ΔΕΥΤΕΡΑ ΒΡΑΔΥ
Την λάμψη του ήλιου καθρεφτίζεις στο βλέμμα σου/
την μέρα σαν παιδί που τον προσμένει για να τρέξει στους δρόμους/
την νύχτα αντλώντας τον αντικατοπτρισμό του φεγγαριού/
κι΄όταν ασέληνο είναι το στερέωμα, σαν ορφανό/ φωτίζεις απ΄τους πόθους σου καθάριο λευκό.
Ανάσταση ζητάς μα κι΄ανάσταση είσαι/ σαν και χθες σε θυμάμαι μέρα Μαγιού/
λουσμένη στις ακτίνες, Πλατεία Αριστοτέλους, Ιανός/
με το μαύρο των μαλλιών σου αντίθεση και χάρη/
με την σκέψη σου στεφάνι μα και πρόσκληση μαζί
Σήμερα το βράδυ της Δευτέρας σου γράφω/ με τα ίδια τα χέρια που δειλά σε ζυγώνουν
τυλιγμένα τα δάχτυλα αγγίζουν τις ψυχές/
χαρίζοντας την γαλήνη, μα και μεταδίδοντας την αμηχανία/
αίνιγμα ακόμα ο κόσμος σου που ζητώ να ανακαλύψω
Ιχνηλάτες στον κόσμο οι άνθρωποι γυρεύουν την αγάπη/
οι περισσότεροι χαμένοι στους λαβύρινθους της πόλης
γυρεύοντας το όνειρο κι΄ας κόπηκε ο μίτος/κυριευμένοι στην αρχή που ποθούν να κατακτήσουν
ιχνηλάτης και΄γω στην ψυχή σου που μ΄ έλκει
Αν ήσουν αέρας θα γινόμουν πουλί/ήδη έγινα σύννεφο για να μου αλλάζεις το χρώμα
κόκκινο το χρώμα της φωτιάς που σου ταιριάζει/
γαλάζιο το απέραντο στη Σάνη που αντικρύσαμε
είναι στιγμές που τίποτε δεν θέλω να σκέφτομαι παρά μόνο το πώς θα σε προσέχω
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Μ΄άφησες να κοιτάξω μεσ΄τα μάτια σου/ να δω τον πικραμένο κόσμο σου,
την πληγωμένη σου καρδιά από στιγμές που απλά είναι ρουτίνα στη ζωή
Τα βλέφαρα σου ασάλευτα κι΄αυτά δείχνουν κάτι/
Κάθε τους κλείσιμο και μια δυστυχία αποζητάνε μιαν αυγή
Θυμίζεις μια Αντιγόνη ξεχασμένη σε ζόρικους καιρούς σε ποια Επίδαυρο κλεισμένη;/
Κι΄όμως πάντα με το χαμόγελο στα χείλη Τραγούδι και η ελπίδα πάντα ζει.
Κι΄εγώ σιγά-σιγά, με βήματα δειλά, τα τείχη ρίχνω που΄χτίσαν γύρω μου άλλοι για μένα/
Για να μπορέσω να ατενίσω το μέλλον που έφτιαξα.
Νιώθω μια στάλα γαλήνης μέσα μου/ της μοναξιάς μου πετάω τον μανδύα.
Μια ηλιόλουστη ημέρα ! Τι ειρωνεία Μεγάλη Τρίτη ! Απέχω ακόμα απ΄ την Ανάσταση.
ΣΑΝ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ
Σαν μπαλαρίνα εχόρεψες το λυγερό σου σώμα/ και το μακρύ ξανθό μαλλί η μόνη σου ντροπή/ αλλιώς οι έμποροι ψυχών μετράμε την αξία/ τη μάνα ποιος λογάριασε; Τα πάντα έχουν τιμή.
Ήρθες να γίνεις λαμπερό αστέρι των ανθρώπων/ γιατί στα μέρη τα χλωρά η δύση σας ξεχνά/
και πώς να φέξεις μες στο φως που αντανακλά ο ήλιος/
ο κόσμος δεν θα σ΄ έβρισκε, η μέρα δεν περνά.
Θέλησες δω στη νύχτα αυτή για μια στιγμή να φύγεις/ να γίνεις όνομα τρανό μ΄ ατύχησες πολύ/
κι΄έτσι κατάντησες μικρές να δίνεις παραστάσεις/ κάπου στα δικαστήρια, σε μια γωνιά στενή.
Έτσι σε γνώρισα και΄γω, για μια φορά και μόνο/ να δίνεις άοπλη, γυμνή, την μάχη της ζωής/
η πιρουέτα ολόκληρη, μην χάσουν την πραμάτεια/
μα στο καθρέφτη θα ξεσπάς, με τ΄άστρο της αυγής.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΟΜΑΤΑΣ
Ατένισες βιβλία με παράπονο μα σιώπησαν/ σ΄αδίκησαν κι΄ακούστηκε απ΄τα χείλη σου: «Νισάφι»!
χρυσάφι π΄ ανατέλλεις ποιητές δεν ανακάλυψαν/
στα καστανά σου μάτια της γραφής δεν σου΄ταξαν στολή.
Πικραίνεσαι γιατί κατασπατάλησες τις λέξεις/ κουράστηκες και ελάχιστες απόμειναν διαθέσιμες.
Κι΄όμως ! Το φως παλεύει στη λάμψη και λάμπει στην άβυσσο/
το σκουρόχρωμο φόντο σου λευτερώνει την νιότη.
Ανέστησε το πλάνο σου σκιρτήματα που ξέχασα. Μέθυσα στα χρώματα που τύφλωσαν το φόβο.
Έμαθα να βιώνω το λιγόλογο των αισθημάτων/
θέλοντας κρυφά να απολαμβάνω το βαθύχρωμο ζωηφόρο των ματιών/
αποζητώντας να φωνάξω την σιωπή της Τετάρτης στην πόρτα σου.
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΣΟΥ
Μέσα στις κόρες σου βυθίζομαι ξεχνώντας το πόνο μου/
κι΄όμως δεν είναι τα όμορφα μάτια σου που μου χάρισαν στιγμές από ζωή.
Μέσα στα χέρια σου κλείνεις την παλάμη μου σκορπώντας τη γαλήνη/
σταγόνες πολύτιμες που μεταγγίζουν στην ψυχή μου.
Κι΄όμως δεν είναι η μεταξένια σου αφή που μου δρόσισε την δίψα μου.
Μέσα στον πόνο μου ένιωσα τον πόνο σου/ και ένιωσα κάτι τόσο δυνατό να με κλονίζει.
Κι΄όμως δεν ήταν το χτύπημα η δύναμη, αλλά ο έρωτας που έγινε αγάπη.
Κι΄η αγάπη είναι άνεμος και έρχεται χωρίς να σε ρωτήσει/
μένει για όσο η ίδια επιθυμεί/ και είναι αδύνατο χωρίς κρικέλια να την πιάσεις.
Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr