-Γεια χαρά στα παλληκάρια.
-Γεια σου και σένα Κάκκο. Ελα κάθησε να πούμε κάνα μασλάτι.
-Να μπούμε Χάμπο. Γιατί να μη πούμε. Μόνο που εγώ λέω, επειδή έχουμε εκλογές, να πούμε κάτι τέτοιο. Κάτι εκλογικό!
-Κι εγώ που έλεγα να πούμε κάτι να γελάσουμε Βε Κάκκο!
-Γιατί Γιάννε; Θαρρείς πως με τα εκλογικά δε θα γελάσουμε;
-Να σου πω Κάκκο. Όπως το πάρεις. Μ’ αυτά που γίνονται τώρα στα τελευταία, η κατάσταση είναι σκέτη φαρσοκωμωδία.
-Γιάννε, εγώ γράμματα πολλά δεν ξέρω, αλλά θαρρώ πως τελευταία, μ’ όσα γίνονται, είναι για να γελάει κάθε πικραμένος!
-Το ίδιο λέμε Κάκκο. Το ίδιο λέμε.
-Βρε γέλια μέχρι δακρύων. Αφού ξες τι σκέφτομαι;
-Τι Χάμπο;
-Σκέφτομαι κάτι να μπορούσαμε να κάνουμε να παν οι εκλογές όχι Οκτώβριο…
-Άλλα ποτέ να παν Χάμπο;
-Να πάνε Κάκκο…να παν Δεκέμβριο, να παν!
-Και γιατί να παν Δεκέμβριο Χάμπο;
-Γιάννε, ατώρα την κολοκύθια θα παίζουμε; Να παν Δεκέμβριο γιατί έτσι μας συμφέρει!
-Και πως κάνει και μας συμφέρει βρε Χάμπο;
-Μας συμφέρει Χάμπο γιατί αυτοί, οι τωρινοί οι ντερβέναγες, κάθε μέρα που περνάει κάτι τάζουν και κάτι δίνουν. Κάθε μέρα βρε, στο Θεό σου
-Ά, και λες εσύ, πονηρά, μέρες να έχουμε μπροστά μας και κάτι θα τσιμπήσουμε!
-Μέρες να έχουμε κι αυτοί κάτι θα δίνουνε. Μα λίγα; Λίγα. Μάζευε κι ας είν’ και ρόγες.
-Αυτοί; Όπως πήραν φόρα; Ο Τσοβόλας σπαγγοραμμένος είν’ μπροστά τους.
-Ναι βρε Κάκκο. Αυτοί ξεπέρασαν και το απερίσκεπτο τζιτζίκι του μύθου του Αισώπου!
-Αφού είναι άρχοντες Γιάννε! Έχουνε και ξοδεύουνε!
-Είμαι περίεργος βρε Χάμπο. Που τα βρήκαν και κάναν τόσο κομπόδεμα;
-Έλα ντε; Σπάω το κεφάλι μου βρε Γιάννε. Κοιτάω τη σύνταξή μου, μετά κοιτάω το βιβλιάριό μου και κάτι βάζω στο νου μου. Αλλά μετά πάλι λέω, μπορεί και να ‘ναι ιδέα μου! Μην τους αδικώ!
-Χάμπο, μπορεί να ‘σαι Πόντιος, αλλά στα μασλάτια μας βάζεις κάτω ακόμα και μας τους Θρακιώτες!