Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια φτωχή μητέρα με το παιδί της. Το παιδί είχε ένα όνειρο, να γίνει μουσικός. Όμως, επειδή το αγόρι αγαπούσε τη μητέρα του, ποτέ δεν της ζητούσε τίποτα. Μια μέρα, λοιπόν, που η μαμά του μικρού είχε πάει να δουλέψει, εκείνος αποφάσισε να βγει μια βόλτα. Στο χεράκι του κρατούσε ένα μικρό κλαδί, με το οποίο συνήθιζε να χτυπάει την κατσαρόλα της μαμάς του σαν τύμπανο. Ο μικρός ήξερε ότι η μητέρα του θα έλειπε ολόκληρη τη μέρα, όποτε αποφάσισε να πάει μια πιο μεγάλη βόλτα.
Καθώς προχωρούσε στον δρόμο του, βρήκε μια φτωχή κυρία, η οποία φαινόταν ταλαιπωρημένη και καθόταν κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου. Η κυρία προσπαθούσε να ανάψει μια φωτιά, αλλά τα ξύλα που είχε βρει ήταν χλωρά. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο μικρός πρόσφερε το ξύλο του στη φτωχή κυρία και εκείνη ως αντάλλαγμα του έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί. Προχωρώντας, όμως, είδε ένα φτωχό παιδί που πεινούσε και χωρίς ούτε καν να το σκεφτεί, του έδωσε το ψωμί του και το παιδί έβγαλε το παλτό του και το πρόσφερε στο αγόρι. Ο μικρός συνέχισε τον δρόμο του και βρήκε έναν κύριο με ένα γαϊδουράκι, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος από κρυοπαγήματα. Γι’ αυτό του προσέφερε το παλτό κι εκείνος το ανταπέδωσε, δίνοντας στο παιδί το γαϊδουράκι του. Το αγόρι τον ευχαρίστησε και έφυγε. Στο τέλος του δρόμου ο μικρός συνάντησε έναν στενοχωρημένο πατέρα, που δεν μπορούσε να βρει ένα γαϊδουράκι για την κόρη του που παντρευόταν. Ο μικρός τού έδωσε το γαϊδουράκι και ο πατέρας παρακάλεσε έναν από τους μουσικούς να δώσει το τύμπανό του στον μικρό.
Το παιδί γύρισε γεμάτο χαρά σπίτι του και αφηγήθηκε στη μαμά του τι είχε γίνει. Εκείνη χαμογέλασε και το έσφιξε στην αγκαλιά της. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Δανάη Γρηγοριάδου
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασί