Όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, η ναζιστική διοίκηση προχώρησε στη συγκρότηση μιας στοιχειώδους κρατικής μηχανής στην Ελλάδα με την ύπαρξη πολλών πόλων εξουσίας. Λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας σχηματίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Τσολάκογλου, την οποία αρνήθηκε με παρρησία να ορκίσει ο από Τραπεζούντος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος.
Η Ελλάδα τότε χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι κυρίαρχοι κατακτητές Γερμανοί αρκούνται σε περιοχές καίριας στρατηγικής σημασίας, έχοντας υπό την επικυριαρχία τους θύλακες σε Αττική, Θεσσαλονίκη και Κεντρική Μακεδονία, κάποια νησιά του Αιγαίου, το μεγαλύτερο μέρος της Μεγαλονήσου και τον Έβρο. Οι Ιταλοί κράτησαν για λογαριασμό τους το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι Βούλγαροι την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, στέλνοντας ωστόσο πράκτορές τους να δρουν στη Δυτική Μακεδονία. Η τριπλή κατοχή της χώρας έχει αρχίσει και οι πρώτες ανέξοδες φιλελληνικές διακηρύξεις των πρώτων ημερών θα ξεχαστούν και θα μετατραπούν σε κατηγορίες κατά της ελληνικής κυβέρνησης ως «υπηρέτη» των βρετανικών συμφερόντων.
Η δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν ανήμπορη όχι μόνο να αντιμετωπίσει αλλά και να αμβλύνει τις τρομερές συνέπειες της κατοχικής πραγματικότητας, του επακόλουθου υπερπληθωρισμού και των αυθαίρετων επιτάξεων. Τα υπέρογκα έξοδα που δήθεν “όφειλε” η Ελλάδαστους κατακτητές υπήρξαν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν στην κατεχόμενη Ευρώπη, φτάνοντας μάλιστα στο 113,7% του Εθνικού Εισοδήματος της χώρας. Επίσης η επιδρομή στα συναλλαγματικά αποθέματα των τραπεζών κατάφερε και αυτή καίρια πλήγματα στα οικονομικά μεγέθη.
Από τα μέσα Μαΐου του 1941, η Βέρμαχτ κατάσχει όλα τα διαθέσιμα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και τα βιομηχανικά προϊόντα και τα στέλνει στη Γερμανία. Διασφαλίζει ακόμα μακροχρόνιες παραδόσεις για όλα τα σημαντικά ακατέργαστα υλικά και τα αγροτικά προϊόντα. Και όλα αυτά κατά παράβαση των κανόνων περί επιτάξεων σε κατεχόμενη χώρα – Κανονισμοί της Χάγης το 1907. Οι γερμανικές, οι ιταλικές και οι βουλγαρικές κατοχικές αρχές αντιμετωπίζουν τα περισσότερα προϊόντα ως λάφυρα πολέμου.
Οι οικονομικές και παραγωγικές δομές της χώρας γίνονται δέσμιες των κατακτητών για τους οποίους προέχει η στήριξη της στρατιωτικής μηχανής και η νίκη της Γερμανίας στον Παγκόσμιο Πόλεμο παρά η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού σε τρόφιμα και πρώτες ύλες για την επιβίωση του πληθυσμού. που ήταν ασύμβατες με τις ανθρωπιστικές ανάγκες. Επιτάσσονται και δεσμεύονται τα κάθε είδους δημόσια και ιδιωτικά αποθεματικά τα οποία διοχετεύονται για τη συντήρηση του γερμανικού στρατού και του γερμανικού πληθυσμού του Γ΄ Ράιχ. Χαρακτηριστικότατη η δήλωση του Γκέρινγκ: «Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι οι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα. Αφήστε τους να πεθάνουν εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός». Εκτός όμως από όλα αυτά η καθημαγμένη χώρα είχε μετατραπεί από τους κατακτητές σε βάση ανεφοδιασμού για τα γερμανικά στρατεύματα του Ρόμελ στην Βόρεια Αφρική.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν καταστρέψει και το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών: δρόμους, γέφυρες, σιδηροδρομικό δίκτυο, αρδευτικά έργα. Έτσι τα ελάχιστα προϊόντα και τρόφιμα που διαφεύγουν από τα «χέρια» και την επίταξη των κατακτητών αδυνατούν να φτάσουν από τους τόπους παραγωγής στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ τα παραγόμενα αγαθά στις εύφορες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας της Θράκης κατευθύνονται προς το εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Την επί θύραις πλέον ανθρωπιστική καταστροφή στην Ελλάδα επιτείνει ο ναυτικός αποκλεισμός που επιβάλλουν οι σύμμαχοι αποστερώντας τη χώρα από τον αν εφοδιασμό
με βασικά είδη διατροφής. Την άσχημη κατάσταση επιδεινώνει και ο σκληρός χειμώνας του 1941 – 1942 με το δριμύ ψύχος.
Ανθρωπιστικό αδιέξοδο
Η πείνα, όπως είναι φυσικό, πλήττει τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας: Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, αλλά και τα νησιά που δεν διαθέτουν παραγωγικό ιστό. Οι πόλεις παρουσιάζουν απελπιστικό και οικτρό θέαμα. Άντρες λιπόσαρκοι, με ρουφηγμένα λες τα μάγουλα αργοσέρνουν το βήμα τους στους δρόμους αναζητώντας λίγη τροφή. Παιδιά καχεκτικά, με πελιδνά τα πρόσωπα, ρακένδυτα, με λεπτά σαν βεργούλες πόδια δίνουν σκληρές μάχες με τις γάτες και τα σκυλιά για λίγα υπολείμματα τροφής στα σκουπίδια. Όταν έφτασαν πια τα πρώτα κρύα του χειμώνα, οι άνθρωποι έπεφταν από εξάντληση. «Τους μήνες εκείνου του χειμώνα στην Αθήνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα» γράφει στα απομνημονεύματά του σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον.Οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με την εικόνα του θανάτου στους δρόμους, ενώ τα φορτηγά και τα κάρα του δήμουπερισυνέλεγαν από τους δρόμους τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους στοίβαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, αρχέγονο και βαθιά ριζωμένο στους Έλληνες ήθος, παραμερίστηκε. Ο μέσος όρος των θανάτων τον Νοέμβριο του 1941 τετραπλασιάστηκε από τον αντίστοιχο της περιόδου 1931 – 1940, ενώ στην καρδιά του χειμώνα εξαπλασιάστηκε.
Όαση ανθρωπιάς
Το ίδιο σκηνικό και στη Θεσσαλονίκη. Τα μικρά παιδιά κινδυνεύουν από το φάσμα της πείνας. «Ο λιμός σκύλ’ υιός έν’» έλεγαν οι γιαγιάδες μας. Τότε η Εθνική, Κοινωνική και Μορφωτική οργάνωση των Ποντίων, η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, εκπληρώνοντας και ξεπερνώντας τους καταστατικούς της στόχους, οργανώνει συσσίτια. Οι ανάγκες είναι πολλές, τα τρόφιμα λίγα. Σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό οργανώνει αποστολές παιδιών στην επαρχία, η οποία υποφέρει λιγότερο από την πείνα. Τα παιδιά φιλοξενούνται από ανάδοχες οικογένειες. Τα χωριά της υπαίθρου αμιλλώνται μεταξύ των ποιο θα πρωτοπάρει τα περισσότερα παιδιά. Εκπληκτικό το παράδειγμα του Μεσσιανού Γιαννιτσών. Το ποντιοχώρι με τα σαράντα σπίτια φιλοξένησε τριάντα τρία παιδιά. Μα και η Πτολεμαΐδα δεν πήγε πίσω. Ενώ ο αρχικός προγραμματισμός είχε να κάνει με τη φιλοξενία εξήντα πέντε παιδιών από την Καλαμαριά, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στα εκατό παιδιά. Στο βιβλίο του γιατρού Θεοφύλακτου Θεοφύλακτου «Γύρω από την Άσβεστη Φλόγα» υπάρχουν οι σχετικές αναφορές και η αλληλογραφία με την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Εορδαίας, στην οποία δέσποζε η μορφή του Ανδρόνικου Σιβρόπουλου, την οποία παραθέτουμε. Συγκινητική είναι η επιστολή της μάνας της Καλαμαριάς προς την άγνωστη μάνα της Πτολεμαΐδας στην οποία εμπιστεύεται το παιδί της. Αξίζει τον κόπο να τη διαβάσει κάποιος και μια και δυο και τρεις φορές. Το καταπληκτικό στην υπόθεση αυτής της επιστολής είναι το ότι δεν την έγραψε κάποια μάνα αλλά ο Μιχάλης Μεταλλείδης.
