Ἐπίκαιρος καὶ σήμερα, στὶς μέρες ποὺ διερχόμαστε πολλὰ πρωτόγνωρα γεγονότα, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περὶ «Εὐχαριστίας». Στηρίζεται καὶ ἀναλύει τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου Α’ Θεσσαλονικεῖς 5,17-18. Στὰ χωρία αὐτὰ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει στοὺς Θεσσαλονικεῖς τὸν μεγαλειώδη λόγο, «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε».
Θὰ ἀκολουθήσουμε σὲ λίγες συνέχειες τὴν ἀνάλυσι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπὶ τῶν χωρίων αὐτῶν πρὸς διδασκαλία καὶ στηριγμὸ ὅλων μας. Μᾶς χρειάζεται ὁ φωτισμένος λόγος του στὴν ζοφερὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ βρίσκεται ἐγκλωβισμένος ὁ βίος μας στὸν παρόντα καιρό.
Λέει λοιπόν. «Ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου γινόταν πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἦταν κάθε φορὰ κοντά του. Ὅμως ἡ ὠφέλειά της φθάνει σὲ ὅλη τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Λέει, «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α’ Θεσ 5,16-18).
Τὶ σημαίνει λοιπὸν ἡ λέξι χαίρετε, καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλειά της, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώσουμε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή καὶ πῶς γίνεται νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα; Αὐτὰ θὰ τὰ ἐξηγήσουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, λίγο ἀργότερα. Ὅσα ὅμως μᾶς λένε οἱ ἀντίθετοι, μὲ τὰ ὁποῖα διαβάλλουν τὸ ἀδύνατο τῶν νόμων μας, αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὰ ἐξηγήσουμε. Διότι, λένε, τὶ εἴδους ἀρετὴ εἶναι, νὰ διάγης νύχτα καὶ μέρα μὲ λυωμένη ψυχὴ καὶ ὅμως νὰ εἶσαι χαρούμενος καὶ λαμπρός; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κατορθωθῆ αὐτό, ἐνῶ μᾶς περιτριγυρίζουν μύρια ἀθέλητα κακά, τὰ ὁποῖα ἀναγκαστικὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ μὲ κατήφεια; Ἐξ αἰτίας τους εἶναι ἀδύνατο νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐθυμοῦμε. Ὅσο εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν πονᾶ αὐτὸς ποὺ ψήνεται πάνω στὸ τηγάνι ἢ νὰ μὴν ὑποφέρη ἕνας ποὺ δέχεται βέλη.
Ἴσως κάποιος ἀπὸ τοὺς γύρω μας ἔχοντας ἀσθενεῖς λογισμοὺς «προφασισθῆ προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμὸς 140,4). Αὐτός, δηλαδή, ἐπειδὴ εἶναι ὀκνηρὸς ὡς πρὸς τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν, ἐπιχειρεῖ νὰ στρέψη τὶς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Νομοθέτη, ὅτι τάχα νομοθετεῖ ἀδύνατα πράγματα.
Ἰσχυρίζεται αὐτός. Πῶς εἶναι δυνατὸν σὲ μένα νὰ χαίρωμαι συνεχῶς, ὅταν τὰ αἴτια τῆς χαρᾶς δὲν βρίσκωνται πάνω μου; Οἱ αἰτίες τῆς χαρᾶς ἔρχονται ἀπ’ ἔξω καὶ δὲν τὶς ἔχω στὸ χέρι μου. Αὐτὲς εἶναι ἡ παρουσία ἑνὸς φίλου, ἡ μακροζωΐα τῶν γονέων, ἡ κληρονομιὰ χρημάτων, οἱ τιμὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ἀποκατάστασι τῆς ὑγείας μετὰ ἀπὸ σκληρὴ ἀρρώστεια καὶ ἡ ὑπόλοιπη εὐημερία τῆς ζωῆς. Ἀκόμη νὰ εἶναι ἕνα σπίτι γεμάτο μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, μὲ γεμάτο τραπέζι, μὲ πολλοὺς φίλους στὸ τραπέζι τῆς εὐφροσύνης, τὰ ἀκούσματα καὶ τὰ θεάματα γεμάτα μὲ εὐχαρίστησι, μὲ καλὴ ὑγεία οἱ κοντινοὶ συγγενεῖς καὶ ἡ λοιπὴ εὐτυχία τῆς ζωῆς.
… Πῶς λοιπὸν προσταχθήκαμε, νὰ χαιρώμαστε μὲ γεγονός, τὸ ὁποῖο δὲν κατορθώνει τὸ θέλημά μας, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἄλλων προηγουμένων συνθηκῶν; Πῶς τέλος νὰ προσεύχωμαι συνεχῶς, ὅταν οἱ ἀνάγκες τοῦ σώματος ἐξαναγκάζουν τὴν ἔγνοια τῆς ψυχῆς γύρω ἀπ’ αὐτές, κι ἐνῶ εἶναι ἀδύνατον ἡ διάνοιά μας νὰ διασπᾶται συγχρόνως σὲ δύο φροντίδες;» (ΕΠΕ 6,76-80).
Τ’ἁϊΒασιλειοῦ 2020
Εὐλογημένη χρονιὰ σὲ ὅλους
ἀρ.νι.μα.