Στην παραδοσιακά κλειστή και πουριτανική κοινωνία του Πόντου κυριάρχησε μια ακραία συντηρητικότητα πάνω σε θέματα, που αφορούσαν τον έρωτα και την ερωτική ζωή γενικότερα.
Η στενή κοινωνική σχέση των ανθρώπων μέσα στα πλαίσια μιας θεοσεβούμενης πατριαρχικής οικογένειας καθώς επίσης και οι πατροπαράδοτες αρχές και αξίες ήταν τα στοιχεία, που επέβαλαν τους κώδικες της ερωτικής ηθικής.
Η ηθική της γυναίκας ιδιαίτερα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ήταν το μέτρο και το κριτήριο για την καταξίωση ή την απόρριψη της.
Παρ’ όλα αυτά οι γλωσσικές αναφορές και περιγραφές για τον έρωτα ήταν πλούσιες και αποκαλυπτικές σε ό,τι αφορά την γενετήσια πράξη ( γαμετόν) και τους ηθικούς αυτουργούς της, την ερωμένη (σεβταλίσα) και τον ερωτύλο ( σεβταλή).
Τα κορίτσια ( κόρασια) μετά τα δώδεκά τους χρόνια θεωρούνταν γυναίκες ώριμες, που τις επιτρέπονταν να έρθουν ΄΄εις γάμου κοινωνίαν΄΄.
Το επιβεβαιώνουν τα λαϊκά άσματα όπως :
Δωδεκάχρονον κορίτσ’ για ‘ς σην φούρκαν για ‘ς σον άδ’.
Το κορίτσι θα έπρεπε απαραίτητα να οδηγηθεί στο γάμο αγνό και άθικτο, γιατί ήταν αδιανόητες οι προγαμιαίες σχέσεις.
Η ερωτική επιθυμία, όταν γίνονταν έκδηλη κυρίως στα κορίτσια, χαρακτηρίζονταν αρνητικά με τη φράση : μω τη σκύλ’ την θεγατέραν, έζεψεν.. δηλαδή είναι ξαναμμένη από το αρχαίο ρήμα ζέω ( ζέον).
Σε περίπτωση που κάποια κοπέλα είχε προγαμιαίες σχέσεις, εξέθετε την τιμή και την υπόληψη όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και των στενών συγγενών και ολόκληρου του χωριού. Θεωρούνταν τόσο ανήθικη η προγαμιαία σχέση, που πολλές φορές προξενούσε αψιμαχίες και έριδες μεταξύ συγγενικών ομάδων, γι αυτό έλεγαν:
είνας εφτάει ατο και σεράντα κριματίουνταν.
Η κοπέλα χαρακτηριζόταν πόρνη και αν δεν την έπαιρνε ο αγαπημένος της έφερε σε όλη της τη ζωή το στίγμα της ανήθικης.
Ο κοινωνικός στιγματισμός και η απόρριψη στόχευε πάντα την κοπέλα, στην οποία επέρριπταν και το χαρακτηρισμό της πόρνης ( τσούνας ) λέγοντας:
Η τσούνα, αν ‘κι σύρ’ τ’ ουράδ’ , ο σκύλος ‘κι τρέχ’ οπίσ’ ατς.
Συνήθως τις ζωηρές κοπέλες τις έπαιρνε στο στόμα όλο το χωριό στιγματίζοντας τες με λόγια και χαρακτηρισμούς όπως: Τ’ αχούλ ν ατς αφκάτ’ ατς έχ’ ατό. Το μυαλό της το έχει στο κεχρί ή το άλλο: ατέ από ‘φκακές χαντσεύ’ ( από τη μέση και κάτω είναι φωτιά.) έλεγαν ακόμα και το πιο αποκαλυπτικό : το βρακοζών ατς χαλαρόν έχ’ ατό. (είναι εύκολη.)
Οι χαρακτηρισμοί ήταν πολύ αυστηροί όπως: Το κορίτζ’ απεντρώπ’σεν ( έχασε την ντροπή). Το κορίτζ εγαμαρίεν ( μαγαρίστηκε) ή την μομφή:
ατέ μαλαγμέντσα έν, (είναι αγγιγμένη από άνδρα). Με την ίδια λέξη: μάλας ή μάλια ονόμαζαν και το αφροδίσιο νόσημα της Σύφιλης, που στον Πόντο ονομαζόταν γαριδίων αρρώστια.
Για την πολυγαμική κοπέλα έλεγαν το αποκαλυπτικό : ατέ τ’ αγούρτς άμον καμίσια αλλάζ’( αλλάζει τους άνδρες σαν πουκάμισα).
Ακόμα ειρωνεύονταν και την ατιμασμένη κοπέλα ,που μεταμελημένη επιδίωκε την συγχώρηση για το ατόπημά της, με τα λόγια : η κόρ’ απιστερνέας ετσούπωσεν την πόρταν.
Θέλοντας ακόμα να μην της επιτρέψουν την επανένταξη στην κοινωνία έλεγαν:
η κόρ’ έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται. που σημαίνει η ελευθεριάζουσα δύσκολα μπορεί να αλλάξει τρόπο ζωής.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μιας κοπέλας, που αφού έπεσε θύμα βιασμού, οι συγγενείς της την τιμώρησαν με απομόνωση σ ένα μικρό δωμάτιο, όπου και πέθανε με το στίγμα της ατιμασμένης.
Το ίδιο απορριπτέα ήταν και η γεροντοκόρη, που δεν παντρεύονταν και θεωρούνταν κοινωνικό ανάθεμα. Οι γεροντοκόρες συνήθως παραπονιούνταν, που εξ’ αιτίας της κακή τους τύχης έμεναν στο ράφι: για τ’ εμέν άνδρας ‘κ’ ευρέθεν και προξενήτρα ξάϊ.
Την γεροντοκόρη την παρομοίαζαν με άχρηστο κούτσουρο ( κουρίν) και γι αυτό την ονόμαζαν γαλοκούρ’. (καλό κούτσουρο) ή με το ευτελισμένο τουρσοζούμι, στυποζόμ’.
Από τις πιο χαρακτηριστικές κατάρες για κάποια κοπέλα ήταν: κάκκαλα να μη κρούνε ‘ς σον κώλο σ’, ή το άγουρος να μη γαμεί ‘σε. δηλαδή να μείνεις ανύπαντρη.
Καμιά φορά παρόμοιες φράσεις λέγονταν και σκωπτικά μεταξύ των γυναικών προκειμένου να πειράξουν και να δημιουργήσουν μία ευτράπελη διάθεση .
Οι σεξουαλικές σχέσεις των ανθρώπων ήταν περιχαρακωμένες αυστηρά στα πλαίσια του έγγαμου βίου. Οι παντρεμένες γυναίκες έπρεπε όχι μόνο να είναι τίμιες αλλά και να φαίνονται.
Η παντρεμένη γυναίκα ήταν το ηθικό στήριγμα της οικογένειας. Σε περίπτωση που παραβίαζε τους άγραφους ηθικούς κανόνες, βρισκόταν αντιμέτωπη με την κοινωνική και θρησκευτική κατακραυγή.
Η κοινωνία την περιφρονούσε ως ηθικό μίασμα και ο ιερέας δεν της επέτρεπε τη θεία μετάληψη.
Είναι ιδιαίτερα πληθωρικοί οι χαρακτηρισμοί, που δίνονταν στην παραστρατημένη γυναίκα του Πόντου όπως : Πουτάνα ,πόρνεσα, ρουφιάνα, οροσπού, γαχπέ , πορσού ,μεντή, τσούνα, καρακαλτάκα, καταμάγια, πουσπουρίχτρα, γουτουρεμέντσα, σουρουκλεμέ, κοσκοβάρα, κ.λ.
Γενικότερα επικρατούσε η άποψη, ότι η γυναίκα, που δεν διέπεται από ηθικές αρχές είναι ανεξέλεγκτη η γαρή ‘κι’ ορράεται
Είχαν ακόμα το αλάνθαστο κριτήριο της τιμιότητας, που τους επέτρεπε να εντοπίζουν την ερωτοτροπούσα γυναίκα : Η τσούνα θέλ’ να κρύφκεται κι η χαρά ‘κι αφήν’ ατεν.
Όταν κάποια γυναίκα ξεπερνούσε τα ηθικά μέτρα κάνοντας πολλά χατίρια στους άνδρες χατηρλούσα και δημιουργούσε με τις ερωτοτροπίες της γενικότερο πρόβλημα στο χωριό τότε έλεγαν τη φράση: με το ΄΄τρυπίν ατς΄΄ χωρία χαλάν’.
Πολλές φορές άφηναν υπονοούμενα θέλοντας να καυτηριάσουν τις εξωσυζυγικές σχέσεις με τη χαρακτηριστική φράση: μίαν με τον γειτονάν μίαν με την χώραν, με τον άντρα μ’ παιδίν ‘κ’ εποίκα.
Τέλος η ηθική της παντρεμένης γυναίκας κρίνονταν ακόμα και με τον τρόπο, που θα θρηνούσε τον άντρα της. Τα κοινωνικά σχόλια ήταν ευθύβολα: τον άντραν ατς, που ‘κ’ έκλαψεν , κάπου το θάρρος είχεν.
Αντίθετα τη σεμνή και ηθική γυναίκα την επαινούσαν με τις φράσεις :
‘ς σο σαχτάρ’ πατεί κι ιχνάρ’ ‘κ’ εφτάει.
Η ποντιακή γλώσσα, φύση και θέση αριστοφανική, είχε το σεξουαλικό χιούμορ έντονο.
Οι κατάρες, οι παροιμίες και οι παροιμιώδεις φράσεις εμπεριείχαν τις ακατάλληλες λέξεις, που πάντοτε λέγονταν μακριά από τα παιδιά.
Ο βωμολοχικός σαρκασμός και τα σεξουαλικά υπονοούμενα χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την περίσταση και τους χαρακτήρες.
Δεν έχει γίνει πάνω στο θέμα αυτό κάποια εμπεριστατωμένη έρευνα.
Αυτή την περίοδο της αποκριάς, μας επιτρέπεται να προσεγγίσουμε και να αναβιώσουμε τις ποντιακές λεκτικές υπερβάσεις, που ήταν κομμάτι της ζωής και της ηθικής όλων των λαών της γης.
Οι απαγορευμένες λέξεις ήταν συνήθεις και εκστομίζονταν στον κατάλληλο χρόνο και χώρο.
Εξ άλλου η αριστοφανική διάθεση τους δε θα μπορούσε να μην χρησιμοποιεί τις ιδιαίτερες λέξεις, γιατί, όπως πολλοί λένε, δεν υπάρχουν κακές λέξεις αλλά κακοπροαίρετοι άνθρωποι …
Δημοτικά αριστοφανικά ποντιακά τραγούδια
Κορτσόπον κάθκα κούκουβα,
ας φαίνεται η μαντσάνα σ’,
ψαλάφεσα ‘κι δίς ‘με ατό,
τρώει ατό ο κύρς κι η μάνα σ’.
Τη μάνας ισ’ το ζερτελίδ’
και τη τετέ σ’ τ’ αγγούρι,
πώς εγροίξαν κ’ εποίκανε
άμον εσέν γαϊδούρι..!
Γαμώ ατό, γαμώ ατό,
γαμώ, π’ ατέν εποίνεν,
τον κόσμον εβουρίασεν
κ’ εμέναν ξάϊ ‘κ’ εδίνεν….!
Υ.Γ..
Στο επόμενο θέμα μας θα ασχοληθούμε με την ποντιακή αθυροστομία και βωμολοχία, που αναφέρεται στον άγουρο (άνδρα)..