H ενασχόληση με την Εορδαία, πέρα από ανασκαφικά ευρήματα, εμπεριέχει πολλές δυσκολίες, σε επίπεδο πηγών. Το παρόν άρθρο θα αποτελέσει ένα βλέμμα στην εορδαϊκή ιστορία, με παράθεση των βασικότερων σωζομένων αρχαίων πηγών. Πρώτιστα οι Εορδοί αναφέρονται ως εγχώριοι κάτοικοι της Μακεδονίας, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν πολύ πριν την άνοδο των Αργεάδων Τημενιδών, ενώ έλαβαν μέρος στο πλευρό του Ξέρξη του Α΄ κατά την μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. (υπό τον Μαρδόνιο), όπως και άλλα φύλα της Μακεδονίας και Θράκης (Ηρόδοτος, Μούσαι Ιστοριών, Η΄, «Πολύμνια». 7.185, 2).
Η Εορδαία ως περιοχή ανάμεσα σε Ελιμιώτες και Λυγκηστές (μεταξύ Κοζάνης και Φλώρινας), ανήκει στην λεγόμενη ορεινή Άνω Μακεδονία, η οποία διακρίνονταν από την προς και περί το Αιγαίον Μακεδονία. Οι φυλές αυτές της Άνω Μακεδονίας ήταν σύμμαχοι με την Κάτω Μακεδονία, αλλά αποτελούσαν μικρά αυτόνομα βασίλεια. Η εισβολή των εξ Άργους Τημενιδών, εκδίωξε αν όχι όλους, αναμφίβολα ένα μεγάλο τμήμα των επιζησάντων αυτοχθόνων Εορδαίων, προς μέρη της Χαλκιδικής (Θουκιδίδης, Ιστορίαι, Β΄, 99, 1-5). Συχνά οι πηγές δείχνουν έναν έμμεσο τονισμό της περιοχής της Εορδαίας προς και μετά την Βεγορίτιδα λίμνη, ακόμα και έως και τον Άξιο ποταμό. Ο Στέφανος Βυζάντιος θεωρεί πως καταλάμβανε εδάφη, που κάποια στιγμή αποδόθηκαν σε δύο περιοχές, την Μακεδονία αλλά και την Μυγδονία. Ο ίδιος συγγραφέας μας πληροφορεί, πως το όνομα προέρχεται από τον μυθικό οικιστή Εορδό (Βλ. λήμμα «Εορδαίαι», στο A. Westermann (Ed.), Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt (Lipsiae: B. G. Teubner, 1839), 120.
Πριν από τον Τήμενο, όμως, απηχείται ως θρύλος, πως οι πρώτοι Τρώες εκστράτευσαν και κυριάρχησαν στην ελληνική Θράκη και Μακεδονία, έως και τον θεσσαλικό ποταμό Πηνειό. Η εκστρατεία αυτή αποδίδεται στον οικιστή της Τροίας Ίλο ή τον Λαομέδοντα, επί του οποίου κτίσθηκαν τα θεϊκά τείχη της Τροίας. Κατά την εκστρατεία αυτή, η οποία θεωρητικά μπορεί να τοποθετηθεί από τον 13ο αιώνα π.Χ. και πριν (λόγω Τρωικού Πολέμου), κατακτήθηκε και η χώρα των Εορδών (Λυκόφρων, Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα, 1341-1345. Βλ. και σχόλιο στους στίχους 1341 και 1342, στο M. C. G. Müller (Ed.), Ισαακίου καὶ Ιωάννου Τζέτζου, Σχόλια εις Λυκόφρονα. Lipsiae: Sumtibus F.C.G. Vogel, 1811: 1011). Πόλη Λεβαία, ίσως εντός της Εορδαίας, αναφέρεται στα χρόνια του Περδίκκα του Α΄ (7ος αιώνας π.Χ.). Με αυτόν και την πόλη αυτή, συνδέεται ένας από τους πιο σημαντικούς βασιλικούς μύθους της Μακεδονίας, ο σχετικός με την χάραξη του ηλιακού κύκλου και την τιμή προς τους ποταμούς (Ηρόδοτος, Μούσαι Ιστοριών, Θ΄, «Ουρανία». 8.137-139).
Κατά την εισβολή του Καράνου στη Μακεδονία (περί το 776 π.Χ. αν ακολουθήσουμε τον Ευσέβιο Καισαρείας), οι Ορέστες πολεμούσαν τους Εορδούς. Μέσω της συμμαχίας του βασιλέως των Ορεστών με τον Κάρανο, οι Εορδοί (ή Εορδανοί, όπως αποκαλούνται), υποτάχθηκαν ως φαίνεται πρώτοι, από τα αρχαία μακεδονικά τοπικά βασίλεια (Διόδωρος Σικελιώτης,Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βίβλος Ζ΄, 15). Από την άλλη, ανασκαφές στον Άγιο Παντελεήμονα της Βεγορίτιδος λίμνης, δίνουν μια εικόνα εγκατάλειψης, έως τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.
Το 423 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας και δεύτερος οικιστής της Αμφιπόλεως, εκστράτευσε στο πλευρό του Περδίκκα, κατά του Αρραβαίου του Α΄, βασιλέα των Λυγκηστών (Θουκιδίδης, Ιστορίαι, Δ΄, 124-128). Ο Μέγας Αλέξανδρος φαίνεται πως διέβη την Εορδαία, εκστρατεύοντας περί το 335 π.Χ. εναντίον των Θρακών Τριβαλλών (πάπυρος Βρετανικής Βιβλιοθήκης αρ. 3085). Άλλη μια φορά πέρασε κοντά από την Εορδαία,οδεύοντας εναντίον των Θηβών (Αρριανός, Ανάβασις Αλεξάνδρου, Α΄, 7, 2). Πέραν του Πτολεμαίου, Εορδός, αλλά πιθανότατα μεγαλωμένος στην Πέλλα, υπήρξε ο στενός συνεργάτης της Ολυμπιάδος Αριστόνους, διοικητής της Αμφιπόλεως έως και τον θάνατο της το 316 (Αρριανός, Ινδικά, 18, 5).
Άλλες φορές η Εορδαία παρουσιάζεται ως ένας ενδιάμεσος σταθμός, από τις βόρειες περιοχές, προς την Θεσσαλία, Ημαθία, Πέλλα και Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερα στον Πολύβιο (200-118 π.Χ.), τονίζεται, ουσιαστικά, η γεωμορφία της περιοχής. Το εορδαϊκό οροπέδιο – επικράτεια,ορίζεται από ορεινούς όγκους, συχνά δύσβατους. Έπρεπε, λοιπόν, να ακολουθήσεις τα ορεινά περάσματα, για να μεταβείς στην επόμενη επικράτεια, όποια και αν ήταν αυτή. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «υπερβολάς», το οποίο σημαίνει την υπέρβαση αυτών των ορεινών σημείων, ώστε να περάσεις τα όρια της Εορδαίας (Πολύβιος, Ιστορίαι, ΙΗ΄, 23, 2). Αυτό φαίνεται και στον πόλεμο τον οποίο κήρυξαν οι Ρωμαίοι το 200 π.Χ., προς τους Μακεδόνες του Φιλίππου του Ε΄ (221-179 π.Χ.). Μια από τις μάχες σε αυτόν τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200-197 π.Χ.), διεξήχθη σε κάποιο από αυτά τα ορεινά περάσματα προς το οροπέδιο της Εορδαίας (πιθανόν τα στενά της Πέτρας), τα οποία έπιασαν και οχύρωσαν οι Έλληνες. Οι Ρωμαίοι, αφού νίκησαν, προχώρησαν προς την Ελιμεία και αργότερα στην Ορεστίδα, όπου κατέλαβαν το Κέλετρον, το οποίο ταυτίζεται, ασφαλώς εκ της περιγραφής, με θέση περί την σημερινή πόλη της Καστοριάς (Titus Livius, Ab Urbe Condita Libri, XXXI, 39-40).
Κατά τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο (171-168 π.Χ.) ο Περσέας διανυκτέρευσε περί την λίμνη Βεγορίτιδα, έδαφος, ασφαλώς, της Εορδαίας και όχι της Λυγκηστίδος. Από εκεί πορεύθηκε προς την Ελιμεία και τον Αλιάκμονα, φθάνοντας στα Καμβούνεια Όρη (Titus Livius, Ab Urbe Condita Libri, XLII, 53).
Με την επικράτηση των Ρωμαίων μετά την μάχη της Πύδνης το 168 π.Χ., η Μακεδονία χωρίζεται σε τέσσερις μερίδες: την Μακεδόνων Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, με πρωτεύουσες, αντίστοιχα, την Αμφίπολη, την Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Πελαγωνία. Εκδίδονται αποφάσεις με τις οποίες απαγορεύονται μια σειρά πραγμάτων μεταξύ των Μερίδων όπως η επιμιξία, αλλά και δίνεται άδεια στις Μερίδες οι οποίες συνορεύουν με Βαρβάρους, να διατηρούν συνοριακό στράτευμα. Οι Εορδοί, μαζί με τους Λυγκηστές και τους Πελαγώνες, τοποθετήθηκαν στην Μακεδόνων Τετάρτη, συν τις περιοχές της Ατιντανίας, Τυμφαίας και Ελιμιώτιδος. Γενικά σε αυτό το δυτικομακεδονικό τμήμα,ο τόπος θεωρείται κρύος και τραχύς και ανάλογος και πολεμικός ο χαρακτήρας των κατοίκων, αφού υπήρχε και η γειτνίαση με τα βαρβαρικά φύλα. Κάτι που ενίσχυε η ύπαρξη κατ΄εξαίρεση, στρατιωτικών τοπικών μονάδων στα σύνορα. Μαρτυρούνται, γενικά, ιδιαίτερα τοπικά έθιμα και τελετουργικά (Titus Livius, Ab Urbe Condita Libri, XLV, 30).
Όπως ιστορεί ο Στράβων (64 π.Χ. – 24 π.Χ.), η Εγνατία Οδός ή ViaEgnatia, ξεκινώντας από το Δυρράχιο διέτρεχε την Εορδαία και περνώντας παρά την Βεγορίτιδα, οδηγούσε στην Έδεσσα και την Πέλλα, προς Θεσσαλονίκη (Στράβων, Γεωγραφικά, Ζ΄. 7, 4). Ο ίδιος συγγραφέας αφού προσπαθεί να διαχωρίσει μια σειρά από φύλα, θέτει, ουσιαστικά, τους Εορδούς στα αυτόχθονα φύλα. Γενικότερα πρέπει να επιβίωναν στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Άνω Μακεδονίας και Ηπείρου, μορφές της παλαιάς λατρείας των Καβείρων, αφού γίνεται αναφορά σε απογόνους και παραδόσεις για τον Κάδμο και την Αρμονία. Μνημονεύει, επίσηςτην αρχαία Εράτυρα (Στράβων, Γεωγραφικά, Ζ΄, 7, 8).
Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.), περιγράφει την Εορδαία, μεταξύ Σκύδρας και Μίεζας, προφανώς ακολουθώντας την Εγνατία οδό (Plinius Gaius Secundus, Naturalis Historia, IV, 17, 1. ή IV, 16 σε άλλες εκδόσεις).Φαίνεται πως εκτός από περιοχή, θα πρέπει να υπήρχε και πόλη με το όνομα Εορδαία, αφού ο γεωγράφος Πτολεμαίος (100-160 μ.Χ.) δίνει τις σχετικές συντεταγμένες (Πτολεμαίος, Γεωγραφία, 3.12.22). Σε Ορδαία πόλη, αναφέρεται και ο Στέφανος Βυζάντιος (Βλ. λήμμα «Ορδαία», στο A. Westermann (Ed.), Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt (Lipsiae: B. G. Teubner, 1839), 494.
Αναφορά, τέλος, σε Εορδαίους Μακεδόνες κάνει ο Φλάβιος Φιλόστρατος, σε σχέση με περιστατικό το οποίο αφορά τον σημαντικό ρήτορα Φηλίσκο τον Θεσσαλό, την περίοδο της αυγούστας Ιουλίας Δόμνας, πιθανότατα την περίοδο 193-211 μ.Χ. (Φλάβιος Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, Β΄, «λ», 30).
Κόττης Κωνσταντίνος