Οι Φωτογραφίες είναι από το Αρχείο του Μιχάλη Καραβέλα. (Μιχάλης- Λίτσα Καραβέλα. 1969 Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας.)
Με πόνο ψυχής συνοδεύσαμε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου τη Λίτσα Καλαϊδοπούλου- Καραβέλα στο μακρινό της ταξίδι .
Η Λίτσα υπήρξε ένας ακέραιος άνθρωπος με αξίες και πλούσια ψυχικά χαρίσματα. Μια ευγενική ποντιακή ψυχή, που απέπνεε, σε όσους την γνώρισαν, μια αστείρευτη πηγή γνώσης και έμπνευσης.
Η ποντιακή της καταγωγή από Σάντα και Δίρχα συγκροτήθηκε με ατέλειωτα συναισθήματα που της μετέφεραν οι πολυβασανισμένοι προγονοί της.
Ως φοιτήτρια του Α.Π.Θ. βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην πρωτοπορία της ανάδειξης του ποντιακού πολιτισμού. Υπήρξε ανεκτίμητη η προσφοράτης στη διαμόρφωση της ποντιακής σκέψης και έκφρασης. Επιμελήθηκε και παρουσίασε τις πρώτες ραδιοφωνικές εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης Θες/νίκης. Ποιός δε θυμάται την εκφραστική φωνή, τον γλαφυρό και ποιοτικό της λόγο, που συνόδευε τον πόντιο λυράρη Γώγο Πετρίδη;
Σε όλη της τη ζωή ως καθηγήτρια μελέτησε την ποντιακή ιστοριογραφία και μαζί με τον σύντροφό της Μιχάλη υπηρέτησαν με συνέπεια την οργανωτική και ιδεολογική ανασυγκρότηση και προβολή του ποντιακού ζητήματος.
Η διανοητική συμβολή της υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση διεκδικητικής δομής για την ιστορική μνήμη και αυτογνωσία στον ποντιακό χώρο.
Έγραψε πλήθος εισηγήσεων και κειμένων αναδεικνύοντας τον ρόλο του ποντιακού πολιτισμού στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες.
Η Λίτσα με τη στάση ζωής δικαίωσε την πόντια ‘κοδέσποινα του ακριτικού τραγουδιού, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε. Άξια σύντροφος ,μάνα και εκπαιδευτικός, κέρδιζε πάντα την εκτίμηση των συνομιλητών της. Ηευθιξία, ηπαρρησία και η τεκμηρίωση για το δίκιο και τον ορθολογισμό ήταν ο πολιτισμός της.
Εκφράστηκε πάντα ανεπιτήδευτα χωρίς προβολή και ιδιοτέλεια, επιτελώντας απλά το χρέος της στον ιδεολογισμό και στην πατρίδα. Την πατρίδα που επισκέφτηκε και προσκύνησε τον Ιούλιο του 1986 αφήνοντας ένα δάκρυ στα άγια χώματά της..
Λίτσα, όσοι σε γνωρίσαμε, νιώθουμε σήμερα την απώλεια μιας μεστής και γόνιμης σκέψης,που τιμούσε και προήγαγε τις αξίες και τον άνθρωπο.
Ο ποντιακός Ελληνισμός θα σε ευγνωμονεί πάντα.
Η ρήση, που σου άρεσε και έλεγες πάντα εξακολουθεί να μας εμπνέει: Ανέβα στους ώμους των προγόνων σου για να δεις πέρα από τα τείχη των καιρών σου..!΄΄
Το κατευόδιο μου είναι ένα εγκάρδιο αντίο στην μνήμη σου…!
Στη Λίτσα ΚαλαϊδοπούλουΚαραβέλα
Λίτσα, π’ εχπάστες και θα πας, π’ εσκώθες και θα φεύςι.
Ατσά γιατί αγληγορείς κι ας σον πουρνόνεσκώθες;
Γιάμ’ τα μουράτια σ’ επέρες και τα χαβάσιασ’είδες
σ’ αβού τον κόσμον, τ’ άκλερον, αμουρατσούης‘κ’ ευρέθεν.
‘Σύέσνε τη ραχίτεπέν και τη γραμμάτ’ η άφνα,
τ’ επουρανούσορσότενα και τη λογού η ράφτρα.
Τ’ εμέκια σ’ είναι απλέρωτα, τα καμασία σ’πλέα
κι άλλο πολλά τα έργατα σ’, τα γραψιμάτια σ’ ζέα..
‘Σύέσνεβαρυτίμετος κι αρχοντοπαινεμέντσα,
τη κοσμίέσνε το τσιτσέκ και τ΄οσπιτίοτζάκι,
πατρίδας καλαντόνερον, κι ορμανίτουτουγιάνι.
‘Σύέσνεκόρ’ τη παρχαρί ,τη Ρωμανίας μάνα,
τη τραγωδίκελάηδεμαν και τη χορίταμάμα.
Όλεν ο κόσμονδέκρωσεν και τ’ οσπίτι σ’ εκάεν
και το ζουμάρ’ αζούμωτον κι ανίβαιτονεπέμνεν..!
Όθεν κι αν πας τσιμένοπα ,πατρίδας τσιτσεκόπα,
Μανουσακόπα, αμάραντα και Παναϊας δάκρυα.
Τον χάρον περιγέλασες, τον χάρον ‘κ’ εφοέθες,
τον χάρον, τον ασπλάχνετον και τον γυναικωτόν ι..
Κρύα νερά, τρεχούμενα, ν’ εβρίουνταν ‘ς ση στράτα σ’
δεντρόπαπαρχαρόκλαδα, πατρίδας τραγωδίας..
Ούλοι τη αδ’ οι έμορφοι οι ‘κοδεσποινεμένες,
εξέβαν κι αναμέν’ν ε ‘σενας σο γυναικαρείον,
έμαθανε ες κ’ έρχεται τη γηςπαρχαρομάνα,
‘κοδέσποινα πεντάμορφος, ζουπούναςφορεμέντσα
και έστρωσαν τα χρυσοπλούμ, τα χρυσαναλλαγμένα,
‘ς σ’ οτάδεςδιπλοθάλαμα, στόλιατονατεμένα.
Αέτςυέβ ‘ς σ’ αρχοντικούς ,‘ς σ’ αρχοντοτιμημένους.
Έμαθεν α’ κι αρχάγγελον,Γώγον ο πατριάρχης ,
κ’ εφόρεσεν τ’ αγγελικάτ, ν’ έρται ‘ς σηναπαντήνι σ’,
να παίζχοροντικόνκαϊτέν το:΄΄λάλ’ ‘με κι ας λαλώ ‘σε…΄΄
Ν’ ακούν ατο οι πονεμέν’,αζώετοι και κλαίνε ,
ν’ ακούνατο κι αχάρετοι, τη άδ’ οι σεβταλήδες…!
Έπαρ’ με τ’ εσέν το κοντύλ,έπαρ’ μελανοκούτι,
να γράφτς και απογράφς ατά τη κόσμονος τα τέρτια ,
τη κοσμί τα παράπονα, τα τράβαλα, τα πόνια…
Άντσαχ εσύ θα τογραεύ’ς τη χάρενας την κάρδιαν,
εσύ εξέρτς να αγλαθαίεις και καταθέκ’ς τον λόγον…!
Τσιμενομένονδίστράτον ,σκουντουλιμένον τόπον,
ν’ ευρήκ’ς και αναπάεσαι , ν’ ευρήκ’ς και δικαιούσαι…!