Κλείνουμε το σημείωμά μας αυτό έμπλεοι συναισθημάτων συγκίνησης για τα ανθρωπιστικά αισθήματα των συμπατριωτών μας, που μοιράστηκαν τη λιγοστή τροφή τους σώζοντας από την πείνα παιδιά, αλλά και θυμού και οργής για τη διασπάθιση της μεγάλης περιουσίας της Ένωσης Γεωργικών Συναιτερισμών Εορδαίας που με τόσο κόπο και αγώνα δημιούργησαν ο Σιβρόπουλος, ο Λυπηρίδης και οι άλλοι συνεταιριστές για να την ξεκοκαλίσουν οι ανάξιοι επίγονοί τους.
Οι επιστολές
Πρός τήν «Ενωσιν Γεωργικών Συνεταιρισμών Εορδαίας»
Εις Πτολεμαΐδα
Μέμεγάληνεύχαρίστησιν εδέχθη ή ήμετέραΌργάνωσιςτήν ευγενή χειρονομίαντής υμετέρας Ενώσεως άναφορικώςμέτήνφιλοξενίαν κατά τάς κρίσιμους αύτάςστιγμάς 65 παίδων, όπερ άνηγγέλθη δια του ιστορικού τηλεγραφήματος σας.
Εύχαριστούμεν θερμώς και συγχαίρομενόλοψύχως και επαινούμεντήνπράξινταύτην, η οποία απορρέει από εξιδιασμένας ευγενείς ψυχάς, ας τόσον επαξίως έκπροσωπεί η υμετέρα Ένωσις.
Πληροφορούμεν δε, ότι συνεννοήθημεν μετά του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Θεσσαλονίκης και έλπίζομεν, ότι περί τας αρχάς της επερχομένης εβδομάδος θα αποστείλωμεν εις τας ευγενείς φροντίδας σας τα 60 παιδιά τα οποία εζητήσατε. Την εθνικήν σας ταύτηνπράξιν θα εξυμνήσουν γενεαί γενεών. Ημείς αρκούμεθα να είπωμεν, ότι εκτελείτε ιστορικόν προορισμόν, τον οποίον όλοι συναισθανόμεθα.
Ευχαριστούμε ν υμάς εκ μέρους όλων των ενταύθα
Διατελώ μετά της εξαιρέτου τιμής και αγάπης
Υπογραφή ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
(Θεσσαλονίκη, 1942)
Προς την Ένωσιν Γεωργικών Συνεταιρισμών Εορδαίας
Ει ς Πτολεμαΐδα
Αξιότιμε κύριε,
Ή ευγενική απόφασίς σας να δεχθήτε 65 παιδιά από την πόλιν μας, ανυψώνει τον κόσμον, τον όποιον αντιπροσωπεύετε, εις το ύψος των Ελλήνων, που γνωρίζουν να είναι άξιοι των καιρών. Είσθε η συνέχεια των θρυλικών πολεμιστών του μετώπου, των εξαιρετικών ανθρώπων των μετόπισθεν, που εξένιζαν τους στρατιώτας μας και περιέθαλπον τους τραυματίας μας. Η ξενία των κατέστη παροιμιώδης εις όλον το Ελληνικόν.
Με την απόφασίν σας αναδεικνύεσθε ιστορικά πρόσωπα, που θα σας αναφέρουν ευλαβικά αι επερχόμενοι γενεαί.
Είσθε άξιοι επαίνου και θαυμασμού.
Σας αποστέλλομεν σήμερον διά του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού 65 παιδία πεινασμένα, από τον Συνοικισμόν Καλαμαριάς, και τα θέτομεν υπό την πατρικήν σας προστασίαν, αμέριμνοι πλέον διά την τύχην των.
Είναι ο θησαυρός, που σάς στέλλομεν να φυλάττετε και εν ώρα ευδία να μας τον αποδώσητε με την καλωσύνην σας.
Με ποίους λόγους να εξάρωμεν το έργον σας, δεν ευρίσκομεν. “Όσοι εξ υμών είσθε γονείς, καταλαβαίνετε την συντριβήν της ψυχής του γονέως, που αποφασίζει να χωρισθή το παιδί του. Είναι και εκ μέρους εκείνου ηρωική πράξις, που αποβλέπει εις την περίσωσιν του παιδιού του. Έχετε τα ως ιδικά σας και εστέ όντως εσείς δεύτεροι γονείς.
Η Εύξεινος Λέσχη εκ μέρους των μητέρων, που απεχωρίσθησαν τα παιδιά των και τα αναθέτουν εις την προστασίαν σας, σάς ευχαριστεί και σας ευγνωμονεί και προορισμός της. είναι να διαλαλή το έργον σας ως παράδειγμα προς μίμησιν.
Γεια, χαρά σας, πάντοτε μεγαλόκαρδοι και πάντοτε ανθρωπισταί – Χριστιανοί, συνεχισταί αμίμητοι των ευγενών παραδόσεων.
Ο Πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης (Θεσσαλονίκη, 1942)
Θ. Κ. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
Η ΜΑΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ
ΣΤΗ ΓΤΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ
Σε σένα, όποια κι αν είσαι, σε σένα που άπλωσες αυθόρμητα το στορ¬γικό σου χέρι για να αγκαλιάζης το ξενιτεμένο μου μικρό, σε σένα, γυναίκα της Πτολεμαΐδος, φέρνω την ώρα τούτη τη σκέψη μου, το νου μου, το λογισμό μου.
Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια.
Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου. Γλύκανέ τον όσο μπορείς του χωρισμού του τον πόνο.
Μη ταυ αρνηθής το χάδι σου, αφού η μοίρα τόφερε να στερηθή το δικό μου.
Δίπλα στις χαρούμενες φωνούλες των παιδιών σου (άνέχης), άφηνε να ακούεται ελεύθερα το παραπονιάρικο τιτίβισμα του σπουργιτιού μου. Είναι παιδί… Και αν είσαι μάννα, θα ξέρης βέβαια, πως το παιδί ζη πιο πολύ χωρίς το ξεροκόμματο, μα πολύ λίγο χωρίς αγάπη, χάδι, φιλί…
Νανούρισε το στα γόνατά σου και σκύβε κάπου – κάπου να αφουγκρασθής το χτυποκάρδι του.
Κι αν μέσα στον ανήσυχό του ύπνο με θυμηθή κι εμένα, κι αν μέσα στο παραμίλημά του ακούσης να φωνάξη το όνομά μου, αγκάλιασε το για μένα γλυκά – γλυκά, χωρίς να το ξυπνήσης, για να του μείνη η ψευδαίσθηση, ότι εκείνη που το γέννησε, εκείνη που σπαρταρά στη θύμησή του, είναι κοντά του πάντα.
Είσαι γυναίκα και ξέρω, πως με νοιώθεις απόλυτα. Γι αυτό δεν γράφω περισσότερα. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι απ’ τα μάτια μου και οι λυγμοί με πνίγουν.
Αφήνω το μικρό μου το παιδί στις στοργικές φροντίδες σου και περι¬μένω να του δώσης τη δυνατότητα να ζήση για το καλό της Μάννας του, για το καλό της Μάννας μας Ελλάδας.
Κι εμείς οι δυο μαννάδες θα ευγνωμονούμε πάντα την αθάνατη Ελ-ληνίδα, την τιμημένη γυναίκα της Πτολεμαΐδος.
Η ευγνωμονούσα Μάννα της Καλαμαριάς
Υπογραφή
(Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1942)
Για την αντιγραφή
ΜΙΧ. ΜΕΤΑΛΛΕΙΔΗΣ
Στάθης Ταξίδης
Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος – δημοσιογράφος.