Τι είναι οι έφηβοι λόγοι; Είναι οι σκέψεις και τα όνειρα των εφήβων του σήμερα, όσα τους πληγώνουν κι όσα τους γεμίζουν ελπίδα. Είναι οι στίχοι, τα πεζά κείμενα και τα σκίτσα τους. Σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, λοιπόν, οι μαθητές του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας τολμούν και τα παρουσιάζουν.
Ο θάνατος είναι πάντα μια έκπληξη. Κανείς δεν τον περιμένει. Ακόμα και οι ασθενείς που βρίσκονται σχεδόν στο τέλος, πάντα πιστεύουν ότι έχουν περισσότερο χρόνο. Ποτέ δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή. Όταν έρθει η ώρα, δε θα έχουμε κάνει όλα όσα θέλαμε να κάνουμε. Το τέλος πάντα έρχεται, χωρίς να μας ρωτήσει και είναι μια στιγμή στεναχώριας για τους μεγάλους και μια περίεργη στιγμή για τα μικρά παιδιά, που ευτυχώς δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον μπαμπά μου. Ο θάνατός του ήταν κάτι παραπάνω από ξαφνικός. Πέθανε στα 29 του. Ήταν νέος, πολύ νέος, αλλά ο καρκίνος δεν κάνει διακρίσεις. Πέθανε, όταν ήμουν 8 χρονών, αρκετά μεγάλη για να μου λείπει για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ίσως αν πέθαινε νωρίτερα, να μην είχα αναμνήσεις και να μην πονούσα. Όμως, όπως και να ’ταν, δεν είχα μπαμπά.
Ο μπαμπάς μου ήταν ταυτόχρονα αυστηρός και αστείος μαζί μου. Μου έδινε ένα φιλί πριν πάω για ύπνο και πολλές φορές μου διάβαζε διάφορα παραμύθια. Με ανάγκαζε να υποστηρίζω την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα με αυτόν και μου εξηγούσε όλες τις απορίες μου καλύτερα από την μαμά. Πώς γίνεται να μη μου λείπει;
Ποτέ δε μου είπε ότι επρόκειτο να πεθάνει, ακόμα και την τελευταία στιγμή. Αντίθετα, έκανα σχέδια για τον επόμενο χρόνο και για το πόσο ωραία θα περνούσαμε. Ξαφνικά, μια μέρα ήρθε η μαμά μου από το σχολείο και πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί ο γιατρός μας ανακοίνωσε τα άσχημα νέα. Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει κι εγώ ένιωσα ότι με είχε προδώσει. Ούρλιαζα στους διαδρόμους του νοσοκομείου, μέχρι που κατάλαβα ότι ο μπαμπάς μου δεν ήταν πια εδώ για να με βάλει τιμωρία και άρχισα να κλαίω.
Μετά από λίγη ώρα μια νοσοκόμα με πλησίασε, κρατώντας ένα κουτί στα χέρια της. Το κουτί ήταν γεμάτο με φακέλους κι έγραφε πάνω: «Όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής».
Δεν κατάλαβα τίποτα, είχα μπερδευτεί. Μετά η νοσοκόμα μου έδωσε ένα γράμμα και μου είπε πως ο μπαμπάς της είχε ζητήσει να μου το δώσει. Στο γράμμα έγραφε: «Όταν δε θα είμαι πια εδώ». Το άνοιξα και άρχισα να διαβάζω:
«Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, σημαίνει ότι έχω πεθάνει. Συγγνώμη. Ήξερα ότι πρόκειται να πεθάνω. Δεν ήθελα όμως να σου το πω, για να μη σε δω να κλαις. Έχω ακόμα πολλά να σου μάθω. Γι’ αυτό λοιπόν σου έγραψα όλα αυτά τα γράμματα στο κουτί, αλλά δεν πρέπει να τα ανοίξεις πριν να είναι η κατάλληλη στιγμή. Εντάξει; Με αγάπη, ο μπαμπάς σου».
Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί, μαζί μου σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου, παρόλο που δεν ήταν κοντά μου. Τα γράμματά του «Όταν παντρευτείς» και «Όταν γίνεις πρώτη φορά μητέρα» με συγκίνησαν πιο πολύ απ’ όλα.
«Τώρα θα καταλάβεις τι σημαίνει πραγματική αγάπη παιδί μου. Δεν ξέρω αν το εγγόνι μου θα είναι αγόρι η κορίτσι. Δεν είμαι μάντης, αλλά ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα, οπότε φρόντισέ το και μη λείπεις πολύ από κοντά του. Άλλαξε πάνες, κάνε μπάνιο το μωρό και, και, και…»
Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ πάντα τηρούσα τη συμφωνία με τον μπαμπά μου. Δεν άνοιξα ποτέ κανένα γράμμα πριν την κατάλληλη στιγμή. Τώρα που βρίσκομαι κι εγώ στο νοσοκομείο εξαιτίας του καρκίνου, ανοίγω το τελευταίο γράμμα.
«Γεια σου κόρη μου, τις τελευταίες μέρες μου στο νοσοκομείο σκεφτόμουν τη ζωή που έζησα. Είχα μια μικρή αλλά ευτυχισμένη ζωή. Ήμουν ο πατέρας σου και σύζυγος της μητέρας σου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να ζητήσω; Αυτό με έκανε να ηρεμήσω. Κάνε κι εσύ το ίδιο».
Υ.Γ. Μου λείπεις.
Παρασκευή Λιάγκα
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας