Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος και τα όσα ακολούθησαν αυτή αποκάλυψαν τους ρόλους όλων των “παραγόντων” του “ελληνικού ζητήματος”. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, με “νωπή” την εντολή της 25.1.2015 εξελέγη από τον ελληνικό λαό και σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με κεντρικό και αποκλειστικό διακύβευμα των εκλογών, την επίτευξη ενός “έντιμου” συμβιβασμού, που θα έφερνε το τέλος των “μνημονίων” και το πέρας της λιτότητας που επιβλήθηκε με τα μνημόνια και συνδέθηκε με τραγικές καταστάσεις στη ζωή των Ελλήνων πολιτών (ακραία φτώχεια, συσσίτια, αυτοκτονίες, κλπ). Φυσικά με τέτοιες υποσχέσεις και τη δημιουργία τέτοιων ελπίδων, ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίσθηκε και κλήθηκε να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Με το σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, και ενώ στο εσωτερικό της χώρας φαινόταν ότι όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που έπαιρνε η συγκυβέρνηση ήταν στην προοπτική της “αποξήλωσης” των όποιων μεταρρυθμίσεων εφάρμοσε η προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, έστω υπό την “πίεση” των συμφωνηθέντων (π.χ. επαναφορά απολυμένων, προσλήψεις με αδιαφανείς διαδικασίες, κατάργηση του συστήματος των συνταγογραφήσεων στο χώρο της υγείας, κλπ) και στην επαναφορά στο “παλιό- καλό” ελληνικό μοντέλο οργάνωσης ενός πελατειακού κράτους, στο εξωτερικό η διαπραγμάτευση δε προχωρούσε… Παρ’όλο που η προεκλογική υπόσχεση ήταν ότι “έχουμε μια πρόταση που οι ξένοι δεν θα μπορούν να την αρνηθούν”, τέτοια πρόταση δεν υπήρξε για σχεδόν πέντε μήνες. Ζητώντας στην αρχή, “παράταση” του λήγοντος την 30.1.2015 “μνημονιακού προγράμματος”, ώστε να ετοιμάσουν ένα ” πρόγραμμα-γέφυρα”μέχρι την “οριστική συμφωνία μέχρι τέλους Ιουνίου” και στη συνέχεια, μια “οριστική συμφωνία μέχρι τέλους Ιουνίου”, η ελληνική κυβέρνηση ήταν φανερό ότι “ροκάνιζε χρόνο” υποβάλλοντας ως δήθεν “διαπραγματευτικές προτάσεις” είτε τη “δημιουργική ασάφειά της”, είτε χαρακτηρίζοντας ως “μεταρρυθμίσεις” μέτρα που επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό!!. Είναι φυσικό ότι κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά και οι –αυτοσαρκαζόμενοι ενίοτε και μεταξύ τους- “θεσμοί” απλώς προειδοποιούσαν ότι ο χρόνος παράτασης του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας θα έληγε οριστικά και αμετάκλητα την 30.6.2015…. Η ελληνική κυβέρνηση, περίμενε ( χωρίς να “της φταίει” κάποιος γι’ αυτό ) κυριολεκτικά την τελευταία εβδομάδα ισχύος του προγράμματος για να υποβάλει κάποιες σοβαρές προτάσεις διαπραγμάτευσης. Και μάλιστα, δεν φτάνει που καθυστέρησε στην υποβολή τους, έφθασε και στο σημείο να ζητά την πλήρη αποδοχή τους, επικαλούμενη “επισήμως” τη δημοκρατική αρχή (!)- η οποία βεβαίως ισχύει στο εσωτερικό της κάθε χώρας, ως κοινή ευρωπαϊκή αρχή για όλα τα κράτη- μέλη της Ε.Ε. και επιβάλει την αναγνώριση από όλα τα διεθνή όργανα και οργανισμούς των οργάνων και αποφάσεων των κρατών-μελών της Ένωσης. Την αναγνώριση όμως, όχι υποχρεωτικά βέβαια και τη “συμφωνία τους με αυτές… Φαντάζεται βεβαίως κανείς τι θα γινόταν αν όλα τα κράτη- μέλη, επικαλούμενα τη δημοκρατική αρχή ζητούσαν τη συμφωνία και τον σεβασμό με “ρήτρα δεσμευτικότητας” των αποφάσεων που λάμβαναν στο εσωτερικό τους και μάλιστα αναφορικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους…. Δεν θα υπήρχε κράτος- μέλος φαντάζομαι (και σκεπτόμενος, οφείλω να ομολογήσω εδώ όμως, με τον “ελληνικό τρόπο σκέψης”…), που δε θα ζητούσε την απαλλαγή του από τις διεθνείς οφειλές του, στο όνομα της “δημοκρατικής αρχής”….
Με τέτοιου είδους λοιπόν “φθηνά επιχειρήματα εσωτερικής κατανάλωσης”, η ελληνική κυβέρνηση, εγκατέλειψε το τραπέζι των διαπραγματεύσεων την περασμένη Παρασκευή. Και μέχρι εδώ “καλά”. Η συγκυβέρνηση ζήτησε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, που ήταν το “τέλος της λιτότητας” και κάτι τέτοιο δεν κατάφερε. Επομένως, κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση είχε δύο επιλογές: Αν μεν ενεργούσε με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. και μάλιστα στον “σκληρό πυρήνα” αυτής, δηλ. στην ευρωζώνη, με “ευρωπαϊκή κουλτούρα ” συναντίληψης, συνεργασίας και συναπόφασης, θα επιδίωκε τη βέλτιστη δυνατή λύση. Αν όχι, θα υπέβαλε την παραίτησή της και θα εξέθετε τους λόγους γι’ αυτό. Στο επιχείρημα που συνήθως προβάλλεται στο σημείο αυτό, ότι δηλ. οι “θεσμοί” επιδίωξαν να “υποχρεώσουν σε παραίτηση την “πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη” για να “φοβίσουν” τους λοιπούς ευρωπαϊκούς λαούς, πρέπει να σημειωθεί ότι αν ίσχυε το εν λόγω επιχείρημα, τότε σίγουρα οι “θεσμοί” θα έσπευδαν να έλθουν σε μια ευνοϊκή για την Ελλάδα συμφωνία με την προηγούμενη κυβέρνηση, ώστε να αποστερήσουν κάθε δυνατότητα εκλογικής νίκης από τον ΣΥΡΙΖΑ…
Αντί όμως των παραπάνω διεξόδων, η συγκυβέρνηση έδρασε κατά τρόπο πολιτικά, νομικά και δεοντολογικά πρωτοφανή και οπωσδήποτε αντίθετο, όσον αφορά το εσωτερικό της χώρας, στη δημοκρατική αρχή και την αρχή της αντιπροσώπευσης και όσον αφορά τη θέση μας στην Ευρώπη, αντίθετο με τις αρχές της συνεργασίας και της λήψης, κατά το δυνατόν, κοινής απόφασης και πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για “κρίσιμο εθνικό ζήτημα”, θέτοντας στη διλημματική κρίση του εκλογικού σώματος την υπό διαπραγμάτευση συμφωνία (χωρίς μάλιστα αυτό να ισχύει κυριολεκτικά, διότι, όπως ο Πρόεδρος Γιούνκερ διευκρίνισε, το τιθέμενο σε δημοψήφισμα κείμενο είναι ένα “working paper”…), για τη σύναψη της οποίας όμως ακριβώς έλαβε τη δεδηλωμένη της ελληνικής Βουλής μόλις πριν πέντε μήνες….Επομένως, για το χειρισμό του εν λόγω ζητήματος και τη σύναψη συμφωνίας, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε εντολή από τη Βουλή και το λαό με τις εκλογές της 25.1.2015 και μάλιστα κατά τρόπο “άμεσο” και “αδιαμεσολάβητο”, αφού η εν λόγω συμφωνία αποτέλεσε και το μοναδικό “διακύβευμα” των εκλογών της 25.1.2015. Κατά συνέπεια, η διεξαγωγή του εν λόγω δημοψηφίσματος παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή, η οποία δεν έχει μόνο “θετική σημασία” και περιεχόμενο, ότι δηλ. κυβερνά η πλειοψηφία, αλλά και την “ανάστροφή” της, ότι δηλ. η κυβερνώσα πλειοψηφία δεν μπορεί να αποστεί των θεσμικών της καθηκόντων, όπως εν προκειμένω έπραξε η κυβέρνηση!!
