Ο επίσκοπος και Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, προς τον ιερό κλήρο με αφορμή την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου:
“Αγαπητοί μου αδελφοί και αγαπητές μου αδελφές εν Χριστώ,
Γιορτάζουμε σήμερα τον θάνατο της πλατυτέρας των Ουρανών, της αγκαλιάς και της Μητέρας όλων των εθνών και των λαών, που η παρουσία της ξεχείλισε τους ναούς, όπως στοχαστικά έγραψε στους στίχους του ο ποιητής μας Άγγελος Σικελιανός. Γιορτάζουμε τον θάνατο της γυναίκας που έφερε στον κόσμο την όντως ζωή, τον Χριστό, και μας απελευθέρωσε από τα δεσμά του θανάτου και της φθοράς. Ο θάνατός της, όμως, αποδείχτηκε ένας απλός ύπνος· γι’ αυτό τον ονομάζουμε «κοίμηση».
«Πώς εκείνη που γέννησε την πηγή της ζωής μεταφέρεται διά μέσου του θανάτου προς τη ζωή; Να ονομάσουμε θάνατο αυτό το μυστήριο που συμβαίνει; Αλλά, αν και χωρίστηκε η παναγία και μακαρία ψυχή της Θεοτόκου από το πανευτυχές και αμόλυντο σώμα της –όπως συμβαίνει με τον θάνατο κάθε ανθρώπου–, το σώμα της δεν παραμένει μόνιμα στον θάνατο ούτε διαλύεται από την φθορά. […] Διότι, αυτής της οποίας η παρθενία έμεινε άθικτη όταν γεννούσε τον Θεάνθρωπο, αυτής και το σώμα –όταν ήλθε η ώρα να αναχωρήσει από τον παρόντα κόσμο– φυλάχτηκε αδιάλυτο και μετατέθηκε προς καλύτερη και θειότερη ζωή στους απέραντους αιώνες», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.[2]
H Εκκλησία ονομάζει «κοίμηση» τον θάνατο της Θεοτόκου. Είναι ο πρώτος θάνατος που ονομάστηκε κοίμηση, καθώς η Εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου είδε να εφαρμόζεται απόλυτα ο λόγος του Κυρίου για τον θάνατο ως ύπνο, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου· «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτὸν» (Ιω 11:11): «Ο φίλος μας Λάζαρος έχει κοιμηθεί, αλλά εγώ πηγαίνω να τον ξυπνήσω».
Ο θάνατος της Θεοτόκου ήταν κοίμηση και ύπνος· αυτό απέδειξε η ίδια, με τη χαρά και τη μακαριότητα που τον υποδέχθηκε. Όμως, ο θάνατος της Παναγίας μαρτυρείται ως απλή κοίμηση, κυρίως, από την ένδοξη μετάσταση του σώματός της στον ουρανό, τρεις ημέρες μετά τον θάνατό της. Κατά την παράδοση και τη διδασκαλία πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων, δύο παράδοξα και θαυμαστά γεγονότα ακολούθησαν την Κοίμηση της Θεοτόκου: πρώτον, ότι το σώμα της δεν γνώρισε τη φθορά του τάφου· δεύτερον, ότι, την τρίτη ημέρα, μετά τον χωρισμό του από το πνεύμα, το πανάγιο σώμα της μετέστη –μεταφέρθηκε, δηλαδή, και αναλήφθηκε– στον ουρανό, αφού ενώθηκε με την ψυχή της.
Η Ανάσταση του Χριστού νίκησε όχι μόνο τον θάνατο αλλά και τη φθορά του ανθρώπινου σώματος. Η αφθαρσία του σώματος της Θεοτόκου είναι συνέπεια της Ανάστασης του Χριστού και του αγιασμού της ως μήτρας από την οποία γεννήθηκε ο Ιησούς. Κανένας τάφος και κανένα σημείο της γης δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν ενταφιασμένο και φυλακισμένο το σώμα που γέννησε τη ζωή, έγινε θρόνος της θεότητας και δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Το νεκρό σώμα της Θεοτόκου μετέστη προς τη Ζωή και η ίδια έγινε σύνοικος της Ζωής, του Υιού της, στα ουράνια.[3] «Ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν», η ουράνια βασιλεία, είναι η πιο προσφιλής κατοικία για το θεοδόχο σώμα της Θεοτόκου, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.[4]
Η Θεοτόκος έφυγε ειρηνικά, αναχώρησε από τα γήινα στον Κύριο, τον οποίο ικετεύει και παρακαλεί για όλους τους ανθρώπους.[5] Γι’ αυτό, στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: «ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», διότι η Θεοτόκος είναι παρούσα στη ζωή και τον κόσμο ως μεσίτρια στον θρόνο του Θεού· συνδέει την Κτίση με τον θρόνο του Δημιουργού, τον άνθρωπο με την αιωνιότητα.
Αυτός είναι ο λόγος που ονομάζουμε τη σημερινή ημέρα «Πάσχα» και όλοι πανηγυρίζουμε. Είναι ημέρα χαράς και ανάστασης. Είναι ημέρα νίκης και θριάμβου της ανθρώπινης φύσης εναντίον του θανάτου και της απόκτησης παντοτινής μεσιτείας στον θρόνο του Θεού.
Η κοίμηση και η μετάσταση της Θεοτόκου, μετά από τρεις ημέρες, είναι η Ανάστασή της. Η Παναγία γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που βιώνει το επίγειο τέλος –τον θάνατο– και ανασταίνεται, για να ζήσει στη Βασιλεία των Ουρανών.[6] Όμως, η Εκκλησία μας δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Ανάσταση της Θεοτόκου»· πρωτίστως, σεβόμενη την Ανάσταση του Χριστού[7] και, δευτερευόντως, για να δείξει ότι η Παναγία υπήρξε φυσιολογικός άνθρωπος.
Η μετάσταση της Θεοτόκου συνδέεται και με τον δοξασμό της στον ουρανό. Η Εκκλησία μας δέχεται και η Θεολογία μας διδάσκει ότι η Παναγία, μετά την Κοίμηση και τη Μετάστασή της, τοποθετήθηκε από τον Υιό της σε ιδιαίτερα τιμητική θέση, υψηλότερη και των αγγελικών δυνάμεων.[8]
Ο Δαβίδ θεωρώντας την ιεραρχική θέση του ανθρώπου μέσα στη δημιουργία έλεγε: «Κύριε, έπλασες τον άνθρωπο λίγο κατώτερο από τους αγγέλους» (Ψαλμ 8:6). Τώρα, όμως, με την μετάσταση της Παναγίας και την τιμητική ύψωσή της πάνω από τους αγγέλους, η δημιουργική ιεραρχία αλλάζει. Η Θεομήτωρ είναι η «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Της δόθηκε θρόνος βασιλικός και εκπληρώθηκε κατά γράμμα η προφητική ρήση του Δαβίδ: «παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου» (Ψαλμ 44:10). Τη βασιλική θέση της Παναγίας στη ζωή της Εκκλησίας τη βλέπουμε παντού· στη λατρεία δεν υπάρχει ακολουθία χωρίς αναφορά στο πρόσωπό της, στην εικονογραφία το πρόσωπο της βρίσκεται σε κεντρική θέση· η προσευχή της Εκκλησίας ζητά έντονα τις πρεσβείες της· στην υμνολογία δεσπόζει η «Ωδή της Θεοτόκου» και οι γιορτές της στολίζουν το ετήσιο στεφάνι του εκκλησιαστικού εορτολογίου. Δεσπόζει στο Άγιο Όρος, όπου τιμάται έξοχα και καθολικά, το όνομά της ακούγεται σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, ιδιαίτερα, στην πατρίδα μας, ενώ οι ποιητές και οι πεζογράφοι μας την ύμνησαν με ιδιαίτερο θαυμασμό.
Η Θεοτόκος τιμάται και δοξάζεται σήμερα στον ουρανό και τη γη ως η «Βασίλισσα πάντων»,[9] η Μητέρα, η Κυρία, η υπέρμαχος Στρατηγός, η αιώνια απαντοχή μας, «ἡ μετὰ τὸν Θεὸ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας».[10]
Αγαπητοί μου αδελφοί και αγαπητές μου αδελφές,
Ας αποστείλουμε τις ευλαβικές ευχές και προσευχές μας στην Κυρία Θεοτόκο με το μελωδικότατο δοξαστικό «Θεαρχίῳ νεύματι» του Εσπερινού της εορτής, ένα υπέροχο ποίημα, που υμνεί, δοξάζει και παρακαλεί την Παναγία:
«Με θεία εντολή, οι θεοφόροι απόστολοι συνελήφθησαν και με σύννεφα μεταφέρθηκαν από όλο τον κόσμο, και καταφτάνοντας στο πανάγιο και αμόλυντο νεκρό σκήνωμά σου, που είναι η πηγή της ζωής, το καταφίλησαν ευλαβικά.
Οι κορυφαίες ουράνιες δυνάμεις στάθηκαν δίπλα στο σώμα σου με τον δικό τους Κύριο. Και σαν ήταν κυριευμένες από ευλαβικό φόβο, ξεπροβόδιζαν το άσπιλο σώμα σου που δέχτηκε στα σπλάγχνα του τον Θεό, προπορεύονταν με τρόπο που δεν ήταν του κόσμου αυτού και αόρατα βοούσαν στις τάξεις των αγγέλων που βρίσκονταν πάνω τους:
“Να, κοιτάξτε! Η Βασίλισσα των πάντων, το παιδί του Θεού, ήρθε. Σηκώστε τις πύλες και με τρόπο υπερκόσμιο υποδεχτείτε τη μητέρα του αιώνιου και ατελείωτου φωτός, διότι μέσω αυτής ήρθε η σωτηρία όλου του γένους των θνητών. Δεν έχουμε τη δύναμη να στρέψουμε το βλέμμα μας πάνω της και είναι αδύνατο να της αποδώσουμε άξια τιμή, καθώς η υπεροχή της ξεπερνά κάθε λογική.”
Γι’ αυτό, άσπιλη και αμόλυντη μητέρα του Θεού, εσύ που ζεις αιώνια με τον ζωοδότη Βασιλιά και τέκνο σου, να προσεύχεσαι αδιάλειπτα να περιφρουρεί και να σώζει τα νέα σου τέκνα, τον λαό σου, από κάθε εχθρική επίθεση, γιατί έχουμε κερδίσει την προστασία σου.
Σε ευλογούμε λαμπρά μέχρι τα βάθη των αιώνων».
Χρόνια πολλά και ευλογημένα!
Ευχέτης όλων προς την Παναγία μας,
Ο Επίσκοπός σας,
† Ο Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
Υποσημειώσεις:
[1] Άγγελος Σικελιανός, «Δεκαπενταύγουστος του 1940», Λυρικός βίος, τόμ. Ε´, Αθήνα 1968, 123-124
[2] Ιωάννου Δαμασκηνού, Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Ἐγκώμιον Α´, ΡG 96, 713D-716B.
[3] Βλ. Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τὴν πάνσεπτον κοίμησιν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, Λόγος Α´, PG 97, 345B-348C.
[4] Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος ΛΖ´. Εἰς τὴν πάνσεπτον κοίμησιν τῆς Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 151, 465C.
[5] Βλ. Ανδρέου Κρήτης, Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, PG 97, 1100BC.
[6] Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Ἐγκώμιον Α´, ΡG 96, 713D-716B.
[7] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, «Λόγος εἰς τὴν Πάνδοξον Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Παναχράντου Θεοτόκου», Η Θεομήτωρ, Αθήνα: Αποστολική Διακονία 1995.
[8] Βλ. ό.π.
[9] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος ΛΖ´. Εἰς τὴν πάνσεπτον κοίμησιν τῆς Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 151, 465B.
[10] Ηλία Μηνιάτη, Διδαχαί και Λόγοι (1716), Αθήνα: Άρτος Ζωής 2002, 657-658.”