‘-Γεια και χαρά Κάκκο.
-Γεια σου Χάμπο. Τι χαμπάρια.
-Ολα καλά. Πήγε αργά για καφέ, ε Κάκκο;
-Να σου πω Χαμπο, δεν πίνουμε απ’ ένα τσίπ’ρο, έτσι για την όρεξη. Πετράκη, βάλε δύο τσίπ’ρα. Με κασεράκι, έτσι;
-Κασέρι. Πώς μ’ ήρθε τώρα. Είπες κασέρι Κάκκο και μ’ ήρθε ξάφνου η γεύση του.
-Έ, δεν είν’ και περίεργο αυτό.
-Περίεργο είν’ που δε μ’ ήρθε η γεύση του τωρινού του κασεριού. Αν, την πεις γεύση δηλαδή. Περίεργο είν’ που μ’ ήρθε η γεύση του κασεριού που έτρωγα παιδί…δεκατεσσάρων χρονών ας πούμε. Πριν πενήντα πέντε χρόνια.
-Μπα; Πώς σου ‘ρθε αυτό τώρα Χάμπο;
-Έλα ντε; Ξάφνου, μ’ ήρθε η μνήμη της γεύσης του κασεριού. Όμως εκεινού του κασεριού. Του τότε.
-Τι με λες τώρα Χάμπο; Ρε συ. Σα να το γεύτηκα κι εγώ. Δε σε κάνω πλάκα. Παράξενο πράμα. Να θυμάσαι τη γεύση πριν από πενήντα χρόνια και!
-Ναι για Κάκκο. Αυτό σου λέω. Φορές – φορές μου ‘ρχεται η γεύση της μνήμης.
-Η γεύση της μνήμης, για μήπως η μνήμη της γεύσης.
-Τι ίδιο είν’ Κάκκο. Το ίδιο είν’ ό,τι και να ‘ναι!
-Κάκκο…τα τσιπουράκια κι ο μεζές σας.
-Να ‘σαι καλά Πετράν. Ντομάτα… κασέρι…και zwan. Μπράβο Πετράν. Που το θυμήθηκες;
-Άκουσα που λέγατε για παλιές γεύσεις, κι είπα να κάνω ένα μεζέ με ιστορία…Η ντομάτα είν’ απ’ τον μπαξέ μου Χάμπο!
-Να ‘σαι καλά Πετράν. Γεια μας! Μπραβο ντομάτα! Κοντά στη γεύση της ντομάτας των παιδικών μου χρόνων Πετράν!
-Να ‘σαι καλά Χάμπο! Ευχαριστώ!
…………
-Αληθεια Χάμπο η ντομάτα σου θύμισε τις παλιές;
-Έ, όχι και τόσο. Το ‘πα να μη στεναχωρήσω τον Πετράν που ‘ναι καλό παιδί.
-Καλό παιδί και με το παραπάνω. Όμως η ντομάτα του τότε ήταν άλλη. Άλλη γεύση. Άλλο άρωμα!
-Ά να μπράβο Κάκκο. Είναι και η μνήμη της μυρωδιάς του καθετί. Όχι μόνο της γεύσης του. Η μυρωδιά της ντομάτας, του χοιρινού…
-Το χοιρινό ασ’ το, πονάει γιατί. Τώρα, θαρείς μυρίζει ψαρίλα.
-Άμα τρώει ιχθυάλευρα τι θα μυρίζει Κάκκο. Καλαμπόκι.
-Χάμπο. Να μη σε πω και το zwan άλλη γεύση κι άλλη μυρουδια με φαίνεταιι έχει από του τότε…
-Τότε Κάκκο, στον καφενέ, άμα παράγγελνες πολλά…ας πούμε από οκτώ μπίρες και πάνω…
-Θυμάμαι Χάμπο. Θα σου πω εγω…ο καφετζής άνοιγε ένα zwan, το ‘κοβε κομμάτια και έσπαγε και δύο αυγά στο σαχανάκι…Μάνα – μάνα γεύση. Εδώ μου ‘ρθε, στο στόμα…
-Και στο μυαλό Κάκκο…και στο μυαλό!