Οι έντιμοι πνευματικοί άνθρωποι σε μια περίοδο δυσκολίας, δοκιμασίας, απογοήτευσης και θλίψης του λαού είναι μαζί του, όχι απέναντί του. Οι έντιμοι πνευματικοί άνθρωποι το έπραξαν το 1821, το 1921, το 1922, το 1940, οφείλουν να το πράξουν και τώρα όσοι τιμούν ακόμη το πνευματικό τους ανάστημα και θέλουν να μείνουν στην Ιστορία και στη συνείδηση του λαού μας ως περήφανοι Άνθρωποι και ως αξιοπρεπείς Έλληνες
Ένας από αυτούς , ο ποιητής Κ. Βάρναλης δε σιώπησε, ούτε κρύφτηκε, ούτε φοβήθηκε όπως γράφει ένας άλλος σπουδαίος ποιητής μας , ο Μ. Αναγνωστάκης, αλλά όταν έμαθε ότι μεταπολεμικά, οι πρώην συνεργάτες των Ναζί δικάζουν τον ασυμβίβαστο πεζογράφο Μ. Λουντέμη, φόρεσε τα πιο καλά του ρούχα και εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Εκεί απαντώντας στην ερώτηση του προέδρου του εάν είναι ένοχος ο κατηγορούμενος είπε τα εξής μοναδικά λόγια που αξίζουν να διδάσκονται στα σχολεία:
«Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις;
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο;
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».
Όπως και ο Βάρναλης έτσι αργότερα κατά διάρκεια της δικτατορίας, ο Νομπελίστας Γ. Σεφέρης δε σιώπησε για να γίνει αρεστός, αντιθέτως, γνωρίζοντας ότι ο λαός περιμένει από αυτόν και τον κάθε αληθινό πνευματικό άνθρωπο να μιλήσει, έπραξε αυτό που του υπαγόρευε η συνείδησή του, το καθήκον του και το χρέος του. Και βεβαίως δεν σκέφτηκε το τι θα χάσει, λέγοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής :
«[…] μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας […]. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. […] η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».
«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα όπου οι πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι δε σιώπησαν, διαπιστώνουμε με μεγάλη λύπη τη σημερινή φλυαρία και σιωπή των λεγόμενων διανοουμένων, για την καταστροφή, για τα ψέματα, όπως γράφει ο Λουντέμης: «Τα τελευταία χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της Ιστορίας. Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπονταν τα στόματα που τα ‘λεγαν».
Πάλι ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τις επιλογές που έχει ο άνθρωπος στη ζωή του, για αυτές που σκέπτεται τέτοιες ώρες που γίνεται ο απολογισμός της χρονιάς:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη. Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Eγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη….
Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα».
Και όπως συμπληρώνει ο άλλος Νομπελίστας ποιητής μας ο Ο. Ελύτης <<ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους>>.
To 2021 κλείνει με πνευματική χρεοκοπία, η οποία προϋπήρξε και συμβαδίζει πλέον και με την οικονομική, την κοινωνική, την εθνική. Βασικοί υπεύθυνοι, μαζί με τους εκπροσώπους του αποκαλούμενου πολιτικού προσωπικού, για τα ψέματα, για τα «ελώδη στεκάμενα νερά», είναι και οι λεγόμενοι διανοούμενοι. Δυστυχώς δεν έμοιασαν, δεν ακολούθησαν , δεν συμβάδισαν με τους κορυφαίους του Ελληνισμού που έβαλαν το καθήκον τους προς την Πατρίδα πάνω από τα συμφέροντα…..