Τρία σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου, με τα οποία χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας κατά περίπου δύο με τρεις ποσοστιαίες μονάδες, έχει στο συρτάρι του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και, υπό το φως των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων, καλείται να επιλέξει ένα εξ αυτών το επόμενο διάστημα που απομένει ως την προκήρυξη των εκλογών.
Στόχος της κυβερνητικής ηγεσίας είναι να αυξηθούν οι πιθανότητες να αποκτήσει η χώρα κυβέρνηση που να διαθέτει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής, χωρίς να χρειαστεί να γίνουν περισσότερες από δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αφού με η πρώτη, η οποία θα γίνει με την απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι αδύνατο να οδηγήσει σε βιώσιμη κυβερνητική λύση.
Τον περασμένο Μάρτιο, οπότε τέθηκε για πρώτη φορά το θέμα στα ενδότερα του κυβερνητικού επιτελείου, ο κ. Μητσοτάκης, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ζήτησε από τους συνεργάτες του να του ετοιμάσουν σχετικές εισηγήσεις. Και αυτό διότι άρχισε να συνειδητοποιείται ότι το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους προς το πρώτο κόμμα, το οποίο νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση, δύσκολα θα έδινε μονοκομματική κυβέρνηση, αφού προνοούσε πλειοψηφία άνω του 38,5%.
Πρώτη εναλλακτική: Με μια τροπολογία μιας… γραμμής να επανέλθει το προηγούμενο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και ειδικά στην τελευταία εκδοχή του με το μπόνους των 50 εδρών που είναι γνωστή ως «νόμος Παυλόπουλου» και έδωσε κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων αφού για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης ο πήχης τίθεται στην περιοχή του 36%.
Δεύτερη εναλλακτική: Να τροποποιηθεί ο ψηφισμένος νόμος με το κλιμακωτό μπόνους έτσι ώστε το πρώτο κόμμα να αρχίσει να ενισχύεται με μια επιπλέον έδρα για κάθε 0,5% που λαμβάνει μετά το 20% αντί για το 25% που ισχύει τώρα. Με αυτόν τον τρόπο, ο νικητής των εκλογών μπορεί να αποσπάσει πλειοψηφία 151 εδρών με ποσοστό λίγο πάνω από το 35%.
Τρίτη εναλλακτική: Να προβλεφθεί επιπλέον μπόνους που να σχετίζεται με το προβάδισμα το οποίο χωρίζει το κόμμα που κόβει πρώτο το νήμα της κάλπης από εκείνο που κατατάσσεται στη δεύτερη θέση. Για κάθε μονάδα διαφοράς να πριμοδοτείται με μια έδρα, πρόνοια που επίσης μπορεί να κατεβάσει τον πήχη της αυτοδυναμίας κατά δύο ή τρεις μονάδες χαμηλότερα από τον προβλεπόμενο στο ψηφισθέν από τη σημερινή κυβέρνηση νομοθέτημα, που με βάση το Σύνταγμα θα εφαρμοστεί στη μεθεπόμενη αναμέτρηση.
Η κυβερνητική επιχειρηματολογία
Αν και οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί, καθώς ο πρωθυπουργός, ο οποίος στο πρόσφατο παρελθόν είχε αποκλείσει μια νέα αλλαγή, φέρεται να μην έχει αποφασίσει, ως επικρατέστερη εκδοχή προβάλει η επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου». Όσοι το εισηγούνται υποστηρίζουν ότι οι αντιδράσεις που είναι βέβαιο ότι θα εγερθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να αποκρουστούν με δύο επιχειρήματα: Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση με αυτό το σύστημα, αρκούμενος στη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Και, δεύτερον, ότι, εφόσον πιστεύει ότι θα νικήσει στις επόμενες εκλογές, δεν μπορεί παρά να θέλει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
«Αυτή τη στιγμή πορευόμαστε με όσα έχει πει ο πρωθυπουργός. Εκλογές θα γίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας γιατί η χώρα δεν αντέχει πρόωρες εκλογές. Πορευόμαστε με τον παρόντα εκλογικό νόμο. Δεν σκέφτομαι αλλαγή εκλογικού νόμου αλλά σκέφτομαι την κυβερνητική σταθερότητα. Η χώρα δεν αντέχει κυβερνητική αστάθεια» είπε ο κ. Γεραπετρίτης. Και αμέσως μετά επικαλέστηκε το παράδειγμα της Ιταλίας που «ταλανίζεται από κυβερνητική αστάθεια η οποία έχει οδηγήσει σε πολύ μεγάλη διολίσθηση της οικονομίας».
«Εξαιτίας της τοξικότητας που υπάρχει στο πολιτικό σύστημα καθίστανται δύσκολες οι συνεργασίες. Το ΚΙΝΑΛ λέει ότι δεν συνεργάζεται με το πρώτο κόμμα. Δεν μπορεί να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι διαμορφώνεται κλίμα που δεν ευνοεί τις συνεργασίες. Η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη. Θα τάξει ο ελληνικός λαός όλους μας σε μία θέση» κατέληξε ο υπουργός Επικρατείας.
Λίγη ώρα αργότερα, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου απέφυγε επιμελώς να διαψεύσει ότι η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά πλέον το ενδεχόμενο να αλλάξει τον νόμο για να διευκολύνει τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που χρειάζεται η χώρα.