Κάποτε ζούσε σε μία μικρή πόλη ο Μανώλης, παιδί από γλυκιά, απλή οικογένεια. Ο Μανώλης είχε πάντα πολλή ενέργεια, που έβγαινε συνήθως παίζοντας παιχνίδια στη γειτονιά ή ακόμα και μέσα στο σπίτι, πράγμα που πολλές φορές του έφερνε μπελάδες, ή με άλλα λόγια τιμωρία. Η τιμωρία του ήταν πάντα δουλειές του σπιτιού, αλλά αυτήν την φορά είχε «μπόνους», και μία εβδομάδα χωρίς βόλτες. «Μεγαλύτερο λάθος, μεγαλύτερη τιμωρία», ήταν ο κανόνας τους.
Έτσι, εκείνο το σαββατοκύριακο, καθώς καθάριζε, βρήκε σε ένα συρτάρι στο παλιό σκρίνιο ένα μικρό κουτί, κομψά σκαλισμένο με διάφορα σχέδια λουλουδιών. Το ξεσκόνισε και το άνοιξε βρίσκοντας μέσα ένα ρολόι σταματημένο και σκουριασμένο αλλά όμορφο. Το φόρεσε και συνέχισε να καθαρίζει.
Το βράδυ, όταν πήγε για ύπνο πια, κοιμήθηκε τόσο πολύ που νόμιζε ότι πέρασαν αιώνες. Όταν πια ξύπνησε, δε βρήκε στο σπίτι τους γονείς του και στη θέση της τηλεόρασης υπήρχε μια οθόνη που έγραφε: «κάνε μια ευχή». Ο μικρός Μανώλης ήταν πολύ μπερδεμένος, αλλά για να δοκιμάσει αν δουλεύει, ευχήθηκε έναν υπολογιστή. Τότε, εμφανίστηκε μπροστά του ο υπολογιστής που κάποτε είχε ζητήσει από τους γονείς του, το καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να του είχαν κάνει. Έπειτα, ευχήθηκε καραμέλες, μετά ένα τραμπολίνο και συνεχίστηκε η μέρα του κάνοντας ευχές. Έφτασε όμως σε ένα σημείο που δεν ήξερε τι να ζητήσει.
Ήρθε το βράδυ και οι γονείς του δεν είχαν γυρίσει ακόμα, αλλά καλύτερα, σκέφτηκε, γιατί αν έβλεπαν ότι το σπίτι είχε γεμίσει με πράγματα άχρηστα, μάλλον θα έμπαινε τιμωρία για μια ζωή. Την επόμενη μέρα προσπαθούσε να βρει κάτι να κάνει με ό,τι είχε αποκτήσει, αλλά δεν μπορούσε να βρει κάτι να τον ενθουσιάζει. Άρχισε να βαριέται πολύ και του έλειπαν οι γονείς του. Έτσι του ήρθε μια ιδέα. Ευχήθηκε να γυρίσουν οι γονείς του, αλλά δεν δούλεψε. Άρχισε να ανησυχεί. Ευχήθηκε να γυρίσει πίσω, τίποτα. Πανικοβλήθηκε, άρχισε να κλαίει, δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε θυμήθηκε το κουτάκι και το ρολόι που βρήκε μέσα. Όλα όσα έβλεπε στις ταινίες πέρασαν από το μυαλό του και σκέφτηκε ότι ίσως, μπορεί, πιθανόν να υπάρχει μαγεία.
Προσπάθησε να το βγάλει, όμως δεν έβγαινε, ήταν σαν να είχε γίνει μέρος του χεριού του. Συνέχισε να προσπαθεί, ώσπου ένιωσε κάποιον να τον σκουντάει και να τον σπρώχνει δυνατά. Τότε άνοιξε τα μάτια του παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Βρισκόταν στο κρεβάτι του και η μαμά του τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα ανησυχία. Ο Μανωλάκης έτρεξε στο σαλόνι να δει αν τα πράγματα που είχε αποκτήσει ήταν ακόμα εκεί, για να βρει έναν χώρο άδειο.
Η μαμά του, έπειτα, αφού τον είδε πως έτρεμε, τον πήρε αγκαλιά και τον καθησύχασε ότι ήταν μόνο ένα όνειρο.
Ελίζα Κάβουρα
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας