Μigne PG 135,564-584Β
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Εὐσταθίου, μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, λόγος προεισόδιος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, διορίζων προσευχὴν ἔμφοβον καὶ ἀμνησίκακον.
Β’. … Πέρασε τὴν 8η καὶ τὴν 9η ὁ Φεβρουάριος ποὺ τρέχει τώρα. Νά, καὶ ἡ βραδιὰ ἡ ὁποία πανηγύριζε, θὰ λέγαμε, εἴτε ὁ ἐμβόλιμος καὶ σὰν παρένθεσι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, εἴτε ὁ κάπως βιαστὴς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (Ματθαίου 11,12). Ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὸν Νικηφόρο, ποὺ λίγο τυχαῖα, χωρὶς κάποια προσπάθεια καὶ ἀνέλπιστα πέτυχε τὸν θησαυρὸ τῆς σωτηρίας. Γιαὐτὸν ποὺ ἔγινε «ἔλεγχος τῆς μνησικακίας» καὶ ἔμπρακτος δάσκαλος τῆς μετανοίας καὶ λαμπρὸς κήρυκας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς βρῆκε τὸν ἄθλιο Σαπρίκιο νὰ ὁρμᾶ πρὸς τὴν νίκη. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λένε, νὰ ἀλαλάζη ἐναντίον τοῦ δαίμονος, ποὺ εἶναι ὁ κοινὸς ἐχθρός. Ὁ Νικηφόρος εἶδε τότε νὰ αἰωρῆται τὸ στεφάνι τῆς νίκης πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Σαπρίκιου, ὅπως γνωρίζετε κι ἐσεῖς ποὺ διαβάσατε τὸ ἱερὸ συναξάριό του. Κι αὐτὸς μὲν τὴν ἴδια στιγμὴ κληρονόμησε τὸ ἀπὸ Θεοῦ κάλλος ποὺ ἔβλεπαν τὰ μάτια του, σὰν νὰ προέτρεξε π.χ. σὲ κάποιον ἀθλητικὸ ἀγῶνα. Τὸν ἄλλο ὅμως τὸν ἄφησε πεσμένο νὰ καταπατηθῆ ἀπὸ τὸν δαίμονα. Τότε δηλαδὴ ἦταν νὰ θαυμάσης, πόσο μεγάλο δράμα σκάρωσε ἐναντίον τοῦ Σαπρικίου ὁ πονηρός. Κι ἐνῶ πρῶτα φάνηκε φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν πρόθεσί του, ὅπως λέγει τὸ εὐαγγέλιο, «ἔθεσε τὴν ψυχή του ὑπὲρ τοῦ Κυρίου» (Ματθαίου 10,32), ἀλλὰ μόνο σὲ μιὰ στιγμὴ τὸν ἀπέσπασε τραβώντας τον μὲ τὸ σχοινὶ τῆς «μνησικακίας». Βεβαίως ὁ πονηρὸς τὸν ἀπέσπασε, ἀλλὰ δὲν προνόησε, ὅτι θὰ γινόταν ἀντάλλαγμα αὐτοῦ, ποὺ σπρώχτηκε λίγο πρίν, ἄλλος μάρτυρας τοῦ Θεοῦ. Φρόντισε ὥστε νὰ μὴν οἰκειωθοῦν τὸν Παμβασιλέα δύο καλοὶ ἄνθρωποι, ἕνας δηλαδὴ ποὺ τὸν εἶχε ὁμολογήσει καὶ ὁ ἄλλος ποὺ ἔγινε κληρονόμος μὲ τὴν προσευχή του.
Γ’. Στὸ σημεῖο αὐτό, ὅσοι εἶναι πολυμαθεῖς, μποροῦν νὰ ἀπορήσουν, πῶς ὁ Κύριος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Σαπρίκιο. Ἀφοῦ ἦταν τόσο κοντά του καὶ προσκολλημένος σαὐτόν, ἐνῶ δὲν ἔκανε ἔτσι ἄλλη φορά. Μποροῦμε νὰ ποῦμε σὰν τὸν Δαυΐδ, ὅτι «ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀναζητοῦν» (Ψαλμὸς 16,7). Ἢ πάλι ὅτι «ἐνῶ ἀκόμη τὸν παρακαλοῦν ἐμφανίζεται κοντά τους» (Ἡσαΐας 65,1). Τὸ δὲ θαυμασιώτερο εἶναι ὅτι «ἐμφανίζεται ἀκόμη καὶ σαὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀναζητοῦν κι ἔρχεται πρὸς βοήθειάν τους» (Ἡσαΐας 65,1).
Νομίζω, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ ἀναλάβη νὰ ἐπιλύση αὐτὸ τὸ πρόβλημα μπορεῖ νὰ βρῆ τὸν φορτικὸ Σαπρίκιο νὰ ἀποδεικνύεται, σχετικὰ μὲ τὴν διάθεσι πρὸς τὸ μαρτύριο, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπιπόλαιος. Νὰ μὴν εἶναι βαθὺς καὶ ὁλόψυχος. Θὰ τὸν βρῆ χαλαρὸ καὶ μὲ ἀταίριαστη σχέσι ἔναντι ἁγίου πράγματος. Νὰ ἔχη μόνο μιὰ φτιαχτὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Νὰ σπεύδη μὲ κούφια λόγια πρὸς τὴν μαρτυρικὴ ἄθλησι, ὥστε νὰ διαφημισθῆ μὲ τὴν λαμπρότητα κάποιου ψευτοδοξαρίου. Τελικὰ ὁ Σαπρίκιος ἦταν σὰν ἕνας μάρτυρας δύστροπος κι ὄχι εὐπροσήγορος. Μάλιστα δὲ χωρὶς πίστι πρὸς τὸν Θεό. Σὰν νὰ ρίχτηκε στὸ μαρτύριο χατηρικά, ἀνθρώπινα καὶ ὄχι χάριν τῆς ἀλήθειας. Μποροῦμε ἀκόμη νὰ ποῦμε, ὅτι ὅπως ἕνας ποὺ θυσιάζεται χάριν κάποιου ἀνθρώπου καὶ τὸν διαθέτει ὑπέρ του, δὲν θὰ δικαιοῦνταν νὰ ἀπαιτήση πληρωμή, διότι εἰσέπραξε τὸν μισθό του. Ἀφοῦ γέμισε τὰ χέρια του μὲ αὐτὰ ποὺ δὲν ἔπρεπε ἢ πληρώθηκε μὲ ἄλλους τρόπους. Ἔτσι οὔτε ὁ Σαπρίκιος, οὔτε καὶ κάποιος ἄλλος ἂν σπεύση στὸ μαρτύριο γιὰ τὸ Θεὸ μὲ σκεπτικὸ μιὰ ψεύτικη δόξα καὶ νὰ ἐπιδειχθῆ μαὐτὸν τὸν τρόπο τάχα ὡς θεομάρτυρας. Τέλος ἀφοῦ γίνη ἔτσι, ἐπιδιώκει νὰ ἔχη δοξασμένη μνήμη καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ αἰτίας τοῦ ψεύτικου μαρτυρίου. Ὅμως αὐτὸς δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτος, ἐπειδὴ τάσσεται στὴ θέσι τοῦ ὑποκριτοῦ (Ματθαίου 24,51), ὁ ὁποῖος μισεῖται πολὺ ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀλήθειας.
Δ’. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Σαπρίκιος θὰ θεωροῦνταν βδελυκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι δὲν ἐπέτρεπε σὲ κεῖνον νὰ προσέλθη στὴν καθαρὴ θυσία, ἀφοῦ εἶχε διαμορφώσει ἕνα φανταστικὸ θέατρο. Δὲν θὰ ἄφηνε ὁ Θεὸς σαὐτὸν εὐκαιρία σωτηρίας. Νὰ ἀνεβῆ δηλαδὴ στὴν καρδιὰ ὑπερήφανου ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀνέχτηκε νὰ ἀναρριχηθῆ στὸν ἑαυτό του πονηρὸς λογισμός. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἀπέκλειε ἀκόμη καὶ κάθε πονηρὴ σκέψι, ὥστε οὔτε κἂν νὰ μπορῆ νὰ κρούση τὴν θύρα…
Ε’. Ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα ποὺ θέσαμε. Σὲ μένα ὅμως ἔρχεται στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐξετάσουμε καὶ πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι «ἡ μνησικακία». Καὶ τὶ ἀκριβῶς ὁρίζεται, ὅτι εἶναι στὴν οὐσία της. Ἐμένα μοῦ ἀρέσει νὰ πῶ, ὅτι ἡ «μνησικακία» δὲν εἶναι ἐπιμονὴ κακίας ἁπλᾶ ὡς μιὰ τυχοῦσα ἄμυνα. Αὐτὸ βέβαια θέλει νὰ εἶναι καὶ ἕνας τυχαῖος θυμός. Διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ὄρεξι ἀνταποδόσεως λύπης, ὅπως λέγουν καὶ οἱ παλαιοί μας σοφοί. Ἡ «μνησικακία» ὅμως ἀποδεικνύεται, ὅτι εἶναι ἕνας μόνιμος θυμός. Εἴτε ἀπὸ δαιμονικὴ ὀργὴ ἐγκατεστημένη στὴν ψυχή, ποὺ ἔχει ὄρεξι νὰ λυπήση πολύ, πρᾶγμα ποὺ λέγεται. Ὅπως φαίνεται, ὅμως ἡ μνησικακία ἐπιδιώκη καὶ ἀπαραίτητο θάνατο μετὰ ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ξαναλυπηθῆ αὐτὸς ποὺ πέθανε.
Ἕνα τέτοιο πάθος εἶχε καὶ ὁ Σαπρίκιος ἐναντίον τοῦ ἀγαπητοῦ Νικηφόρου. Καὶ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ διώξη ἐντελῶς ἀπὸ μέσα του τὸ φιλάδελφο, ὁμοίαζε πάντοτε νὰ θέλη νὰ βλάψη τὸν θεοφιλῆ Νικηφόρο. Μάλιστα δὲ ἀκόμη ἤθελε καὶ νὰ τὸν ἐξαφανίση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι σὰν τὸν λόγο ποὺ λέει, «Πότε θὰ πεθάνη καὶ θὰ σβύση τὸ ὄνομά του;». Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ μελετᾶ καὶ νὰ εὔχεται καὶ νὰ καίγεται ἡ καρδιά του παρατηρώντας πότε θὰ βρῆ σκαμμένο βάραθρο, στὸ ὁποῖο νὰ σπρώξη καὶ νὰ ἐξαφανίση τὸν μισούμενο. Ἢ διαφορετικὰ μὲ τὸ χέρι του νὰ προκαλέση τὸν θάνατο τοῦ Νικηφόρου. Ἂν μποροῦσε, αὐτὸ θὰ τὸ εἶχε πράξει ἀπὸ παλιά. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχε δύναμι, ἴσως διότι ἦταν δυνατότερος ὁ ἐν Θεῷ εἰρηνικὸς Νικηφόρος καὶ πετοῦσε μὲ τέχνη πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Σαπρικίου. Πετοῦσε αὐτὸς ἐνῶ κρύβονταν ἡ χολὴ στὴν καρδιὰ τοῦ Σαπρικίου καὶ σὰν νὰ ξεγλιστροῦσε ὅλους. Ἐνῶ δὲ φαίνονταν ὅτι εἶναι ἕνας ἱερὸς ἄνθρωπος καὶ στέκονταν σὰν δένδρο, ὅπως ἐκεῖνο «ποὺ ἔκαμνε καρποὺς καλούς», ἀφοῦ ἦταν καταγραμμένος καὶ ὡς ἱερουργὸς τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκαλος τῆς ἀγάπης, τελικὰ αὐτὸς ἀποδείκνυε τὸν ἑαυτό του ὄχι ἁπλᾶ σάπιο δένδρο, ἀλλὰ ἕνα ταλαίπωρο ἀγκαθάκι.
Στ’. Σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο λοιπὸν τόσο μισάδελφο, φονικὸ καὶ πονηρό, ποὺ κορόϊδευε κρυφὰ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, ποιὸς θὰ σκέφτονταν ὅτι κατοικεῖ μέσα του ὁ Θεὸς κι ὅτι δὲν εἶναι οἰκητήριο τοῦ δαίμονος; Ἢ σίγουρα πάλι κανεὶς μυαλωμένος καὶ σκεπτόμενος μὲ ἀκρίβεια δὲν θὰ σκεφθῆ κάτι διαφορετικὸ γιὰ ἕναν τέτοιο Σαπρίκιο. Διότι «εἶναι μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμὸς 118,155). Γιαὐτὸ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε, ὅτι, αὐτὸς καὶ ὅταν ξεκίνησε τὴν ὁμολογία του κι ἔφτασε στὸ μαρτύριο, δὲν ἦταν μαζί του ὁ Θεός. Οὔτε ἡ χάρι Του ἔλαμπε μέσα του. Οὔτε καὶ δεχόταν ὁ Θεὸς τὸν ἀγῶνα του. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀκοῦνε ἀποκαλυπτικά, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὅσοι πλησίαζαν, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ τιμᾶ μόνο μὲ τὰ χείλη του, ἐνῶ ἡ καρδιά του ἀπέχη μακριὰ ἀπὸ μένα» (Ἡσαΐας 29,13). Ὁ Σαπρίκιος ἀπὸ μόνος του ἦταν ἄνθρωπος φίλαυτος, καθόλου φιλόθεος, καὶ γιαὐτὸ ἦταν μιὰ τυχαία σάρκα καὶ ἕνα ἄμυαλο ζῶο. Δὲν ἦταν κοινωνικὸ μαζὶ μὲ ἄλλα. Ἦταν ἀκόμη χειρότερο ἀπὸ αὐτά, διότι ἦταν ἀνήμερο. Ἦταν ἕτοιμος, ὥστε ἂν φύτρωναν κέρατα πάνω του, ἢ νύχια γαμψά, νὰ ἐπιτεθῆ στὸν ἐχθρό του τὸν Νικηφόρο. Ἂν δὲ ὁ Νικηφόρος γλιστροῦσε, νὰ τὰ καρφώση πάνω του. Δηλαδὴ νὰ τὸν κατασπαράξη ἢ νὰ τὸν καταφάγη. Ἂν δὲ κάπου εἶχε καὶ ξίφος καὶ τὸν εὕρισκε σὲ ἐρημιά, νὰ τὸν κατέσφαζε.
