-Και τι να πει κάνεις; Έτσι είν’ η ζωή φίλε, Χάμπο.
-Έε! Πες το ψέματα, Γιάννε. Πετράκη…δύο τσίπουρα.
-Πήγατε στο μνημόσυνο, Χάμπο.
-Πήγαμε, Πετράκη, πήγαμε…
-Άντε, ζωή σ’ ελόγου μας.
-Όπως το πες, Γιάννε, μέσ’ στην ζωή είναι αυτά. Και φυσικά, πονάνε!
-Βέβαια, Χάμπο. Πονάνε. Άλλα πιο λίγο, αλλά πιο πολύ…ατά είν’ τη κλαψίματος…
-Να σου κάτι, Γιάννε; Ένα παράξενο πράμα δηλαδή.
-Τα τσιπουράκια σας…στην υγειά σας.
-Μη με κοιτάς έτσι, Πετράκη, δεν έχουμε σκοπό να ακολουθήσουμε. Όχι ακόμα…
-Κτύπα ξύλο, Χάμπο. Πως σου ‘ρθε αυτό; Στην υγειά σας…
-Έτσι που λες, Γιάννε. Παράξενο, κατ’ αρχάς, όσο μεγαλώνω, γίνομαι, Θαρρείς πιο ευσυγκίνητος…Σ’ αυτά τα στενάχωρα, αμέσως, κλαίω.
Ναι, Χάμπο. Αλήθεια είν’ αυτό. Όσο μεγαλώνουμε, φαίνεται, γινόμαστε πιο συναισθηματικοί. Λιγότερο εγωιστές ίσως…Δε ξέρω αν στα βαθιά γεράματα μας πιάσει ο εγωισμός ξανά.
-Λες, Γιάννε;
-Ακούω κάτι δικούς μας, Πόντιους, εκεί στα εβδομήντα κάτι…ογδόντα και…άμα τους πεις κάτι, το πρώτο που σου λεν είναι: “Όχι! Εμέν άκσον ντο λέω σε”. Γι’ αυτό φοβάμαι, μήπως…
-Άλλο έλεγα όμως, Γιάννε!
-Έχεις δίκιο, Χάμπο, εγώ φταίω. Ξέφυγα. Λοιπόν;
-Λοιπόν, Γιάννε, σ’ αυτά τα στενάχωρα…μωρέ μη σε πω και σε ευχάριστα…ας πούμε ένας γάμος…ένα συγγενόπουλο παντρεύεται…φρρρ….τα δάκρυα. Με το παραμικρό.
-Έεε είπαμε, γίναμε ευσυγκίνητοι.
-Ωραια, Γιάννε, είπαμε. Όμως άλλο είν’ το μυστήριο. Όλα δεν είν’ στην ίδια ζυγαριά.
-Όχι,βεβαια. Είν’ απώλειες που είναι πιο βαρειές.
-Σωστά, Γιάννε. Σωστή κουβέντα είπες. Βαρειές απώλειες. Θα σου πω λοιπόν τώρα το παράξενο.
-Για πες, Χάμπο. Αν και κάτι ψιλιάζομαι.
-Ναι! Όταν, λοιπόν, έχασα τον πατέρα μου, Γιάννε, τον Θεόφιλο, εκεί στο 2000, νόμιζα πως θα βαλαντωσω στο κλάμα.
-Ενώ, Χάμπο;
-Ενώ, Γιάννε, ούτε ένα δάκρυ δεν μπόρεσε να τρέξει απ’ τα μάτια μου.
-Έτσι ειν, Χάμπο. Αυτό είν’ πέρα απ’ το κλάμα. Αυτό είν’ βουβός πόνος.
-Και ναι! Ξαφνικά, μία μέρα, το 2013 νομίζω, τέτοιον καιρό…ξέσπασα σε λυγμούς. Έκλαψα…μόνος ήμουν και έκλαψα για τον πατέρα μου, Γιάννε.
Καταλαβαίνω, Χάμπο…
-Δεκατρία χρόνια μετά!
-Καταλαβαίνω, Χάμπο…