Την Τετάρτη 18 Μαρτίου συμπληρώθηκαν δεκαεννιά χρόνια από το θάνατο του ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Οδυσσέα Ελύτη. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911. Το πραγματικό όνομα του ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης, το οποίο ωστόσο δεν ήθελε να χρησιμοποιεί επειδή όπως αναφέρει ο ίδιος: «είναι συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». Ο Ελύτης είναι γιος του εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας Παναγιώτη Αλεπουδέλη. Αν και η επιθυμία των γονιών του είναι να σπουδάσει χημικός αυτός ξεκινάει σπουδές Νομικής. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήθελε έστω μόνο ονομαστικά να αποστασιοποιηθεί απ’ την οικονομική ευρωστία της οικογένειάς του. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος γύρω από το ζήτημα αυτό είπε: «Τον επέκρινα- και τούτο είχα πει στα ίσια και µετά δεν µου µίλαγε. Ήταν τεµπέλης. Ήταν από πλούσια οικογένεια και ζούσε µια ζωή µε το χαρτζιλίκι της µαµάς του και των αδελφών του για να είναι απερίσπαστος και να γράφει ποίηση. Μα είναι δυνατόν, επειδή είσαι ποιητής, να τεµπελιάζεις και να τρέχεις µε τις πιτσιρίκες;». Μια θεωρία γύρω από το ψευδώνυμο του είναι πως η συλλαβή Ελ- συμβολίζει την Ελλάδα ή την ελιά που και πάλι είναι ένα σύμβολο «ελληνικότητας». Υπάρχουν άλλες τρεις εκδοχές του ψευδωνύμου Ελύτης: το όνομα Eluard (Ελιάρ) και οι λέξεις elite (ελίτ) και αλήτης.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του γίνεται το 1939 με την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Το 1943 δημοσιεύει τον «Ήλιο τον πρώτο». Από το 1945 συνεργάζεται με το υπερεαλιστικό περιοδικό «Τετράδιο». Ήδη από το 1935 γνωρίζεται με τον υπερεαλιστή ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο. Το 1936 συνδέεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και φτιάχνουν μια παρέα την οποία αποτελούν οι Γιάννης Μόραλης, Χατζηκυριάκος Γκίκας και ο ποιητής και εκδότης Νίκος Καρύδης. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ελύτης κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό ως ανθυπολοχαγός. Ο βαρύς χειμώνας του 40’ τον βρίσκει στο αλβανικό μέτωπο. Ένα χρόνο μετά, έχοντας κινδυνέψει να χάσει τη ζωή του από κοιλιακό τύφο μεταβαίνει στην Αθήνα. Το έργο του «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» δημοσιεύεται το 1945.
Το 1958, μετά από καλλιτεχνική απουσία σχεδόν δεκαπέντε χρόνων, ο Ελύτης δημοσιεύει μερικά αποσπάσματα από το «Άξιον Εστί» στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Τελικά ολόκληρο το έργο εκδίδεται το 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το 1979 κερδίζει το βραβείο νόμπελ. Από τότε και μέχρι το θάνατό του διανύει μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο κατά την οποία εκδίδει πολλά σημαντικά ποιητικά έργα, δοκίμια και μεταφράσεις.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της λεγόμενης γενιάς του 30’. Οι λογοτέχνες της γενιάς αυτής παραγματεύονται το ζήτημα της «ελληνικότητας». Σε προηγούμενο άρθρο, που αφορούσε έναν άλλο μεγάλο της περιώνυμης γενιάς, το Γιώργο Σεφέρη, είπαμε πως η γενιά του 30’ επεξεργάστηκε στα έργα της το ζήτημα του «ένδοξου» παρελθόντος και την διαλεκτική σχέση του με την νεοελληνική πραγματικότητα. Επίσης, πως η γενιά του 30’ επεξεργάστηκε το ζήτημα της ελληνικότητας με τέτοιο τρόπο που δεν αποτελεί απροβλημάτιστο εθνοκεντρισμό ή απλή αξιοποίηση στοιχείων της παράδοσης σε κάποιο λογοτεχνικό ή ζωγραφικό έργο αλλά συνθήκη που επιτρέπει την συνομιλία παρελθόντος – παρόντος, ζωντανών – νεκρών.
Ο ίδιος έχει πει για την Ελλάδα: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».