Ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία, όπως και στο πρωτόδικο δικαστήριο, ο δράστης με το τσεκούρι, ο οποίος εισήλθε στην Εφορία Κοζάνης τον Ιούλιο του 2020 σκοτώνοντας έναν εργαζόμενο και τραυματίζοντας σοβαρά άλλους δύο, προσπάθησε να εξηγήσει τις πράξεις του ως πράξεις θυμού και αντίδρασης προς την κρατική εξουσία και τους εκπρόσωπούς της.
Στο μανιφέστο που ανέγνωσε γύρισε το χρόνο στο μακρινό 2010 και την εποχή των μνημονίων, λέγοντας πως όλα ξεκίνησαν μέσα του όταν άκουσε μία ομιλία στη Βουλή και αισθάνθηκε πως «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, μιας πιάσανε στον ύπνο».
Επί αρκετή ώρα καταφέρθηκε κατά της «κρατικής βίας», όπως την ονόμασε, των ΜΜΕ και των δομών του κράτους, όπως η Εφορία «η οποία λειτουργεί ως εισπράκτορας και ελέγχει το λαό».
Παράλληλα έκανε συχνές αναφορές σε διαδηλώσεις τις οποίες συμμετείχε, μιλώντας για καταστολή, ενώ επιδόθηκε σε αναδρομή γεγονότων για ανθρώπους που κατά τη δική του κρίση «δολοφονήθηκαν από το κράτος».
Μετά από αρκετές επισημάνσεις της έδρας και της εισαγγελέως, να προβεί στην ανάλυση των γεγονότων για τα οποία κατηγορείται, ο 50χρονος δράστης, αναφέρθηκε στην περίπτωση Μάγγου στο Βόλο, λέγοντας πως μόλις πληροφορήθηκε το θάνατό του θεώρησε πως κάτι πρέπει να γίνει «ώστε να αλλάξουν τα πράγματα».
«Εάν θέλετε πόλεμο θα σας κάνουμε πόλεμο», τόνισε και άρχισε να εξιστορεί να γεγονότα εκείνης της φρικτής ημέρας και των πράξεων του.
Περιέγραψε, κατά τη δική του κρίση, πως επιτέθηκε στους εργαζόμενους, ενώ υποστήριξε πως σταμάτησε στην τρίτη υπάλληλο όταν είδε το βλέμμα της:
«Είχε διαφορετικό βλέμμα, για κάποιο λόγο ήθελε να ζήσει. Δεν παρακαλούσε και έτσι αποφάσισα να σταματήσω».
Σε ερώτηση της έδρας για το αν μετάνιωσε, είπε πως δεν μετάνιωσε γιατί αλλιώς δεν μπορεί να σταματήσει η βία και μετά από αυτό έχει περιοριστεί «αυτό που θέλουν να κάνουν, το σκέφτονται δύο και τρεις φορές».
Η εισαγγελέας από την πλευρά της ήταν καταπέλτης για τις πράξεις του δράστη τονίζονμυας πως θεώρησε τον εαυτό του «αυτόκλητο τιμωρό του συστήματος και ενώ αποδεδειγμένα ήθελε να σκοτώσει όλο και περισσότερους, έβαλε λίγο ρομαντισμό στην απολογία του όταν η υπάλληλος της εφορίας πάλευε για τη ζωή της».
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ζήτησαν να μην αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, αναφέρθηκαν «σε βολικά θύματα» τα οποία επέλεξε ο δράστης, ενώ χαρακτήρισαν ως απαράδεκτο και προκλητικό όποιον ισχυρισμό περί εν βρασμώ ψυχικής ορμής.
Από την πλευρά της υπεράσπισης, η διορισμένη συνήγορος από το κράτος, επεσήμανε πως τον δράστη δεν τον ενδιαφέρει η απόφαση, αποδέχεται τις πράξεις του και το μόνο που επιζητά στη διαδικασία είναι να «ακουστεί η δική του αλήθεια».
Να σημειωθεί πως η συνήγορος υπεράσπισης εισέφερε στη διαδικασία πως όλη η υπερασπιστική γραμμή καθορίστηκε από τον ίδιο το δράστη.
Η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή και την ποινή του όπως πρωτοδίκως, πρόταση την οποία έκανε αποδεκτή ομόφωνα το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας.
«Καμία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να επαναφέρει στη ζωή ανθρώπους και να εξαλείψει τις συνέπειες των αποτρόπαιων πράξεων του δράστη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη όμως μπορεί να αναγνωρίσει την πραγματικότητα και να επιβάλλει τις ανάλογες ποινές. Παρά την προσπάθεια του κατηγορουμένου να εμφανίσει ως αιτία κάποια ιδεολογική βάση στην πραγματικότητα αποδείχθηκε πως είναι ένα αφήγημα το οποίο χρησιμοποίησε ως βολικό χώρο για να εκτελέσει τις πράξεις του», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, Σπύρος Μπαλατσούκας.
«Από άποψη διαδικασίας είμαστε ικανοποιημένοι, σε σχέση με τις πράξεις η αντιστοιχία πράξεων- ποινών μας αφήνει μία πικρία γιατί τα 26 χρόνια είναι πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που έχει κάνει», υπογράμμισε η επίσης συνήγορος πολιτικής αγωγής, Δήμητρα Χατζηκώστα.
«Έγινε καλή διαδικασία και επιτέλους έστω αυτή η απόφαση θα αποτελέσει ελάχιστη δικαίωση για να μπει τελεία, μήπως και μπορέσουν να συνεχίσουν τις ζωές τους απρόσκοπτα, βάζοντας τέλος στη φρικτή αυτή ανάμνηση», πρόσθεσε ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης, Γιάννης Βασιλειάδης.
Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Παρίσης, υπάλληλος της εφορίας και εκ των ανθρώπων που αφόπλισαν το δράστη μίλησε για μια μικρή δικαίωση, δεν ξέχασε όμως την απώλεια του συναδέλφου του Πέτρου Ξανθόπουλου, αλλά και τραύματα που θα κουβαλάνε μια ζωή όλοι οι υπάλληλοι της ΔΟΥ Κοζάνης.