Η Ανάληψη του Κυρίου μαρτυρείται σε 3 περικοπές της Καινής Διαθήκης. Στο Κατά Μάρκον υπάρχει στο 16:14-20, τμήμα το οποίο σε άλλους κώδικες υπάρχει και σε άλλους όχι. Στο Κατά Λουκάν ανιχνεύεται στο 24:44-53. Ο ίδιος ευαγγελιστής, πιθανότατα σε προγενέστερο χρόνο, είχε δώσει μια πρώτη μαρτυρία του γεγονότος στις Πράξεις των Αποστόλων 1:4-11. Γενικά οι παραπάνω περικοπές διακρίνονται, στον έσχατο λόγο του Χριστού προς τους μαθητές του και την ίδια την Ανάληψη του.
Στην απόκρυφη γραμματεία και δη στον Ψευδο-Νικόδημο, αναφέρονται μάρτυρες του γεγονότος, χρηματισμός ώστε να επέλθει damnatio memoriae (14:1-3), ενώ ο τόπος του γεγονότος καλείται όρος Μαμίλχ (Κώδικας 1Α) ή Όρος των Ελαιών (Κώδικας 1Β). Μάλιστα στο επόμενο κεφάλαιο, ο Νικόδημος στο Σανχεντρίν / Μέγα Συνέδριο, ερμήνευσε την Ανάληψη ως προτυπωθείσα στον προφήτη Ηλία (Δ΄ Βασιλειών, 2:11), ενώ ο ραββίνος Βουθέμ στον Ενώχ (Γένεση 5:24). Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, πως το «Όρος του Ελαιώνος», όπως αποκαλείται στις Πράξεις των Αποστόλων, απείχε από τα τότε Ιεροσόλυμα μικρή απόσταση, όσοι δηλ. επιτρέπονταν, νομικά, να βαδίσει Ισραηλίτης σε αργία του Σαββάτου (Πρ 1:12).
Στον Μάρκο ο τελευταίος λόγος του Χριστού απευθύνεται προς τους 11 μαθητές (Μρ 16:14). Πρώτιστα στηλιτεύθηκε η απιστία των Μαθητών, ενώ τονίσθηκαν σωτηριολογικές προϋποθέσεις. Δεν αρκεί, μόνο, η αποδοχή της υπό του Πατρός κλήσης στην πίστη, αλλά είναι αναγκαία η μυστηριακή αναγέννηση με αρχή το Βάπτισμα. Βέβαια οι μαθητές του δεν έχουν εφαρμόσει το καινό Βάπτισμα, αφού δεν έχει συντελεσθεί, ακόμα, η έλευση του Παρακλήτου. Ενδιαφέρον, εδώ, έχει, το ότι κατ΄εξαίρεση στο Τετραευάγγελο του χειρόγραφου κώδικος W του 5ου αιώνα, υπάρχει εκτενέστατη απάντηση των Αποστόλων αναφορικά με την απιστία τους.
Το είδος του χρόνου και η φωνή του ρήματος σε παθητικό τύπο, «ανελήφθη» («ανεφέρετο» στο Λουκά), δίνει, σαφώς, μια εικόνα του Κυρίου ο οποίος δεν πέταγε αυτόνομα, αλλά αιρόμενος υπό Αγγέλων ή επί νεφέλης. Αυτό επιβεβαιώνεται στις Πράξεις των Αποστόλων, αφού εκεί τον Χριστό «υπέλαβεν νεφέλη» (Πράξεις 1:9).
Πρέπει, όμως , να σημειώσουμε, πως το αρχαιοελληνικό αυτό ρήμα έχει και άλλη έννοια. Μια έννοια η οποία μπορεί εναρμονισμένη στο θέμα μας, να αποδοθεί ως η υπό μια έννοια αΐδια επανάκτηση ή αποκατάσταση του, ύστερα από την κατ΄οικονομία σάρκωσή του. Κάτι το οποίο, δύναται να συνδεθεί άμεσα με ο «εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού» (16:19). Η πληροφορία αυτή, είτε μπορεί να θέσει τον επίλογο του Μάρκου ως μια, όντως, προσθήκη των τελευταίων στίχων του Ευαγγελίου του, κατόπιν μεταγενέστερης αποκαλυπτικής για το που πήγε ο Χριστός. Μπορεί, ωστόσο, να δηλώνει, πως οι παρευρισκόμενοι είδαν μέσα από ανεωγμένους Ουρανούς. Γνωρίζουμε από αγιολογικές διηγήσεις, πως Άγιοι όπως ο Μάρκος ο Αθηναίος, αξιώθηκαν να δουν ανεωγμένους Ουρανούς ή σε άλλες περιπτώσεις επέκεινα καταστάσεις, όπως οι μονές των Αγίων.
Στον Λουκά ο τελευταίος λόγος του Κυρίου, άρχεται με την πληροφορία ότι στο πρόσωπό του πληρώνονται οι Γραφές. Μάλιστα τίθεται και μια διάκριση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης σε βιβλία Μωυσέως, τα οποία είναι αναμφίβολα η Torah / Πεντάτευχος, τα προφητικά βιβλία και οι ψαλμοί. Με το τελευταίο δεν είναι βέβαιο αν εννοείται μόνο το ομώνυμο βιβλίο, αλλά και άλλα βιβλία τα οποία χρησιμοποιούνταν στην ιουδαϊκή λειτουργική. Στον ίδιο στίχο (24:45), ο Ιησούς παρέχει το χάρισμα της γνώσης των Γραφών. Κάτι το οποίο μας διδάσκει, πως η ερμηνεία των Γραφών δεν είναι μόνο τυπικά γνωστικό αντικείμενο αλλά και χαρισματικό. Μπορεί, βέβαια, να υπονοείται, πως κάθε λόγος προς τους Μαθητές ήταν Γραφή, αλλά μόνο τότε μπόρεσαν να αντιληφθούν πολλά λεγόμενα τα οποία ο Χριστός είχε αποκαλύψει πριν και ειδικά την καινή μυστηριακή ζωή.
Αναμφίβολα στον Λουκά ο Χριστός στον τελευταίο λόγο δίνει εντολή οι Μαθητές (τους οποίους κατ΄ ουσίαν ονομάζει μάρτυρες της αποστολής της επαγγελίας του Πατρός), να μείνουν στα Ιεροσόλυμα, έως την Ανάληψη. Μια Ανάληψη η οποία απαντά έξω από τα Ιεροσόλυμα στην Βηθανία και πραγματοποιήθηκε κατά την ώρα την οποία δια των χειρών του, τους ευλογούσε.
Στις Πράξεις των Αποστόλων, μια επιστολή την οποία ο Λουκάς έγραψε επίσης για τον ελληνόφωνο ιουδαΐζοντα Θεόφιλο, γνωστοποιείται πως η Ανάληψη έγινε 40 ημέρες μετά την Ανάσταση. Άρα τόσο διάστημα κράτησαν και οι εμφανίσεις του Κυρίου ως αναστημένου. Έτσι η αντίληψη της μετά θάνατον παραμονής των ψυχών στη Γη, ερμηνεύει, έμμεσα, το γιατί οι Ιουδαίοι πένθησαν τον Μωυσή για 40 ημέρες (Δευτερονόμιο 34:8) ή ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε σκιά των σχετικών θείων εμφανίσεων. Η αντίστοιχη αντίληψη των Αρχαίων Ελλήνων, αντιστοιχούσε σε διάστημα, λίγο μικρότερο: 30 ημέρες.
Το θέμα του τι είναι η γη της επαγγελίας είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Συχνά και στην σύγχρονη ραββινική γραμματεία, το γεγονός πως έχει ιδρυθεί κράτος του Ισραήλ, αλλά δεν έχει έλθει κατ΄αυτούς ο Μεσσίας, είναι δηλωτικό του ότι δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός αλλά εσχατολογικός. Έτσι ερμηνεύεται και το εβραϊκό πασχάλιο ποτήριο οίνου του προφήτη Ηλία, αφού ο Ηλίας συνδέεται με τα έσχατα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν συνδυάσουμε την αναφορά του Λουκά για επαγγελία του Πατρός (Λκ 24:49) και την αντίστοιχη των Πράξεων για διάκριση του βαπτίσματος Ιωάννου από το χριστιανικό Βάπτισμα (Πρ 1:5), τότε η κοινή συνισταμένη είναι η άνω γέννηση εξ ύδατος και πνεύματος και σίγουρα η έλευση του Παρακλήτου. Κατά συνέπεια ως γη της επαγγελίας, μπορεί να νοηθεί κάθε άνθρωπος ο οποίος δέχεται ως Ναός του Αγίου Πνεύματος τον Θεό και αναγεννάται εν τοις μυστηρίοις. Ακόμα και αυτό, όμως, θα πρέπει να θεωρείται, μάλλον, εικόνα της εσχάτης αληθείας: μετά την Ανάληψη, δύο Άγγελοι, όπως και στην Ανάσταση, φέροντας λευκή ζώνη, αποκάλυψαν πως η Ανάληψη αποτελεί και εικόνα του τρόπου με τον οποίο θα επανέλθει ο Κύριος κατά την ημέρα της Κρίσεως (Πρ 1:11).
του Κόττη Κωνσταντίνου