Είναι δε προφανές από πολιτική άποψη ότι η μετατόπιση της θεσμικής κυβερνητικής υποχρέωσης στο εκλογικό σώμα, γίνεται προκειμένου η κυβέρνηση να μην υποστεί πολιτική και κοινοβουλευτική (“εσωκομματική”) ζημιά. Προτίμησε έτσι να αναλώσει το χρόνο διάρκειας του προγράμματος στήριξης, να παύσει η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, μόνον και μόνο για να μην υποστεί πολιτική ζημιά, κάτι που οι προηγούμενες κυβερνήσεις, πρωτίστως με κορμό το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως τη Νέα Δημοκρατία, δεν έπραξαν, “εισπράττοντας” αναπόφευκτα και την εκλογική φθορά..
Το χειρότερο όμως είναι ότι έθεσε σε διακύβευμα και την πορεία της χώρας- τουλάχιστον- στην Ευρωζώνη, καθώς, όπως όλοι θεσμοί έσπευσαν να διευκρινίσουν ένα “ΟΧΙ” στο κείμενο των θεσμών ως βάση συμφωνίας δε μπορεί παρά να θεωρηθεί έγκριση των χειρισμών της ελληνικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει τη διαπραγμάτευση και επομένως να συνεχίσει να πορεύεται η χώρα χωρίς πρόγραμμα, με προφανή συνέπεια την παύση της ρευστότητας, τη χρεωκοπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Ελληνικού Δημοσίου και επομένως της ελληνικής κοινωνίας….
Στον έστω και φοβερά συμπυκνωμένο “πολιτικό χρόνο” αυτής της εβδομάδας, θεωρώ ότι το εν λόγω δημοψηφιστικό δίλλημα της Κυριακής 5.7.2015 έγινε κατανοητό από τον ελληνικό λαό και επιχειρείται να “απαντηθεί” και από τους προσχηματικά ισχυριζόμενους ότι δήθεν η συμφωνία δεν είναι για την παραμονή ή όχι της χώρας στο ΕΥΡΩ, αλλά στην πρόταση συμφωνίας…
Μετέχοντας σε αρκετά “πάνελ” συζητήσεων, αλλά και συνομιλώντας μαζί τους αυτή την εβδομάδα, τα επιχειρήματά τους είναι απροσχημάτιστα ιδεολογικά, με “πυρήνα” την “ταξική πάλη” και το “θρίαμβο του λαού” στις αγορές. Επομένως, το δίλημμα είναι πλέον ιδεολογικό, πολιτισμικό και εν τέλει πολιτειολογικό. Τι είδους κρατική οργάνωση θέλουμε; Θέλουμε τη “σοβιετοποίηση” της κοινωνίας και της οικονομίας, ή την οργάνωση της κοινωνίας μας στα πλαίσια των αρχών του συνταγματικού πολιτικού φιλελευθερισμού και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου στα πλαίσια της (ελεγχόμενης) οικονομίας της αγοράς;; H “πρόγευση” του “ενδεχομένου μέλλοντός μας” από το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή των -πρώτης φάσης- “capital controls” και οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας που δε θέλει να αποστερηθεί τον δυτικό ανεπτυγμένο τρόπο ζωής για την απόκτηση του οποίου τόσα υπέφερε, καθιστούν για εμένα μονοσήμαντη την απάντηση στο δημοψήφισμα: ΝΑΙ.
Γιάννης Νεστ. Παπακωνσταντίνου, δικηγόρος