-Γεια σου, Χάμπο. Εσύ ήρθες νωρίς, ή εγώ άργησα;
-Εσύ, αργείς τελευταία, Γιάννε, κι ο άλλος, ο Θρακιώτης, χάθηκε! Τι έγινε; Ευτυχώς χθες που είδα την κόρη του, τη Θεγοδοσία και τη ρώτησα και με είπε: “Μία χαρά είναι, μη βάζετε κακό με το μυαλό σας, κύριε Χάμπο, κάτι μαστορεύει”, με είπε. Βρε, εγώ βάζω! Τι να κάνω; Έτσι είμαι, βάζω!
-Κάτσε να παραγγείλω καφέ και θα σε πω. Ξέρεις περνάω από κει για. Πετράκη…ένα καφέ, με μεζέ σε παρακαλώ.
-Τι είπες τώρα, Γιάννε; Τι μεζέ να βάλω στον καφέ;
-Είδες τι έπαθα Πετράκη; Κάνε τον καφέ εσύ. Λανθάνουσα γλώσσα λέει την αλήθεια. Σκεφτόμουν πως μια χαρά θα έπινα τώρα ένα τσιπουράκι και είπα ότι είπα.
-Καφέ;
-Καφέ! Που λες, Χάμπο, να σε πω για τον Κάκκο.
-Να με πεις για, Γιάννε. Μ’ έσκασε ο σασκίνης! Τι κάνει και χάθηκε;
-Τι κάνει; Ξέρεις για να έρθω εδώ, θέλω δε θέλω περνάω από το σπίτι του.
-Έεε ναι. Αν είναι στην αυλή του τον βλέπεις.
-Ακριβώς, Χάμπο. Τρεις μέρες συνέχεια τον βλέπω στην αυλή του να μαστορεύει κάτι.
-Σώπα, βρε Γιάννε. Τρεις μέρες συνέχεια; Και τι κάνει ο ντρουρντουβάκης και χάθηκε απ’ τον καφενέ;
-Την πρώτη μέρα που τον είδα έστηνε ένα στύλο, σα κοντό τηλεγραφόξυλο, μέσα σε μια τρύπα που είχε ανοίξει στο χώμα. Κάπου απάνεμα αλλά μακρυά από τοίχους. Τον πέτυχα που έστηνε το στυλό και έριχνε το τσιμέντο στην τρύπα. “Τι κάνεις εκεί, Κάκκο”, τον λέω; Μου λέει: “Κάνω ένα σπιτάκι για την καρδερίνα μου, όταν είναι έξω στον φρέσκο αέρα, να είν’ εκεί πάνω ασφαλής”!
-Ασφαλής, έεε; Και από τι;
-Αυτό τον ρώτησα κι εγώ. “Να μην το φάει καμία γάτα”, με λέει, “είν’ μικρό και απονήρευτο γι’ αυτό παίρνω τα μέτρα μου. Αφού βλέπει γάτα και δε φουρλουντάει”.
-Κι αν σκαρφαλώσει η γάτα στο στύλο, τι είν’ μετά να το φάει;
-Μα αυτό ακριβώς τον ρώτησα κι εγώ, Χάμπο. Χθες που πέρασα θα έβαζε το κλουβί. Αλλά πρώτα τον βλέπω να βάζει ένα πάτωμα στην κορυφή του στύλου, κάθετα, με διάμετρο ένα μέτρο το πάτωμα κι από πάνω θα ‘βαζε το κλουβί. “Έεε”, με λέει, “δε βλέπεις το πάτωμα. Πως να περπατήσει ανάποδα η γάτα; Αλλά πάλι…”.
-Έεε και μη με πεις πως ακόμα μαστορεύει;
-Κι όμως. Σήμερα το πρωΐ που πέρασα από κει, τον βλέπω που έβαζε κι άλλα εμπόδια στο στύλο. Αφού τον άλειψε όλον από πάνω μέχρι κάτω με γράσο, τον τύλιξε και με συρματόπλεγμα. Πολεμική μηχανή το έκανε το σπιτάκι της καρδερίνας.
-Βρε τον αχμάκη! Μπορεί να ανέβει γάτα σ’ αυτή την κατασκευή; Και το πολεμάει ακόμα;
-Ναι, Χάμπο. Του λέω “Κάκκο, φτάνει! Πάμε στον καφενέ να πιούμε κάνα καφέ, να πούμε κάνα μασλάτι. Καλά είν’ μέχρι εδώ η κατασκευή σου. Που να βγει γάτα εκεί πάνω;”. Και με λέει κι αυτός: “Τι λες, Γιάννε, κι αν είν’ καμία επιτήδεια!”.