Γιάννης Μόραλης, Επιτύμβιο (1958).
Αύριο Σάββατο 20 Δεκεμβρίου συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ζωγράφου, δασκάλου του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού Γιάννη Μόραλη. Ο Μόραλης γεννιέται το 1916 στην Άρτα. Καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργειά του έπαιξε ο πατέρας του Κωνσταντίνος, φιλόλογος, μαθητής του Νικόλαου Πολίτη και άνθρωπος με πλατιά μόρφωση. Λόγω της υπηρεσίας του ως γυμνασιάρχης από το 1923 ως το 1927, η οικογένεια Μόραλη διαμένει στην Πρέβεζα. Από το 1927 και έπειτα εγκαθίσταται στην Αθήνα λόγω μετάθεσης του Κωνσταντίνου Μόραλη.
Ο πατέρας του επιδοκιμάζει την απόφασή του να γίνει ζωγράφος και τον πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο κυριακάτικο μάθημα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1931 σε ηλικία 15 ετών ο Μόραλης γίνεται δεκτός στη Σχολή οπότε και ξεκινάει η φοίτησή του. Το 1937, έχοντας κερδίσει μια υποτροφία από την Ακαδημία Αθηνών, ο νεαρός ζωγράφος φεύγει για τη Ρώμη παίρνοντας μαζί του τον φίλο του ζωγράφο Νίκο Νικολάου. Οι δυο τους επισκέπτονται πολλά μουσεία και η Ρώμη τους μαγεύει. Λίγους μήνες μετά επισκέπτονται το Παρίσι, όπου έρχονται σε επαφή με το έργο των Πικάσο, Μπρακ και Ματίς. Το 1939 επιστρέφει στην Ελλάδα λόγω της κήρυξης του πολέμου. Το 1947, σε ηλικία μόλις 31 χρόνων, εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει για 35 χρόνια. Το 1951 αναλαμβάνει την σκηνογραφία του μπαλέτου «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» που παρουσιάζεται από το Ελληνικό Χορόδραμα σε χορογραφία της Ραλλούς Μάνου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Λίγα χρόνια αργότερα αρχίζει την συνεργασία του και με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Μιλώντας για τη ζωγραφική του αναφέρει: «Το Ιόνιο με διαπότισε. Εμείς είμαστε του Ιονίου. Εκεί έχει άλλο φως, πιο γλυκό, πιο μαλακό. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα μ’ ενοχλούσε το πικρό πράσινο των πεύκων. Αντίθετα, αυτό που με μάγευε και με συμφιλίωσε τελικά με την Αττική ήταν το χρώμα της ελιάς… Πάρε το φύλλο της ελιάς με το ψυχρό γκρίζο μπροστά, πιο πράσινο πίσω. Πάρε τον καρπό, μ’ αυτό τα μαυριδερά χρώματα που μωβίζουν. Δεν ξέρω γιατί η ελιά μου θυμίζει το Γκρέκο».
Ο Γιάννης Μόραλης χαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος μεγάλος της «εικαστικής γενιάς του ’30». Δηλαδή ανήκει σε μια «γενιά» ζωγράφων, οι οποίοι στα έργα τους καταπιάνονται με το ζήτημα της «ελληνικότητας». Αν και στην αρχή αυτό το πολιτισμικό μόρφωμα, που ονομάστηκε «γενιά του ’30», αφορούσε στη λογοτεχνία και στην ποίηση, αργότερα συμπεριέλαβε και τη ζωγραφική. Εικαστικοί όπως ο Τσαρούχης, ο Μόραλης και ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας δικαίως εντάσσονται σ’ αυτήν, αφού εξίσου με τους λογοτέχνες πραγματεύονται το αισθητικό και ιδεολογικό ζήτημα του συγκερασμού του δυτικού με το ανατολικό/τοπικό στοιχείο, της νεοτερικότητας με την παράδοση και της πρωτοπορίας με την ιθαγένεια. Το μείζον ζήτημα που θέτει η γενιά του ’30 είναι η δημιουργική συνομιλία της ελληνικής παράδοσης με τη δυτική τέχνη. Ωστόσο για το ζήτημα της «ελληνικότητας» στα έργα του λέει τα εξής: «Είμαστε Έλληνες, είμαι Έλληνας. Το πρόβλημα της ελληνικότητας θα μπορούσε να απασχολεί τους φιλέλληνες».
Το δίπολο έρωτας – θάνατος συνιστά διαχρονικό θέμα στα έργα του Μόραλη. Ωστόσο στους τελευταίους πίνακές του ο έρωτας εκτοπίζει το θάνατο. Οι συνθέσεις του γίνονται ολοένα πιο αφαιρετικές και τα χρώματα λιγοστεύουν.
«Ο έρωτας και ο θάνατος πάνε μαζί. Και τα δυο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου… Το θάνατο τον αισθάνομαι έκτοτε πολύ κοντά. Ίσως γι’ αυτό αγαπώ τη ζωή, τον έρωτα. Τα καλύτερα έργα μου βγήκαν από τη στέρηση. Με τη ζωγραφική προσπαθώ να μαγέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα. Γι’ αυτό τα πρόσωπα συχνά μοιάζουν».
Το 2006 παρουσιάζεται η ταινία «Γιάννης Μόραλης» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Ταινιών Τεκμηρίωσης του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η ταινία βραβεύτηκε από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών. Θα μπορούσε κανείς πολύ εύκολα να την εντοπίσει στο διαδίκτυο και να απολαύσει τον ίδιο το ζωγράφο να μιλάει για τη ζωή και το έργο του.