‘-Έεε Γιάννε, ντ’ εφτάς;
-Τσιπ καλά, Χάμπο, Τσιπ καλά. Εσύ;
-Τι λες, Γιάννε, όπως πήγε αργά για καφέ, πίνουμε ένα τσιπουράκι;
-Μια γράπα;
-Γράπα, γκράπα, τσίπουρο χωρίς…όπως θες πες το.
-Ξες πως οι παλιοί, τσίπουρο εννοούσαν με γλυκάνισο; Το χωρίς είναι πιο νέα μόδα…
-Σωστά, Γιάννε, είναι νέα μόδα το χωρίς. Πετράκη, φέρε δύο τσιπουράκια, με ωραίο μεζεδάκι, να σιάξει το μέσα μας…να ‘ρθούμε να στηλωθούμε.
-Τι είπες τώρα, Χάμπο; Τι μου θύμισες;
-Τι, Γιάννε; Ελπίζω κάτι καλό.
-Και πολύ μάλιστα. Άκου, λοιπόν μιαν ωραία ιστορία με τα ποτά – φάρμακα. Εγώ, που λες, πιο νέος, κατέβαινα συχνά στη Σαλονίκη.
-Θυμαμαι, Γιάννε. Τέλος ’80 αρχές ’90, που σε χάναμε που στην ηλεκτρονική εφημερίδα e-ptolemeos, στην εφημερίδα Πτολεμαίος, έντυπη καταχώρησή της σε βρίσκαμε, στη Σαλονίκη!
-Ναι, Χάμπο. Χρήματα υπήρχαν. Μετρημένα, αλλά ίσα για να πάω δύο φορές το μήνα να ακούσω κανένα ωραίο τραγουδάκι, κανένα καλό μπουζουκάκι, ίσα για τόσο, το μπορούσα.
-Ήξερες που πήγαινες. Σε μικρά και ωραία μαγαζιά πήγαινες. Όχι στις πίστες!
-Εκεί, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο μαγαζί, γνώρισα έναν ωραίο μουσικό. Συνομιλικός μου. Είχε έρθει απ’ έξω. Παλιός ρόκας, μόνο που αγάπησε το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Αγάπησε το μπουζούκι και το ‘ μάθε όσο κανείς. Και πότης, Χάμπο. Γέρος πότης!
-Όχι σα κι εμάς. Ένα ποτό και τέρμα…
-Κι αυτός ένα έπινε, αλλά ένα μπουκάλι ουίσκι στην καθησιά. Κι έπαιζε στο μαγαζί κι έριχνε τα ταξίμια του και ξημερώναμε με το μπουζούκι.
-Του άρεζε να παίζει.
-Γι’ αυτό ζει. Ακόμα μέχρι σήμερα…Το ίδιο όπως τότε…Έχει και ωραία φωνή. Παίζει λες και είσαι παρέα…Άμα ήμασταν λίγοι, ούτε μικροφωνική δεν έβαζε. Έπαιζε κι έπινε. Στο τέλος ερχόταν κι απ’ το τραπέζι μου.
-Σε γνώριζε πια…
-Είχαμε γίνει φίλοι πια. Ο θείος τον φώναζαν. Παρατσούκλι. Του έβαζα ένα από ο,τι έπινα στο ποτήρι του κι αυτός έλεγε, “Βάλε και στο δικό σου”.
-Δεν έπινε μόνος;
-Το ποτό θέλει παρέα, Χάμπο. Καμία φορά τον έλεγα,ας μην πιω άλλο θείο, πονάει το κεφάλι μου. “Πονάει το κεφάλι σου” μ’ έλεγε, “πιες μια μπίρα, θα στρώσεις”.
-Φαρμακο η μπίρα!
-Για τον πονοκέφαλο. Άμα του έλεγες, παράδειγμα λέω τώρα, πιάστηκα στα πλευρά, κρύωσα φαίνεται, “πιες ένα κονιακάκι να σιάξεις” σ’ έλεγε.
-Σωστό, αυτό κι εγώ το ξέρω.
-Άμα τον έλεγες έχω καούρες στο στομάχι, “πιες ένα ουίσκι” σ’ έλεγε, “θα ησυχάσεις”.
-Για κάθε νόσο και ένα ποτό.
-Έτσι, Χάμπο, ένα ποτό – φάρμακο, για κάθε αρρώστεια. Ο θείος…καλή του ώρα…έμαθα δε πίνει πια…
-Έεε Γιάννε, κάποτε το καλύτερο φάρμακο για την υγεία σου είναι να μην πίνεις…
-Τα τσίπουρα σας…
-Να ‘σαι καλά Πετράκη! Άιντε γεια μας…