Ήταν 7 Αυγούστου, μια ηλιόλουστη μέρα όταν ξεκινήσαμε να συνευρεθούμε στο σπίτι του Νίκου Παλασίδη ένα γραφικό εξοχικό στο έμπα του Λιτόχωρου χτισμένο μεταξύ του Ολύμπου και Αιγαίου πελάγους.
Κάθε φορά, που βρισκόμαστε στο θεάρεστο αυτό μεσότοπο, ένα αίσθημα ευφορίας μας κυριεύει, αφού μπορούμε να ατενίσουμε ταυτόχρονα τον θρόνο του Δία και του Ποσειδώνα. Το μάτι του ανθρώπου ασυναίσθητα αναζητά μέσα από τα ολύμπια νέφη να διακρίνει τον Μύτικα, την κορυφή του παγκόσμιου πολιτισμού. Εκεί που γεννήθηκαν τα προτερήματα και οι αδυναμίες των ανθρώπων και κατασκευάστηκε η ασπίδα του Αχιλλέα, το πρώτο εικονογραφικό κείμενο του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στα πόδια αυτού του μυθολογικού συμπλέγματος συναντηθήκαμε μια ομάδα οραματιστών, που θέλουμε ακόμα να πιστεύουμε, πως είμαστε παιδιά των μουσηγετών θεών του Ολύμπου, του Απόλλωνα, της Αθηνάς και του Ορφέα και όχι του Άρη και της Αφροδίτης. Έτσι στρώσαμε το τραπέζι στη δική μας γλώσσα ΄΄ερμάτωσαμ’ το στόλ΄΄΄
Ίσως γιατί τα όποια εδέσματα για τους Πόντιους είναι δώρα των θεών και σαν δώρα δεν μπορεί παρά να είναι τα στολίδια του τραπεζιού.
Πρώτα ο φίλος Νίκος φρόντισε να ακολουθήσει το θεϊκό εδεσματικό πρωτόκολλο, σερβίροντας το παραδοσιακό ρακί, αυτό που εξέρχεται από την ράκωση των σταφυλιών ( βοτρύδια στα ποντιακά) ,από την αρχαία λέξη βότρυς. Γι’ αυτό είμαστε περήφανοι για την καταγωγή μας…!
Ακολούθησε η κρεατοφαγία και στη συνέχεια ο θεός Διόνυσος άρχισε να αδειάζει τα ποτήρια και να εύχεται ΄΄‘ς σην υείαν΄΄ το παρόν έδωσε και ο θεός Ορφέας, που άκουσε το χτύπημα των ποτηριών και κατηφόρισε με τη λύρα του στην παρέα μας. Μεταμορφώθηκε σε Γιώργο Στεφανίδη και άρχισε να άδει σε μια παράξενη γλώσσα, όπως θ’ έλεγε και ο μακαρίτης Καβάφης, ομόηχη με αυτήν των θεών. Δεν πέρασε ώρα πολλή όταν φάνταξε με την παρουσία της η θεά Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Στέφανο Στεφανίδη και άρχισε να μας μιλά για τη δύναμη και την αξία της παράδοσης ,για το ποντιακό ζήτημα και τις προοπτικές του. Μίλησαν και άλλοι θεοί για το χορό και το τραγούδι του Πόντου στο όνομα του Νίκου και Θόδωρου Πιλαλίδη. Ήταν τόσο πειστικοί, που ενθουσίασαν τον Κώστα Τριανταφυλλίδη, πετάχτηκε σαν αίλουρος και άρχισε να χορεύει σαν άλλος Ζορμπάς τον Πυρρίχιο μόνος του. Γι’ αυτήν την κληρονομιά μιλούσαμε ασταμάτητα, γιατί οι θεοί την προστάτεψαν να ζήσει και να μακροημερεύσει σαν κάτι πολύτιμο. Πέρασαν χιλιάδες χρόνια από τότε, που οι θεοί γλεντοκοπούσαν γύρω από το ολύμπιο τραπέζι ενώ εμείς ως εκ θαύματος τη διατηρούμε ακόμα .
Μόνο τελευταία κάποιες αόρατες δυνάμεις, κάποιοι ημίθεοι της αλλοίωσης και της καταστροφής ζήλεψαν το μεγαλείο της συνέχειας και βάλθηκαν να μας κιοτέψουν και να χαλάσουν αυτό που είμαστε, τα παιδιά του Δία και της Περσεφόνης.
ύστερα από αυτά αποφασίσαμε να ανέβουμε όλοι μαζί το μονοπάτι του Ενιπέα, να ξαναβρούμε τον Ορφέα μας και να του πούμε, πως οι Πόντιοι δεν χορεύουν και δε τραγουδούν τα τραγούδια του, αλλά κάτι άλλα ξενόφερτα, που τα ονόμασαν νέα, σύγχρονα, μοντέρνα. Τότε ο Δίας, μόλις τ’ άκουσε, έγινε θεριό ανήμερο. Σήκωσε τους κεραυνούς του έτοιμος να τους ρίξει στα κεφάλια των ΄΄ εκσυγχρονιστών και μοντέρνων΄΄ που τόλμησαν να καταστρέψουν το μουσικό στερέωμα της δημιουργίας του.
Τότε ακριβώς ο Στεφανίδης άρχισε να παίζει τον ΄΄Ακρίτα΄΄ και να τραγουδά σαν απολλώνιος θεός : ΄΄ Ακρίτας κάστρον έχτιζεν, Ακρίτας περιβόλι …΄!΄ Σαν τ’ άκουσε ο Δίας, με μιας γαλήνεψε η ψυχή του. Χαμογέλασε γεμάτος ικανοποίηση και κατέβάζοντας τους κεραυνούς από τα χέρια του άρχισε να σιγοψιθυρίζει στον ίδιο ρυθμό.- ΄΄ Σ’ έναν ομάλ’, σ’ έναν λιβάδ’ ‘ς σ’ έναν ‘πιδέξιον τόπον…..!΄΄
Αφού υποσχεθήκαμε στο Δία, ότι θα προστατέψουμε τα πνευματικά του δημιουργήματα με όλες μας τις δυνάμεις , τον αποχαιρετίσαμε κοντά στο ηλιοβασίλεμα, που άρχιζε να φωτίζει το θρόνο του και αναχωρήσαμε περιχαρείς νιώθοντας έντονα τους θεϊκούς παλμούς να χτυπούν στην καρδιά μας.
Πίστεψα αληθινά, πως συντροφιά με τους θεούς του Ολύμπου μπορεί το φιλικό συναπάντημα να πάρει μορφή και χαρακτήρα ενός μουσικού και πνευματικού συμποσίου. Ένιωσα τη λύρα να προσπαθεί να σαγηνεύσει τον μεγάλο ωτακουστή στην κορυφή του Ολύμπου, τον μυθικό Ορφέα, που μας έμαθε να τραγουδάμε ακόμα : ΄΄και με το κεμενζόπον μου, ‘ς σον Άδ’ θα κατηβαίνω…..!