Ο Άλκης Αλκαίος (κατά κόσμον Βαγγέλης Λιάρος) υπήρξε ένας από τους πλέον αξιόλογους ποιητές στον ελληνικό χώρο μετά την μεταπολίτευση. Γεννήθηκε στην Κοκκινιά Φιλιατών το 1949, αλλά ο ίδιος αισθανόταν εαυτόν γέννημα και θρέμμα τέκνο της Πάργας. Τυραννισμένος από τις πίκρες τις οποίες η ζωή του επιφύλαξε, ζούσε, πάντα, πίσω από το άξιο μύθο του ονόματός του. Ποτέ όμως δεν εμφανίστηκε στο προσκήνιο (πλην ενός αφιερώματος της εκπομπής «Η περιπέτεια ενός ποιήματος» στην ΕΡΤ), βιώνοντας στην πράξη και για λόγους υγείας, το πολύπαθο εμπάργκο του. Η προσωπική αναζήτησή του, η αριστερή πολιτική ιδεολογία του και κυρίως, η μη ενότητα της αριστεράς, απετέλεσαν στοιχεία, τα οποία ο αναγνώστης ή ακροατής, συναντά διάσπαρτα στο έργο του.
Το 1967, η άρνηση της τοπικής Εκκλησίας να τελέσει μνημόσυνο στον Κ. Καρυωτάκη (σ.σ. ως αυτόχειρας κατά τους κανόνες), ήταν η αφορμή ώστε να γράψει ένα κείμενο για τον Καρυωτάκη, το οποίο εκδόθηκε ως πεζό. Αυτό ήταν, τελικά, η αρχή. Μια αρχή, όμως, η οποία θα τον επηρεάσει, αφού το λογοτεχνικό κλίμα του μεσοπολέμου, με ποιητές όπως ο Καρυωτάκης και Σαραντάρης, θα επιδράσουν, καταλυτικά, στην συνέχεια της γραφίδας του.
Ωστόσο επί της ουσίας, μια δημοσίευσή του στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, υπήρξε η αφορμή για να γνωριστεί το έργο του σε ένα ευρύτερο κοινό (και κυρίως να αρχίσει το κοινό του ταξίδι με το μουσικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου). Μιλάμε βέβαια, για το «Φλεβάρη του 1848», έναν ύμνο στην πολιτική ενότητα και την εργατική αλληλεγγύη: Μανουέλ Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι/ ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου/ ωστόσο αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου θα πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι/ Ελμπέρτο Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου/ ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου/ ωστόσο ασίγαστη θε να ’ναι σαν τη γη σου/ αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου/ Ναϊμ Ασχάμπ απ’ τις όχθες του Ιορδάνη/ ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι/ ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι/ που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει. Αυτό ήταν και η πρώτη μελοποίηση του έργου του, εν αγνοία του μάλιστα, στο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου «Τραγούδια της λευτεριάς» (LYRA, 1978).
Η γνωριμία αυτή θα οδηγήσει το 1982 στην έκδοση του δίσκου «Εμπάργκο» (CBS, 1982) και την έκδοση, το 1983, της ομώνυμης ποιητικής συλλογής. Στο «Εμπάργκο» θα αναλυθεί ποιητικά, η διαφορά αισθητικής, την οποία δημιούργησε ένας λόγος που είχε φτάσει στο απόγειο την δεκαετία του 60΄ και του 70΄ και πλέον έφθινε. Σε ένα λόγο, ο οποίος μιλούσε για τους αποκλεισμούς, εξωκομματικούς και ενδοκομματικούς. Το έργο του Νίκου Πουλαντζά και το εμπάργκο που εφάρμοσε στο γεγονός της αυτοκτονίας του ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», ανιχνεύεται στο «Κακόηθες Μελάνωμα»: …Οι φίλοι σ’ επισκέπτονται με δόσεις/ παράφοροι/ ανυπόφοροι/ κι αδιάφοροι/. Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν/ και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη/. Σ’ αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν/ διάδικοι/ υπόδικοι/ κατάδικοι/. …Μέχρι να αρχίσεις/, μέχρι να τελειώσεις/ το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι/ οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις/ μεγάφωνοι/ μικρόφωνοι/ παράφωνοι.
Ο ίδιος ακροβατούσε ανάμεσα στην επιθυμία του να εκφραστεί μουσικά (και άρα ως στιχουργός) και τον αυθεντικό λογοτεχνικό του χαρακτήρα. Παρά το τι πίστευε ο ίδιος για το αν ήταν ποιητής ή στιχουργός, ποιος δεν θα τον χαρακτήριζε άξιο ποιητή; Ας δούμε το αριστούργημα «Ερωτικό ή Πεδίο Βολής». Η Ελλάδα της υποτέλειας του «ανήκουμε τινός», εν προκειμένω της Δύσεως. Εκεί όπου και η κατεύθυνση για την γη των επιδρομέων Γότθων, ενάντια στον πολιτισμό, μέσα από το συμβολισμό του ελλιμενισμού του αμερικάνικου 6ου στόλου και του όποιου πεδίου βολής όπως η Σούδα, που ο πολιτικός δυνάστης, επιβάλει. Αγνοώντας την προσωπική Αντιγόνη, την οποία έκαστος μέσα του φέρει ως σπερματικό λόγο: Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη/ και την τρελή σου κυνηγάει σκιά/ πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι/ πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά/ αγάπη που σε λέγαμ’ Αντιγόνη./ Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει/ και σε ποιο γαλαξία να σε βρω/ εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι/ κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό/ που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.
Η ευαισθησία του ποιητή θα φανεί, στην οπτικοποίηση των 10 πακέτων τσιγάρων, τα οποία ο ασθενής Μάνος Λοΐζος είχε καπνίσει σε ένα 3ήμερο: Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό/ στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο/ κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο/ και σαν καφέ πικρό (Νότης Μαυρουδής, «Στην όχθη της καρδιάς μου», 1984, Ακτή).
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για την εσωτερική αναζήτηση, βρίσκεται στο ποίημα «Βικτώρια». Ως τραγούδι, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές στη νεολαία από τότε, με το που πρωτοπαρουσιάστηκε στο δίσκο «Χορεύω» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (ΜΙΝΟΣ, 1989): Μια πεταλούδα στη γωνιά χαμογελάει/ κερνάει τσιγάρο μα πουλάει τη φωτιά/. Ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει/, μα εγώ την ψάχνω απ’ τα δεκαεννιά. Ο ερωτικός του στίχος, πάλι, συγκερασμένος με πολιτικές αναφορές, όχι πάντα ευδιάκριτες, δεν έχει τίποτα το τυποποιημένο. Στο «Μια παλιά φωτογραφία», αντικρίζουμε μια, τρόπον τινά παραλλαγή, στην «Αχάριστη» του Β. Τσιτσάνη: Μια παλιά φωτογραφία, αγκαλιά στη θάλασσα/. Χτες την έκανα κομμάτια/ να μη βλέπουνε τα μάτια/ πόσα χρόνια χάλασα. Όσες φορές μ’ έχεις φιλήσει/ τόσες φορές σταυρώθηκα/ κι αυτό που απ’ όλα τώρα μένει/ είναι μια κάμαρα θλιμμένη/ που κάποτε σου δόθηκα.(«Όσο κρατάει ένας καφές, MINOS, 1989»).
Η αναφορά του στους κύκλους που κάνει η Ιστορία, η γραμμένη με το μελάνι των νικητών και το αίμα του λαού στο βωμό των συμφερόντων, έγινε μια ακόμα σχετική αφορμή. Όχημα η αναφορά στο πρόσωπο της εβραίας ηγέτιδας του κομμουνιστικού κινήματος της Γερμανίας Ρόζας Λούξεμπουργκ. Μέσα από την κοινή ιδέα για την οποία τόσοι και τόσοι θυσιάστηκαν, χωρίς να έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα υπόψιν τους: Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία/ πώς η ιστορία γίνεται σιωπή/ τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο/ συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω/ τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί/. Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι/ πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός/ περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα/ και γω μέσ’ στην ομίχλη και τη μπόρα/ κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός.
Ο Άλκης Αλκαίος ζυμώθηκε στο όνειρο εκτελεσμένων ιδεολόγων όπως του Ν. Μπελογιάννη ή ταξιδευτών αριστερών όπως ο Νίκος Καββαδίας. Πίστευε, όπως στο «Πόρτο Ρίκο», πως τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας/ πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του («Δεν σηκώνει, 1994, MINOS»). Έζησε, ωστόσο, για να αντικρύσει, όνειρα ελευθερίας να σωριάζονται υποσκαμμένα εκ των έσω. Όπως και να έχει, όμως, μπορεί ο Βαγγέλης Λιάρος να έφυγε από κοντά μας το 2012, με τις ανάγκες τις οποίες εξέφρασε ο ποιητικός λόγος του Άλκη Αλκαίου, δεν ξεμπερδέψαμε ποτέ.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr