Οἱ ἐξελίξεις στὸ ἰδιαίτερα κρίσιμο ἐθνικὸ ζήτημα τῶν ἡμερῶν μας, στὸ λεγόμενο «Σκοπιανό», ἔδωκαν σὲ πολλοὺς, ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφράσουν τὴν γνώμη τους, καὶ νὰ κρίνουν πρόσωπα καὶ γεγονότα, ὅπως φυσιολογικὰ μπορεῖ νὰ συμβαίνει σὲ μία δημοκρατικὴ χώρα. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀποτελοῦν δύο πολὺ ἐμπεριστατωμένα ἀντιστασιακὰ κείμενα ἐνάντια στὴν γνωστὴ «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν». Τὸ ἕνα εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ὑπογράφουν οἱ 4 Σεβ. Μητροπολίτες τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ πιὸ πρόσφατο, εἶναι αὐτὸ, ποὺ ὑπογράφουν ἅπαντες, οἱ 22 Σεβ. Μητροπολίτες ὅλης τῆς Μακεδονίας.
Ὑπάρχει, ὅμως, μία μερίδα συνανθρώπων μας, συμπατριωτῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἐξανίστανται, ὅταν πληροφοροῦνται ὅτι φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, θεολόγοι, μεταφέρουν δημόσια τὸν λόγο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντιστέκονται μὲ ἐπιχειρήματα σὲ πρωτοβουλίες, ἀποφάσεις καὶ νομοσχέδια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας γιὰ διάφορα ζητήματα, κοινωνικά, οἰκογενειακά, ἐργασιακά, ἐκπαιδευτικά ἤ καὶ ἐθνικά. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ διακηρύττουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ποιμένες της δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ὅλα τὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν μία κοινωνία, ἀλλὰ νὰ περιορίζονται στὰ καθαρὰ πνευματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ. Νὰ ἔχουν λόγο γιὰ την τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, τῶν Μυστηρίων τῆς Βάπτισης, τοῦ Γάμου, τοῦ Εὐχελαίου, γιὰ τὶς κηδεῖες καὶ τὰ μνημόσυνα. Νὰ μὴν ἔχουν κανένα λόγο γιὰ τὸ πῶς θὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸ Κράτος ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν κοινωνία, στὴν οἰκογένεια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στὰ δικαστήρια, ἤ ἀκόμη, καὶ πολὺ περισσότερο, νὰ μὴν ἔχουν λόγο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἐθνικῶν ζητημάτων.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς τίθεται τὸ καίριο ἐρώτημα: Ἔχει ἤ δὲν ἔχει ἡ Ἐκκλησία λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα, ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ὀργανωμένη κοινωνία, ἑπομένως καὶ στὰ ἐθνικά;
Γιὰ νὰ δοθῆ ὀρθὴ ἀπάντηση στὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἐρώτημα, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ σωστὴ βάση. Τὴ βάση αὐτὴ τὴν ἔχουμε, ὅταν ἐξακριβώσουμε πρωτίστως τὶ εἶναι στὴν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία.
Τὴν ὀρθὴ ἀπάντηση στὸ ἐν λόγῳ ἐρώτημα δὲν θὰ τὴν βροῦμε βέβαια στὶς ὑποκειμενικὲς καὶ ἀστήρικτες ἀντιλήψεις κάποιων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα Σωματεῖο, ἕναν ἀνθρώπινο Ὀργανισμό. Θὰ τὴν βροῦμε στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται στὰ ἐπίσημα διαπιστευτήριά της, στὶς Ἅγιες Γραφές, στὶς ἀποφάσεις τῶν κανονικῶν Συνόδων της, καὶ στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων της, ὅπως αὐτὰ παραδίδονται ἀπαράλλαχτα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανὸς Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος στὴν οὐσία του ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὰ περιορισμένα ὅρια τοῦ γνωστοῦ μας κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπὸ αὐτὰ μαθαίνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως ἡ βάση καὶ τὸ κέντρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Στὴν προσπάθειά μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἐκκλησία δὲν ξεκινοῦμε ἀπὸ τὰ μέλη της, τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδή, ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ ξεκινοῦμε ἀπὸ τὴν Κεφαλή, τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει στὸ Σῶμά του ὅσους τὸ θελουν καὶ τὸν ἀποδέχονται.
