά όχι σε Ναό. Το αργότερο το 343 π.Χ., αυτή η λατρεία γενικεύθηκε με νομοθέτηση (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρεπτικός προς Έλληνας, PG 08, 149B). Γνωρίζουμε, επίσης, πως ο Αλέξανδρος ζήτησε στην Ασία το 327 να του αποδίδονται ανάλογες τιμές. Κάτι για το οποίο προτείναμε πως σχετίζεται με την εννεαετή επέτειο από το θάνατο του Φιλίππου, όπου πιθανώς τελέσθηκε η περσεφόνια θεοποίηση του Φιλίππου, ακολουθώντας τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα (Αρριανός, Ανάβασις Αλεξάνδρου Δ΄, 9, 9). Η θεοποίηση του Αλεξάνδρου, επίσης, γενικεύθηκε με το βασιλιά εν ζωή, το έτος 324 από την Συνέλευση της Κορίνθου. Πρόκειται για την ίδια χρονιά, όπου πέθανε ο Ηφαιστίων, ο οποίος τιμήθηκε με τιμές υπέρμετρες, παρά το βασιλικό έθος.
Η στήλη χωρίζεται σε 3 τμήματα / πλαίσια. Στο υψηλότερο, του οποίου η στέψη προσομοιάζει με ένα καμαροσκεπές κτίριο, ο καλλιτέχνης δημιούργησε 2 όφεις / δράκοντες, οι οποίο τέμνονται σε ένα αυγό. Πιστεύουμε πως αυτό είναι το ορφικό αυγό της Δημιουργίας (Αθηναγόρας ο Αθηναίος και φιλόσοφος, Πρεσβεία περί Χριστιανών, PG 6, 927A-B.). Φαίνεται πως ετέθη αντί του κηρυκείου του Ερμού, ενός ενωτικού συμβόλου του διαχωρισμού των διεστώτων αντιπάλων μερών (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βίβλος Ι΄, 96. Βλ και Όμηρος, Οδύσσεια, Ω, 1-10. Πρβλ. και Bekker (ed.), Thukydidis Libri I et II ex recensione Bekkeri in usum scholarum (Berlin: A. Schone, 1874), Scholia in Liber I, 53.). Νοητός και φυσικός κόσμος σε αλληλεπίδραση, ή απηχείται η ψυχή του ανθρώπου, όπου κατά την πλατωνική παράδοση, συνίσταται από ένα αθάνατο και ένα θνητό είδος (Φαίδρος). Δεν πρέπει εδώ να λησμονήσουμε τον μεσοπλατωνισμό και ειδικά τον Νουμήνιο, ο οποίος επέδρασε σημαντικά κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Μπορεί, επίσης, να υποδηλώνει την παρουσία στην περιοχή, ιερού των Καβείρων ή της Δήμητρος και της Περσεφόνης (Ομηρικοί ύμνοι, Εςς Δήμητραν, 18-21. Βλ. και Στράβων, Γεωγραφικά, Ι, 1, 9. Πρβλ. και Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος, 2.7). Λατρειών οι οποίες υποστηρίχθηκαν από την βασιλική δυναστεία των Τημενιδών και προώθησε η Ολυμπιάς (πεθ. το 316 π.Χ.), βασίλισσα της Μακεδονίας, σύζυγος του Φιλίππου και φυσικά μητέρα του Αλεξάνδρου του Γ΄.
Στο κεντρικό τμήμα, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο γλύπτης σμίλεψε την μορφή του Αλεξάνδρου, σε μια φόρμα έξω από το τυπικό πρότυπο, χωρίς να απλώνονται τα χαρακτηριστικά μακριά μαλλιά του. Φέρει ένα παραζώνιο ανεστραμμένο ξίφος, σε μια μανιέρα συνήθης για τα πορτραίτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό το στοιχείο, η πλαισίωση μιας σημαντικής μορφής με αυτό το ξίφος, δηλώνει την ολοκλήρωση κάποιου γεγονότος, π.χ. μιας μάχης ή μιας εκστρατείας.
Η δεύτερη κατά σειρά ανθρώπινη μορφή, εκτελεσμένη στο κέντρο, είναι γενειοφόρος και έχει αποδοθεί στον Φίλιππο τον Β΄. Το τρίτο πορτραίτο, προς τα αριστερά, συνιστά μια γυναικεία μορφή η οποία ταυτίσθηκε με την Ολυμπιάδα. Είναι ελάχιστα μεγαλύτερη σε αναλογία από τους δύο προηγούμενους. Κρατά σκήπτρο και ανακαλεί στη μνήμη την Περσεφόνη ως βασίλισσα και ιέρεια των μυστηρίων. Δίπλα της μια δυσανάλογα μικρότερη γυναικεία μορφή, πιθανώς μια ιέρεια. Η Ολυμπιάς απεικονίσθηκε συχνά σε νομίσματα με την μορφή της Περσεφόνης, πιθανώς ως μητέρα του Αλεξάνδρου, ο οποίος θεοποιήθηκε ως Διόνυσος. Η μητέρα του Διονύσου στο βασικό μύθο ήταν η Σεμέλη, την οποία ο Διόνυσος επανέφερε από τον Άδη. Στην ορφική παραλλαγή, ο Διόνυσος Ζαγρεύς προήλθε από τον Δία, ο οποίος με τη μορφή δράκοντα ενώθηκε με την Περσεφόνη (Νόννος, Διονυσιακά, VI, 155-165). Αν λοιπόν ως Διόνυσος τιμήθηκε ο Αλέξανδρος, τότε η μητέρα του Ολυμπιάς, λογικότατα ταυτίσθηκε με την Περσεφόνη, ελέω δωδωναίας παράδοσης και γενάρχη Αιακού και παραλληλίσθηκε, ίσως, με την επαναφορά της Σεμέλης.
Στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, επί Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.) και Κόμμοδου (177-192 μ.Χ.), υπήρξε μια αναβίωση της λατρείας του Αλεξάνδρου, η οποία, όπως ήταν φυσικό, συμπεριέλαβε και άλλα μέλη της οικογενείας του. Ανάλογη ώθηση είχαμε και επί Καρακάλλα (198-217 μ.Χ.), παρότι το 215 είχε καταστρέψει την Αλεξάνδρεια. Το μακεδονικό μοντέλο της εκθέωσης, το οποίο συνεχίσθηκε στα ελληνιστικά χρόνια, ταίριαξε και επηρέασε πολύ την consecratio των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με αρχή τον Ιούλιο Καίσαρα (Suetonius Gaius Tranquillus, De vita Caesarum, Julius Caesar, LXXXVIII). Στο αποθεωμένο πρόσωπο του Καίσαρα, συγκεφαλαιώνονταν η ενότητα των Ρωμαίων και αυτής της Pax Romana.
Στο τρίτο και χαμηλότερο τμήμα της μαρμάρινης στήλης, διασώζεται η αρχαία αναθηματική επιγραφή, γραμμένη στα αρχαία ελληνικά:
ΑΥΡΗΛΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ/
ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ/
(Ε)ΙΣ ΘΕΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