«Ο εχθρός είναι ο καπνός. Όχι οι καπνιστές. Σκοπός δεν είναι ο διχασμός, αλλά μια συμμαχία για την υγεία», δήλωσε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ειδική εκδήλωση επίσημης ενημέρωσης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά του Καπνίσματος.
Ο Πρωθυπουργός επεσήμανε ότι «ο στόχος της Ελληνικής Πολιτείας είναι πλήρως εναρμονισμένος με εκείνον που έχει τεθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και αποσκοπεί στη μείωση του καπνίσματος κατά 30% έως το 2025. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πρόκειται «για μία εμβληματική κίνηση εκσυγχρονισμού και εξευγενισμού της καθημερινότητάς μας, αλλά και μιας άσκησης αλληλοσεβασμού που ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή», συμπληρώνοντας πως «η απαγόρευση του καπνίσματος αποτελεί μια τολμηρή πρωτοβουλία για την προστασία της Δημόσιας Υγείας».
Στο πλαίσιο αυτό, απηύθυνε κάλεσμα «Συμμαχίας για μια καλύτερη ζωή χωρίς καπνό», όπως είναι το σύνθημα της καμπάνιας. Οι αριθμοί είναι συντριπτικοί: Οι θάνατοι που οφείλονται στο κάπνισμα υπολογίζονται σε 20.000 ετησίως. Η ίδια αιτία προκαλεί 700.000 ημέρες νοσηλείας ασθενών.
«Αυτή η πολιτική απόφαση για μια συνήθεια που έρχεται από παλιά αποτελεί και ένα πεδίο δοκιμής τόσο της ατομικής μας ευθύνης όσο και της κοινωνικής μας ευσυνειδησίας», ανέφερε ο Πρωθυπουργός. «Όπως μάθαμε σιγά-σιγά να φοράμε στους δρόμους τη ζώνη και το κράνος, έτσι θα μάθουμε και να καπνίζουμε έξω από τα μπαρ και τα εστιατόρια. Και όπως μπήκε σταδιακά στην καθημερινότητά μας η σωστή διατροφή και η άσκηση, έτσι θα βγει από αυτήν το τσιγάρο», τόνισε.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη:
Κύριε Υπουργέ, κύριοι Υφυπουργοί, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι,
Λίγο πριν από τις εκλογές είχα κάνει μία επίσκεψη στο Αττικό Νοσοκομείο. Μου είχε κάνει τότε εντύπωση ένα μεγάλο πόστερ, το οποίο είχε μείνει σε έναν τοίχο, που έλεγε «2009, σβήνουμε το τσιγάρο». Ένδεκα νομοθετήματα, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις μέσα σε 10 χρόνια, με μηδενικά αποτελέσματα. Αυτός είναι ο θλιβερός απολογισμός της απαγόρευσης καπνίσματος σε κλειστούς χώρους, που υποτίθεται ότι θεσμοθετήθηκε το 2009. Κι όμως, ενάμιση αιώνα μετά την επίσημη κατάργηση «καπνοσυρίγγων και σιγάρων εις δημόσια καταστήματα» της βασίλισσας Αμαλίας, η Ελλάδα μοιάζει αγκιστρωμένη στο παρελθόν.
Γιατί κυβερνήσεις δεν τόλμησαν, η Διοίκηση αδράνησε αλλά, κυρίως, η κοινωνία ανέχτηκε. Σαν το κάπνισμα να μην αφορά την Υγεία και τον Πολιτισμό μας, σαν να αποτελεί μία ανώδυνη λεπτομέρεια. Λοιπόν δεν είναι απλή λεπτομέρεια, είναι τεράστιο ζήτημα και μάλιστα εξαιρετικά κρίσιμο. Γιατί η απαγόρευση του καπνίσματος αποτελεί μία τολμηρή πρωτοβουλία για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Μία εμβληματική κίνηση εκσυγχρονισμού και -ας μου επιτραπεί να πω- εξευγενισμού της καθημερινότητάς μας. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και μία άσκηση αλληλοσεβασμού που τελικά ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή.
Δεν υπάρχει πια καμία δικαιολογία του τύπου «Αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα». Ας ρωτήσουμε Γερμανούς, Αμερικανούς, Γάλλους, Τούρκους. Όλοι τους μπορεί να αναστατώθηκαν κάπως στην αρχή. Όμως σήμερα όλες αυτές οι χώρες -και πολλές άλλες- θεωρούν αυτονόητη τη νέα, καθαρή ατμόσφαιρα γύρω τους.
Αν το μπόρεσαν, λοιπόν, εκείνοι, σίγουρα το μπορούμε και εμείς. Η Ελλάδα πρέπει κάποτε να αρνηθεί το θλιβερό προνόμιο να μετρά μεταξύ των τακτικών καπνιστών ένα στα έξι 15χρονα αγόρια και ένα στα οκτώ νεαρά κορίτσια. Οι αριθμοί δυστυχώς παραμένουν ακόμα συντριπτικοί. Παρά το γεγονός και πρέπει να το αναγνωρίσουμε κ. καθηγητά, κ. Μπεχράκη, και σας ευχαριστώ δημόσια για την συνεισφορά σας σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια, παρά το γεγονός ότι έχουμε δει σημαντικές μειώσεις στο κάπνισμα σε νεαρές ηλικίες, το 27,5% των Ελλήνων είναι καπνιστές, ποσοστό ακόμη μεγαλύτερο στους ενήλικες.
Σχεδόν όλοι οι πολίτες εκτίθενται με κάποιο τρόπο στο παθητικό κάπνισμα. Οι θάνατοι που οφείλονται στο κάπνισμα υπολογίζονται σε 20.000 ετησίως. Η ίδια αιτία προκαλεί παραπάνω από 700.000 ημέρες νοσηλείας από ασθενείς που κοστίζουν στο κράτος ποσό που φτάνει κοντά στο 1 δισεκατομμύριο.
Αλλά και η εικόνα μας μέχρι σήμερα, δυστυχώς, ήταν άθλια: Υπουργοί κάπνιζαν μπροστά στις κάμερες και μέσα στα υπουργεία τους. Ενώ δημόσιοι λειτουργοί, δυστυχώς συχνά και γιατροί, επιμένουν να καπνίζουν ακόμη και μέσα στα νοσοκομεία.
Δεν έχει άδικο, λοιπόν, το 84% των πολιτών το οποίο θεωρεί πολιτισμική υποβάθμιση τη μη εφαρμογή των αντικαπνιστικών νόμων. Ούτε το 76%, που δηλώνει εξοργισμένο -όχι απλά ενοχλημένο, εξοργισμένο- με την κατάσταση αυτή. Αυτή η δυσαρέσκεια είναι τεράστια αλλά και σιωπηλή. Έτσι, για χρόνια δεν έβρισκε ανταπόκριση. Πότε με επικλήσεις για ανθρώπινα δικαιώματα και πότε με πρόσχημα τους τζίρους των μαγαζιών, ένας σωστός νόμος κατέληξε παντελώς ανενεργός.
Μία ψευαίσθηση αν όχι ένα ανέκδοτο. Στο μεταξύ, ως χώρα, εξακολουθούσαμε να μετράμε θύματα και μεγαλώνει η απόστασή μας από το βήμα.