Ἡ βασικὴ αὐτὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ στὸ ἐρώτημα, ποὺ θέσαμε ἐνωρίτερα.
Ἐὰν, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἡ Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸν ἴδιο λόγο, διότι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἀρκεῖ μόνον ὁ λόγος, ποὺ ἐκφέρεται ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν εἶναι δικός τους, ἀνθρώπινος λόγος, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ.
Πιὸ συγκεκριμένα τώρα, γιὰ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἔθνος καὶ στὴν πατρίδα, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴ στάση ἀπέναντι στὴν πατρίδα, τόσον αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὅσον καὶ τῶν προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων διαβάζουμε τὴν ὁμιλία, ποὺ ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο Πάγο στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μεταφέρει τὴν ἀποκάλυψη ὅτι «ὁ Θεὸς δημιούργησε ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο ὅλα τὰ ἐθνη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ἐγκατέστησε ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὅρισε πόσον καιρὸ θὰ ὑπάρχουν καὶ σὲ ποιὰ σύνορα θὰ κατοικοῦν» (Πρξ. 17,26).
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεία ἀποκάλυψη μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος εἶναι ἐντεταγμένη μέσα στό σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅρισε νὰ ὑπάρχουν ἔθνη καὶ πατρίδες.
Μέσα σὲ τέτοιες πατρίδες ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικὰ, οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν λόγο, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέφρασαν τὴν γνώμη τους δημόσια γιὰ ποικίλα σοβαρὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε τὴν βασίλισσα Ἰεζάβελ διότι σφετερίστηκε τὸ χωράφι τοῦ φτωχοῦ Ναβουθαί. Ὁ προφήτης Νάθαν ἤλεγξε τὸν βασιλιὰ Δαυῒδ γιὰ τὸν φόνο τοῦ στρατηγοῦ Οὐρία, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας του, καὶ γιὰ τὴν μοιχεία μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Οὐρία, τὴ Βηρσαβεέ, ποὺ διέπραξε ὁ ἴδιος.
Ὁ προφήτης Ἠσαῒας μίλησε πολὺ σκληρὰ καὶ μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς ἄνομους ἄρχοντες καὶ γιὰ τὸν λαὸ τῆς Ἰερουσαλήμ, ὅπως φαίνεται στὴν παρακάτω ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του: «Πῶς ἔγινε πόρνη ἡ πιστὴ πόλη Σιών; Πῶς ἡ Ἰερουσαλήμ, ἡ πόλη, ποὺ κάποτε ἀναπαυόταν ἡ δικαιοσύνη, κατάντησε σήμερα πόλη τῶν φονιάδων; Τὸ χρῆμά σου, Ἰερουσαλήμ, εἶναι πλαστό. Οἱ οἰνοπῶλες νοθεύουν τὸ κρασὶ μὲ νερό. Οἱ ἄρχοντές σου δὲν πιστεύουν, συνεργάζονται μὲ τοὺς κλέφτες, ἀγαποῦν νὰ παίρνουν δῶρα, ἐπιδιώκουν νὰ δωροδοκοῦνται καὶ δὲν ἀποδίδουν δικαιοσύνη στὰ ὀρφανὰ καὶ στὶς χῆρες» (Ἠσ. 1,21-23).
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος εἶναι καθαρὰ πολιτικὸς, ξένος πρὸς τὴν ἁρμοδιότητα ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ἐκπροσώπου. Κι ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι λόγος τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν, λόγος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶχε τὴν παρρησία νὰ ἀπευθυνθῆ δημόσια στὸν πανίσχυρο Ἡρώδη καὶ νὰ τοῦ πῆ: «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχης τὴν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Γιὰ πολλοὺς συγχρόνους μας τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ ἐθεωρεῖτο αὐστηρὰ προσωπικό καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ διαφωνοῦσαν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσχολῆται μὲ τέτοιου εἴδους ζητήματα. Κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καὶ γιὰ τὴν παράνομη σχέση ἑνὸς ἄρχοντα. Καὶ τὸν λόγο αὐτὸν τὸν ἐκφράζει μὲ τὸ στόμα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους της, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ μόνον ἀπὸ τὰ πάμπολλα παραδείγματα, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ἱστορικὰ τὴν θεολογικὴ θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα, ποὺ ἀφοροῦν τὰ πρόσωπα καὶ τὴν κοινωνία. Τὰ ἄλλα σὲ ἑπόμενο σημείωμα.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ. Θ.