Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, επλήγησαν βάναυσα από τη δεκαετή οικονομική κρίση και τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Το ήδη επιβαρυμένο κλίμα επιτάθηκε τους τελευταίους μήνες λόγω της πανδημίας. Η Κυβέρνηση, πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για τόνωση της ανάπτυξης, έχει κάνει ήδη αποφασιστικά βήματα για την υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας με μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων και πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία.
Εννέα εργαλεία ενίσχυσης ανέλυσαν πρόσφατα στη Βουλή οι συναρμόδιοι Υπουργοί, κκ Σταϊκούρας και Γεωργιάδης. Πρόκειται για 1) την επιστρεπτέα προκαταβολή συνολικού ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, 2) τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων για όλους τους μήνες της κρίσεως του κορονοϊού, 3) την έκπτωση 25% για οφειλές και δόσεις ρυθμίσεων, που θα πληρωθούν εμπρόθεσμα από επιχειρήσεις, επαγγελματίες, ιδιοκτήτες ακινήτων και εργαζόμενους που πλήττονται από την κρίση, 4) το συμψηφισμό του 25% στο Φ.Π.Α. Μαρτίου για επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία και πρώτου τριμήνου για επιχειρήσεις με απλογραφικά βιβλία που καταβλήθηκε εμπρόθεσμα μέχρι τις 30/4 με μελλοντικές υποχρεώσεις, 5) την σχεδιαζόμενη γενναία μείωση στην προκαταβολή φόρου για τις επιχειρήσεις, 6) την επιδότηση επιτοκίου όλων των επιχειρηματικών δανείων των επιχειρήσεων, οι οποίες ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους, 7) το κεφάλαιο κίνησης στο πλαίσιο του Ταμείου Επιχειρηματικότητας ΙΙ, ΤΕΠΙΧ ΙΙ, 8) το Ταμείο Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία στις 3 Ιουνίου και τέλος 9) ο νόμος του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Πλαίσιο χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων, ρυθμίσεις χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε χθες (30/6) από τη Βουλή και στον οποίο θα αναφερθώ εκτενώς.
Είναι πράγματι αναγκαίες οι μικροχρηματοδοτήσεις; Χρειαζόμαστε, δηλαδή, ένα σύστημα παράλληλο και συμπληρωματικό προς το τραπεζικό;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ναι. Η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί ακόμα δυστυχώς την αχίλλειο πτέρνα του τραπεζικού μας συστήματος. Πρακτικά, σήμερα οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πλήρως αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό. Το κόστος χρηματοδότησης είναι υψηλότατο. Η έντονη διαφοροποίηση του μέσου επιτοκίου δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη, όπου είναι έως και 2,5 φορές χαμηλότερο σε σύγκριση με την Ελλάδα, δημιουργεί ζητήματα επιβίωσης και ανταγωνιστικότητας για τις εξωστρεφείς και υγιείς εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Η δε πιστοληπτική αξιολόγηση είναι υπερβολική. Από την πλευρά των Τραπεζών προβάλλονται υπεραπαιτήσεις παραγνωρίζοντας ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στη ρευστότητα.
Η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού στην επιχειρηματική δραστηριότητα, που πλήττει κυρίως όσους βρίσκονται στο ξεκίνημά της και που επιτάθηκε λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, είναι ο σκοπός του νέου νόμου. Πρόκειται για νόμο ευεργετικό για τη δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα.
Με τις νέες ρυθμίσεις δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης, διευρύνεται ο παραγωγικός ιστός της χώρας και ενισχύεται η επιχειρηματικότητα και η ανάπτυξη, ενώ παράλληλα επιτυγχάνεται ο περιορισμός της παραοικονομίας και δημιουργείται μία υγιής επιχειρηματική κουλτούρα. Όσοι πλήττονται πρέπει να έχουν τη δυνατότητα όχι λήψης επιδόματος, αλλά έναρξης νέας δουλειάς.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν τις μικροχρηματοδοτήσεις ευέλικτο εργαλείο είναι τα παρακάτω:
Πρώτον, το γεγονός ότι δεν απαιτούνται εμπράγματες εξασφαλίσεις όπως στον κλασικό τραπεζικό δανεισμό, μπορεί όμως το ίδρυμα μικροπιστώσεων να απαιτεί εγγύηση – πρόκειται για μεταφορά του Ισπανικού μοντέλου-. Αυτό ακριβώς διαφοροποιεί τις μικροπιστώσεις από τον κλασικό τραπεζικό δανεισμό, όπου γίνεται πιο δυσχερής η πρόσβαση για κάποιον που δεν διαθέτει εμπράγματες ασφαλίσεις. Η απαίτηση εμπράγματων εξασφαλίσεων θα ακύρωνε την αρχική φιλοσοφία του χρηματοδοτικού εργαλείου, ήτοι τη χρηματοδότηση αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων. Η αξιολόγηση των ωφελούμενων του νέου προγράμματος δεν γίνεται στη βάση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, αλλά με κριτήριο τις ατομικές τους δεξιότητες και την προοπτική του επιχειρηματικού τους εγχειρήματος.
Δεύτερον, οι χρηματοδοτήσεις μέχρι τις 25.000 ευρώ ανά δικαιούχο, συνοδεύονται με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών που αφορούν στην εκπαίδευση και καθοδήγηση των δανειοληπτών που θέλουν να ξεκινήσουν μια νέα εργασία. Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται το κενό γνώσης (knowledge gap) που αντιμετωπίζουν άνθρωποι από αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες, όταν επιχειρούν για πρώτη φορά.
Τρίτον, μέσω των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο διασφαλίζεται ότι οι μικροχρηματοδοτήσεις δεν θα εκφυλιστούν με αθέμιτες πρακτικές, υπέρογκες χρεώσεις τόκων και αδιαφάνεια ως προς τους όρους των συμβάσεων.
Τέταρτον, προβλέπονται δικλείδες ασφαλείας, ώστε η πρακτική των μικροχρηματοδοτήσεων να μην αποτελέσει πεδίο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες οικονομικές δραστηριότητες. Το θέμα της αξιολόγησης της ειδικής συμμετοχής, του ελέγχου καταλληλότητας των εταίρων ή των ανθρώπων που θα συστήνουν μία εταιρεία μικροχρηματοδοτήσεων είναι κομβικό για την εφαρμογή του εργαλείου στην πράξη και για την αποφυγή έκνομων δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο, η Τράπεζα της Ελλάδος διενεργεί διευρυμένο έλεγχο και μάλιστα εντός προθεσμίας 30 ημερών.
Πέμπτον, για να πετύχει το εργαλείο των μικροπιστώσεων, πρέπει να διασφαλιστεί ότι το επιτόκιο θα παραμείνει σε λογικά επίπεδα. Στη λογική αυτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται με Απόφασή του να ορίζει ανώτατο όριο επιτοκίου.
Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση αποδεικνύει έμπρακτα ότι στηρίζει την επιχειρηματική κοινότητα. Οι μικροπιστώσεις είναι ένα σύγχρονο εργαλείο που έρχεται να δώσει πνοή σε μικρές επιχειρήσεις και σε καινοτόμες ιδέες. Συνιστούν μία μορφή κοινωνικής πολιτικής και συμβάλλουν στην πάταξη της παραοικονομίας και της τοκογλυφίας ενώ η πρόβλεψη για συμβουλευτική υποστήριξη του χρήστη συμβάλλει στη βιωσιμότητά τους.