ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 132η ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων
Πρός τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας μας.
«Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται. Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου!»
Ἀγαπητοί μου.
Ἡ Ἐκκλησία μας διακηρύσσει σήμερα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου ὑμνωδοῦ της, ὅτι τὰ σύμπαντα γέμισαν μὲ χαρά, αὐτὴν ποὺ ἔλειπε, μὲ τὴν ἐκ Παρθένου Γέννησι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἕνα γεγονὸς διαρκές. Ὅπως εἶναι ἡ ἄχρονος ἐκ Πατρὸς γέννησι τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία συνεχῶς γεννᾶται. Ἔτσι καὶ ἡ γέννησί του στὸν χρόνο, πραγματοποιεῖται συνεχῶς. «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε». «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγενόμενος, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε». Μέγα Θαῦμα!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατὰ τὴν δοθεῖσα ἀπὸ ἁγίου Πνεύματος σοφία βλέπει καὶ θαυμάζει τὸ μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. «Ἔκλινε οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Σαὐτὴν τὴν μεγαλειώδη εἰκόνα βλέπει «τὴν χάρι, τὴν γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ ἦταν πλούσιος, λέει, ἐπτώχευσε ἑκουσίως, γιὰ νὰ πλουτήση ὁ πάμπτωχος πνευματικὰ ἄνθρωπος» (Β’ Κορ 8,9). Ὅλα συμβαίνουν μὲ ἀκρίβεια, ὅταν θέλη ὁ Θεός! Αὐτὴ ἡ ἐσχάτη πτωχεία τοῦ Κυρίου ὀνομάζεται καὶ κένωσι. Χωρὶς κένωσι δὲν μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς του. Μὲ ποιὸν ἄλλον τρόπο θὰ μποροῦσαν νὰ πέσουν συγχρόνως δέκα ἢ ἑκατὸ ἥλιοι πάνω στὴν γῆ; Μόνο μὲ τὴν κένωσι! Ἡ δὲ κένωσί Του ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψί του κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, συνεχίζει μὲ τὴν γέννησί του στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἀνέρχεται μέχρι τὴν κορυφὴ τῶν γεγονότων, ποὺ εἶναι «ἡ ἐν Σταυρῷ θεία κένωσις». Χωρὶς νὰ γίνη κάρβουνο ἡ γῆ!
Ἡ λέξι κένωσι, μὲ τὸ τόσο ἄδειο περιεχόμενό της, ἀποκτᾶ μεγαλειῶδες γέμισμα μὲ τὴ πρᾶξι τοῦ Κυρίου μας. Πράγματι ὡς λέξι, στὰ ἔγκριτα λεξικά μας, κένωσι σημαίνει τὸ ἐντελῶς ἄδειο: ἄδεια χέρια, ἄδειο στομάχι, ἄδειο κεφάλι, ἄδειο σπίτι, ἄδειο ψυγεῖο, ἄδειο ταμεῖο, ἄδειο πορτοφόλι. Γενικὰ εἶναι τὸ μάταιο καὶ ἄκαρπο. Καὶ μὲ ὅποια λέξι συντεθῆ τὸ κενὸς σημαίνει τὸ πολὺ ἄδειο. Ἂς ἀναφέρουμε μόνο τὴν κενοδοξία.
Ὅμως, στὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ἡ κένωσι σημαίνει ὅλην τὴν μεγαλειώδη βούλησι τοῦ Θεοῦ Πατρὸς νὰ ἀποστείλη τὸν Μονογενῆ Υἱόν του, γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. «…ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τῷ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος…» (Φιλιππησίους 2,5-8). Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι εἰσῆλθε στὴν χωμάτινη διάστασι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐσχάτη ταπείνωσι. «Σαρκοφόρος Θεός!» Μόνο σὲ στιγμὲς τοῦ ἐπίγειου βίου τοῦ Κυρίου ἔχουμε κάποιες σημαντικὲς ὑπογραμμίσεις τοῦ κενωθέντος μεγαλείου του. Ἔχουμε τὴν φανέρωσι τῆς ἁγίας Τριάδος κατὰ τὴ βάπτισι καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ὅπου οἱ παρόντες μαθηταὶ ἀλλοιώθηκαν τὴν θεία ἀλλοίωσι, ὥστε δὲν ἤξεραν τὶ ἔλεγαν!
Οἱ λόγοι τῶν ἁγίων μας γιὰ τὴν κένωσι τοῦ Κυρίου ὑπογραμμίζουν μὲ θαυμασμὸ τὸ γεγονός. «Ἀφοῦ καταδέχθηκε μιὰ φορὰ νὰ γίνη ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς πέρασε ἀπὸ ὅλα τὰ εὐτελῆ, γιὰ νὰ καταπατήση τὴν ἀνθρώπινη ἀλαζονεία» (Ἰω Χρυσ ΕΠΕ 6,16-18).
Ὅλη ἡ ἐπίγεια πορεία τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία διαρκὴς κένωσι. Μία ἁλυσίδα μὲ κρίκους πράξεων συνεχοῦς κενώσεως. Κένωσι ἦταν καὶ ὅταν δάκρυζε ἀνθρωπίνως, ἢ ὅταν ρωτοῦσε ποῦ εἶναι θαμμένος ὁ Λάζαρος, ἢ ὅταν κουρασμένος καθόταν στὸ φρέαρ τῆς Σαμαρείας, ἢ ὅταν μὲ τὸ σάλιο του ἔφτιαχνε λάσπη, γιὰ νὰ φτιάξη μάτια στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Παντοῦ καὶ συνεχῶς διέρχεται ἀπὸ ἀπίθανα περιστατικὰ κενώσεως, γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Τὶ μεγαλεῖο εἶδε καὶ τὸν θαύμασε τόσο ἐκεῖνος ὁ Ἑκατόνταρχος, ὅταν τοῦ εἶπε, πὼς δὲν ἀξίζει νὰ εἰσέλθη στὸν οἶκο του, ἀλλὰ πὲς ἕνα λόγο ἐδῶ ποὺ εἶσαι καὶ θὰ γιατρευθῆ ὁ δοῦλος μου!
Τέλος ὁ μέγας Χρυσόστομος δὲν διστάζει νὰ κάνη καὶ μιὰ παράτολμη σύγκρισι μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τονίση τὴν τεράστια κένωσι τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του βάζοντας ὡς μέσο συγκρίσεως τὰ κουνούπια! Ἀναρωτιέται, «Πόση τάχα νὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Τάχα νὰ εἶναι ὅση εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ κουνουπιῶν, ἢ εἶναι πολὺ περισσότερη; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ κουνούπια ἔχει μιὰ κάποια ὑπαρκτὴ ἀναλογία. Ὅμως ἡ διαφορὰ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἶναι ἀπείρως χαώδης! Θεὸς καὶ ἄνθρωπος δὲν ἔχουν καμμία σύγκρισι» (εἰς Β’ Κορ ὁμιλ Λ’ ΕΠΕ 20,150).
Αὐτὴν τὴν χαώδη διαφορὰ γέμισε μὲ τὴν κένωσί του ὁ Κύριος γεννώμενος ὡς ἄνθρωπος ὑπὸ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Διότι, «Ὅπου Θεὸς βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις» καὶ γίνονται ὅλα θεοπρεπῶς.
Ἀγαπητοί μου. Σήμερα ἑορτάζουμε αὐτὸ τὸ μέγα γεγονὸς τοῦ κενωθέντος μεγαλείου τοῦ Κυρίου μας μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν γῆ. Αὐτὸ δίνει καὶ τὸ νόημα στὴν γιορτή. Δηλαδὴ πῶς νὰ γιορτάσουμε καὶ πῶς νὰ γιορτάζουμε καὶ πῶς νὰ μὴ γιορτάζουμε. Πῶς νὰ ζοῦμε καὶ τὶ νὰ ἀποφεύγουμε. Ποιὸ εἶναι τὸ μεγάλο καὶ ποιὸ εἶναι τὸ μικρό. Ποιὸ εἶναι τὸ ψεύτικο καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἀληθινό.
Τέλος, «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθαίου 17,5 Μάρκου 9,7 Λουκᾶ 9,35). Ἂς βάλλουμε ὡς γέμισμα τῆς ζωῆς μας τὴν μεγαλειώδη κένωσι τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τότε ὅλα γύρω μας καὶ μέσα μας θὰ γλυκάνουν, θὰ διορθωθοῦν καὶ θὰ ἁγιασθοῦν.
Μετὰ ἑορτίων εὐχῶν
ἐν Χριστῷ Γεννηθέντι
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