Ὁ ἀγενέστατος, λοιπόν, Σαπρίκιος, καθὼς τὸν ὁδηγοῦσαν γιὰ τὸ ἀγαθὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου, εἶδε τὸν μισούμενό του. Εἶδε γύρω του καὶ τὰ γυμνὰ ξίφη τῶν δημίων. Ἤθελε τότε νὰ ἁρπάξη ἀπὸ ἐκεῖ ἕνα ξίφος καὶ νὰ ὁπλοφορήση κατὰ τοῦ ὄνομα καὶ πρᾶγμα Νικηφόρου. Ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆ κατὰ τοῦ χειραγωγούμενου καὶ ἀκάκου κριαριοῦ ὁ μονόλυκος. Κατὰ τοῦ φιλαδέλφου Ἄβελ ὁ παμμίσητος Κάϊν. Ὅταν πλέον δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἐξουσιάση, ἐξετράπη στὸ πιὸ κακό. Δηλαδὴ σὰν νὰ εὐχήθηκε τὴν ἑξῆς κατάρα, «Ἔλα λοιπόν, ὦ δαίμονα τοῦ φόνου. Ἔλα κοντὰ στὸν ἀγαπητό σου Σαπρίκιο. Βγάλε ἀπ’ τὴ ζωὴ τὸν Νικηφόρο τῆς θεοφιλοῦς ἀγάπης. Ὥστε νὰ μάθη, ὅτι δὲν εἶναι ἀδύνατο στὸν ἀρχαίκακο νὰ κακοποιήση κι ὄχι ὅτι μόνο ψεύδεται». Ὁ ἴδιος μὲν ἀφέθηκε νὰ γίνη ὑπηρέτης τυράννου, ποὺ ἦταν δοῦλος στὸν δαίμονα. Τὸν δὲ διπλᾶ νικηφόρον παραπέμπει νὰ γίνη ἀντάλλαγμα κερδοφόρο στὸν πάντων Βασιλέα. Ἔγινε καλὸς μισθὸς γιὰ τὸν ἄχρηστο δοῦλο. Ἔγινε ἀλήθεια ἀντὶ γιὰ τὴν ὑποκρισία. Τρόφιμος τῆς ἀγάπης, ἀντὶ γιὰ τὸ θρεφτάρι τῆς ἔχθρας. Ἁπλὸς ἀντὶ γιὰ τὸν ἑλισσόμενο καὶ φωτεινός, ἀντὶ γιὰ τὸν σκοτεινό. Ἔγινε ἀδελφὸς ποὺ ἔλαβε τὴν ἀδελφικὴ εὐλογία χωρὶς δόλο, πρὸς μεγίστη λειτουργία τοῦ Πατρὸς καὶ δίκαιη ἀπάντησι.
Ζ’. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ προσφερθῆ στὸν Θεό, αὐτὸς ποὺ εἶχε κατασκευάσει τὸν ἑαυτό του μὲ ἀρωματικὴ ὀσμὴ χάριν τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε νὰ προτιμηθῆ ὁ Νικηφόρος ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη καὶ σαπρὴ προσφορὰ τοῦ Σαπρίκιου. Αὐτὸς ποὺ ἦταν κρυψίνους σὲ πράγματα ὄχι ἀγαθά, ἔπρεπε νὰ ἀποβληθῆ καὶ νὰ ξεπέση. Νὰ προτεθῆ δὲ ἀντὶ τοῦ Σαπρικίου ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ὁλοφάνερα ἐνάρετος. «Ἐὰν δὲ καὶ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου εἶναι ἐπίλεκτα» (Α’ Κορ 1,27), ὅπως μάθαμε, ἀπὸ τὸν πάνσοφο Θεό, πῶς νὰ μὴν ἀναλάβη τὸν ἐν Χριστῷ φρόνιμο προτιμώντας ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ξεμωραμένο ἀπὸ τὸν δαίμονα; Πῶς νὰ μὴν προτιμήση ὁ Θεός, ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Νικηφόρο ποὺ ἔλαμπε σὰν ἡμέρα ἀπὸ τὸν Σαπρίκιο ποὺ εἶχε δαιμονικὴ νύχτα καὶ βαθὺ σκοτάδι;
Σίγουρα ἔπρεπε αὐτὸς ποὺ μόνο ἐξωτερικὰ ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἔνθεος, καὶ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὸν δαίμονα, νὰ ξεπέση ὅπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι δὲν ταίριαζε ὁ ἴδιος νὰ βρίσκεται καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν Σατανᾶ. Μάλιστα δὲ ἡ πλάστιγγα τοῦ λογισμοῦ του νὰ γέρνη πολὺ πρόστυχα πρὸς τὸν δαίμονα. Γιαὐτὸ καὶ ὁ ὁλοπρόθυμος Νικηφόρος ἅρπαξε τὸ καλό, ποὺ ὑπῆρχε στὰ χέρια τοῦ «μνησικάκου Σαπρικίου» καὶ ἔτσι ἁγίασε, ἀφοῦ προέτρεξε.
Η’. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ Νικηφόρος λούφαξε καὶ σὰν σὲ κάποια προενέδρα παραφύλαξε τὸν ψευτομάρτυρα Σαπρίκιο καὶ δὲν λήστευσε τὸ ἀγαθὸ ἐμπόρευμά του, οὔτε τὸ σύλησε λαθραῖα, ἀλλὰ ἀφοῦ αὐτὸ παραπετάχτηκε ἐμφανῶς ἀπὸ τὸν ἄφρονα ἔμπορο Σαπρίκιο, τὸ ἅρπαξε μὲ μεράκι. Τὸ δέχτηκε σὰν τυχαῖο καὶ πανευτυχὲς εὕρημα. Ἕνας πλουτισμὸς πρόχειρος. Μὲ αὐτὸν μποροῦσες νὰ πάρης τὸν καλὸ κλῆρο τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Μιὰ συγκυρία ποὺ θὰ τὴν εὐχόσουν. Ἕνα «δῶρο τοῦ ἐχθροῦ» ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ παροιμία. Κατ’ ἐξοχὴν καλὸ δῶρο καὶ ὠφέλιμο, κι ὄχι ἄσχημο. Χάρι γεμάτη ὄμορφη χάρι. Ἄμυνα σωτήρια. Ἦταν τέτοιο, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ διακρίνη ὁ ἄμυαλος βρωμομάρτυρας Σαπρίκιος. Ἔκαμε τὸ ἴδιο ποὺ κάνει κι ἕνας ἐχθρός, ὅταν ἀμύνεται. Σὰν ἕνα γενναῖο ἄνδρα ἐξαντλημένο ἀπὸ τὴν πεῖνα νὰ τὸν φόρτωνε μὲ φαγώσιμα ἀγαθά, τόσο ποὺ νὰ λυγίση τὸ σῶμα του. Ἢ διαφορετικὰ σὰν ἕνα φτωχὸ νὰ τὸν ἔκαμνε εὐτυχῆ φορτώνοντάς τον χρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα χαιρόμαστε, ὅταν παραφορτωνώμαστε οἱ ἄνθρωποι.
Ἐδῶ τώρα μποροῦσες νὰ δῆς τὸν ἅγιο νὰ ὁμολογῆ χάρι, τάχα γιὰ τὴν ἔχθρα ποὺ τοῦ εἶχε ὁ Σαπρίκιος. Ἀφοῦ ἐκείνη τοῦ προξένησε τέτοιο καλό. Τὸ δὲ μῖσος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὴν τὸν ὁδήγησε στὸν Θεό. Σὰν μὲ τὴν κλίμακά του νὰ ὑψώθηκε στὸν Κύριο. Θὰ εἶπε τότε, ὅτι ὁ ἐπάρατος Σαπρίκιος δὲν κουράστηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν μὴ δικαίως μισούμενο Νικηφόρο. Σὰν ἐκεῖνος μὲν νὰ κοπίασε καὶ αὐτὸς εἰσῆλθε στὸν μισθό τοῦ κόπου του (Ἰωάννου 4,38). Εἶναι «ὁ ἐργάτης περὶ τὴν ἑνδεκάτην» (Ματθαίου 20,6), ποὺ ἔλαβε ὁλόκληρο τὸ μεροκάματό του, ὅπως ἔπρεπε. Τοῦ ἐργάτη δηλαδὴ ποὺ μόλις πρόφθασε κι ἐργάστηκε λίγο. Ἐπειδὴ ὁ Σαπρίκιος τὴν καλὴ ἐργασία του τὴν ἀνέμιξε μὲ τὸ κακό, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ εὐδοκιμήση ὁ Νικηφόρος, ποὺ ὑστεροῦσε, καὶ νὰ βαστάση τὸ ὑπόλοιπο βάρος. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἰσέπραξε διπλοῦς μισθούς.
Θ’. Ὁ νωθρόμυαλος φυτοκόμος Σαπρίκιος σὰν γεωργὸς φύτευσε ἀμπέλι καὶ αὐτὸ προέκοπτε κι ἔβγαλε φύλλα κι ἔδενε καρπό. Πέρασε ὁ καιρὸς τῶν ἄγουρων καὶ δὲν ἦταν μισοκόκκινα, ἀλλὰ ἦταν ὥριμα καὶ γιὰ τρυγητό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ φυτευτὴς τοῦ ἀμπελιοῦ ἀποκοιμήθηκε καὶ ἐμφανίστηκαν τὰ θηρία τοῦ δάσους καὶ ὥρμησαν γιὰ νὰ σαρώσουν τὸ ἀμπέλι, χρειάστηκε αὐτὸς ποὺ ὤφειλε νὰ τὸ φυλάγη. Τότε λοιπόν, ὁ πάντοτε ἄγρυπνος Νικηφόρος προέτρεξε καὶ τρύγησε τὸ ἀμπέλι, ὅπως δὲν ἤθελε ὁ φυτευτὴς Σαπρίκιος. Ἀφοῦ δὲ πάτησε τὰ σταφύλλια στὸ πατητήρι, ὅπως ἔπρεπε, κι ἔβγαλε τὸν σωτήριο οἶνο καὶ ἤπιε εὐαγγελικῶς τὸ ἅγιο πόμα, ἀνεπαύθη στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Μποροῦμε νὰ παραβάλλουμε καὶ μὲ ἄλλον τρόπο τὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως. Ὁ σαπρώνυμος Σαπρίκιος ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἄροτρο καὶ ἐργαζόταν πολὺ καλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαινόταν ἐξωτερικά. Ὅμως ἐπειδὴ στράφηκε (Λουκᾶ 9,62) πάλι πρὸς τὰ πίσω δὲν προχώρησε ἴσια γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Στὴν ἀρχὴ ὁμολόγησε τὸν Κύριο μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Τότε ποὺ τοῦ χρειαζόταν ἡ θεόθεν βοήθεια. Ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ὑποφέρη γενναῖα τὰ βασανιστήρια. Ὕστερα ὅμως ἀπαρνήθηκε τὸν ἴδιο Κύριο μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ ὅτι ἀρνήθηκε τὴν ἀγάπη, τὴν ὁποία ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Γιαὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς «τὸν ἀρνήθηκε ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων του» (Λουκᾶ 12,9). Ἐνέγραψε δὲ στὸ ἀγγελικὸ Τάγμα τὸν φερωνύμως Νικηφόρο. Αὐτὴν δηλαδὴ «τὴν ἐπισκοπὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβη» (Πράξεις 1,21) ὁ χαλαρὸς στὴν πίστι καὶ ἐχθρὸς τῆς ἀγάπης, τὴν ἔλαβε ἕτερος.
Μακάρι αὐτὸς νὰ μᾶς σκεπάζη γιὰ ὅσα τὸν παρακαλοῦμε. Ὅσοι χρειαζόμαστε ἔλεος. Ἐμεῖς δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ ἀνταλλάσσουμε τὸ δαιμονικὸ μῖσος μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη καὶ νὰ διαχειριζώμαστε μὲ καλὸν τρόπο τὸ καλό. Τὸν δὲ ἄκρατο καὶ ὀφιώδη θυμὸ νὰ τὸν μετατρέπουμε σὲ ὀρθότητα.
Ὁ Θεὸς ἀκούει γρήγορα, κατὰ τὸν Ψαλμωδό, (Ψαλμὸς 68,17) καὶ ἐπισκέπτεται καὶ σώζει. Ὁ δὲ ἐχθρός μας προτρέχει. Πρὶν ἀκόμα τὸν προκαλέση ἐνθέρμως κάποιος, βλάπτει γρήγορα καὶ καταστρέφει. Γίνεται ὅ,τι ἔγινε μὲ τὸν Σαπρίκιο, ποὺ δὲν τὸν κρίνω ἄξιο ἐλέους, ἀλλὰ ἡ τιμή του εἶναι τὸ τέλειο μῖσος. Ὥστε αὐτὸς ποὺ εἶχε σὲ ὕψιστο σημεῖο τὸ μῖσος, τελικὰ νὰ εἶναι καὶ μισητός.
Αὐτὸς ὁ Σαπρίκιος θυσίασε τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν ἔπρεπε. Ἀφοῦ ἀντιπροτίμησε ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶναι στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὴν θυσίασε στὸν τύραννο ὡς ἡγεμόνα καὶ στὸν ἐξουσιαστή του δαίμονα. Ὁ Σαπρίκιος ἐπέστρεψε κακῶς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου εἶχε ἀναχωρήσει καλῶς. Ἐνῶ τὸν Θεὸ τὸν θεώρησε σὰν τίποτα.
Ι’. Ἀδελφοί μου. Γιαὐτὸν τὸν λόγο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ὁ Θεὸς βοήθησε τὸν ἀξιοθαύμαστο. Ὁ ἕνας φαινόταν νὰ ἀποθνήσκει ὑπὲρ τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Ὁ ἄλλος ἦταν δεμένος μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἐναγώνιος περιφρονήθηκε. Ὁ ἄλλος ποὺ περνοῦσε τυχαῖα ἀπὸ ἐκεῖ ἔγινε εὐπρόσδεκτος. Ὁ ἕνας στεφανωμένος ἀνελήφθη στὰ ὕψη. Ὁ ἄλλος κατρακύλισε πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν τάρταρο. Ἀφοῦ ἀγάπησε τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ πεθάνη, πῆρε τελικὰ ὡς λαχνό του ἕναν ἐλεεινὸ θάνατο. Τὸ αἴτιο πάντως ἦταν τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀγάπη. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμμιὰ ἀξία, ὅπως ἀποφαίνεται ἡ ἀγιωτάτη Γραφή. Ἔστω κι ἂν διαφορετικὰ φαίνεται μεγάλος στὴν ἀρετή. Ὅπως ἕνα φαγητὸ ποὺ δὲν ἔχει ἁλάτι, εἶναι ἀχρεῖο, ἔτσι καὶ βίος ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη θεωρεῖται ὡς μῖσος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν λοιπόν, βρίσκεται στὸ θεμέλιο καὶ ἐνεδρεύη ὕπουλα ἡ βαθειὰ «μνησικακία». Δηλαδὴ ἡ καταστροφικὴ οἰκοδέσποινα. Αὐτὸ τὸ παγωμένο ἀντικείμενο τῆς ἀγκάλης μας. Αὐτὴ ἡ ψυχόλεθρος ἀσφάλεια καὶ τὸ στράτευμα τῶν δαιμόνων. Ἢ νὰ θυμᾶται ἡ μνησικακία τὸν φόνο, ὅταν ὁ μισούμενος ἔρχεται ζητώντας συμπάθεια. Τότε ποιὰ ἀνάγκη εἶναι νὰ καλοπιάνουμε μὲ θάρρος αὐτὸν ποὺ «μνησικακεῖ» τόσο καὶ νὰ μὴ ἡσυχάζουμε φοβούμενοι μήπως καὶ πεθάνη αὐτὸς ποὺ ζητεῖ ἄφεσι καὶ συμπάθεια καὶ συγχώρησι;
ΙΑ’. Πρέπει νὰ προφυλαχθοῦμε λοιπόν. Ἔτσι νὰ ἀφήσουμε τὸν μισοῦντα. Νὰ κρατήσουμε τὰ χέρια μας σταυρωμένα, τὸ σῶμα σκυμμένο καὶ νὰ ἡσυχάσουμε. Νὰ ἐλπίζουμε δὲ μόνο στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ προσελκύσουμε τὴν ἄνωθεν συμπάθεια…
Διότι ποιὸς θὰ ἐμπιστεύονταν ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἔφθασε στὸ βάθος τοῦ μίσους καὶ ἐξάπλωσε πολὺ τὴν ἔχθρα του, καὶ ὕστερα νὰ φαίνεται πὼς τάχα μετανοῆ; Ποιὸς θὰ πίστευε, ὅτι αὐτὸς θὰ συμφιλιωνόταν καὶ ὅτι δὲν θὰ καιροφυλακτοῦσε, γιὰ νὰ δράση καλλίτερα; Ἐμεῖς δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν δύναμί μας νὰ γνωρίσουμε αὐτὸ μὲ ἀκρίβεια, ἂν δὲν μᾶς τὸ πληροφορήση μὲ ἀποκάλυψι ὁ Θεός. Διότι αὐτὸς ποὺ μισεῖ, δὲν θέλει μόνο νὰ βγάλη τὸν ἑαυτό του ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπομακρυνθῆ μὲ τὴν θέλησί του ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅλο αὐτὸ βεβαίως τὸ ἐπιδιώκει ἐπειδὴ θέλει νὰ καταφέρη νὰ βλάψη τὸν μισούμενό του! Τελικὰ πῶς θὰ γινόταν νὰ πιστεύση κάποιος ἕναν ἄνθρωπο μὲ τόσο μῖσος, ὅτι πλησιάζει σὰν φίλος κι ὅτι δὲν ἐπιτίθεται σὰν ἐχθρός;
ΙΒ’. Ἀγαπητοί μου. Κατασκευάζω μιὰ ἀπομίμησι καὶ ὑποθέτω ὅτι κάποιος εἶναι Σπρίκιος. Στὰ φανερὰ θέλω νὰ ἀγαπηθοῦμε. Ἐγώ, ὁ ὑποθετικὸς Νικηφόρος, τρέχω πρὸς αὐτόν καὶ πιάνω τὰ γόνατά του, γιὰ νὰ γίνω γνήσιος φίλος του. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνο δὲν πλησιάζει, ἀλλὰ κι ἂν κάπου ἐκεῖ βρεθῆ τυχαῖα μιὰ πέτρα ἢ ἕνα ξύλο τὸ ἁρπάζει καὶ ἐπιτίθεται ἐναντίον μου. Θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήση καὶ ξίφη, ἂν μερικοὶ παραβρίσκονταν ἐκεῖ νὰ πέθαιναν ἔτσι. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ συμμαζευτῶ; Πῶς νὰ μὴ φοβηθῶ; Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀντλήσω τὸ θάρρος καὶ νὰ πλησιάσω τὸν Σαπρίκιο καὶ νὰ τὸν συναναστραφῶ, παρὰ μονάχα μὲ τὸν Θεό, ποὺ μὲ ὤθησε, ὅπως ἐκεῖνος ξέρει νὰ οἰκονομῆ τέτοια γεγονότα;
Ὥστε λοιπόν. Ὅποιος ἔλαχε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔχη ὀρθὸ φρόνημα, θὰ δίσταζε νὰ προστρέξη καὶ νὰ ἁρπάξη αὐτὸν ποὺ ἱκετεύει γονατιστός. Θὰ δίσταζε νὰ καλοπιάση τὸν ἀποδεδειγμένο ἐχθρό. Αὐτὸ βέβαια δὲν θὰ γινόταν ἁπλῶς καὶ συγκυριακά, ἀλλὰ κατόπιν ἐσωτερικῆς μελέτης. Αὐτὴ θὰ γινόταν ἔμπρακτα, ἂν καὶ ὀλέθρια, ἐκτὸς κι ἂν ὁ Θεὸς δὲν στράβωνε τὴν ματωμένη λεπίδα.
ΙΓ’. Πρέπει λοιπόν, ἂν κάποιος πέση σὲ τέτοιον ἐχθρό, νὰ ὑποχωρῆ, κι ἂν τὸν τύχη κάπου νὰ ὑποχωρήση λίγο χωρὶς νὰ στρέψη τὸ πλοῖο του. Νὰ κάνη ἀνακωχή. Νὰ συμμαζευτῆ, διότι μήπως ἐλπίζοντας νὰ βρῆ λιμάνι, τὰ κύματα τὸν σπρώξουν στὴν ἀκτὴ καὶ στὴν καταστροφή. Νομίζω, ὅτι αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ κατηγορηθῆ. Οὔτε νὰ θεωρηθῆ ἐντελῶς φοβιτσιάρης, ἂν παρέλθη μὲ ὑποχώρησι βλέποντας νὰ πλησιάζη ἐκεῖνος ὁ σκληρότατος ἐχθρὸς καὶ τὸν ἰδῆ νὰ ὁμιλῆ εὔκολα καὶ συμφιλιωτικά. Ἀπὸ ποῦ θὰ λάβη θάρρος, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπισθῆ, ὅτι αὐτὸς ἔχει ἔλθη γιὰ συμμαχία κι ὄχι γιὰ ἐπιδίωξι μεγάλου κακοῦ;
Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μποροῦμε νὰ τὸ παρομοιάσουμε μὲ τὸ ἑξῆς. Σίγουρα ὁ λέων εἶναι φοβερός. Γιαὐτὸ καὶ μὲ τίποτα δὲν ὑπάρχει τέτοιο θάρρος γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε, ἔστω κι ἂν εἶναι ἁλυσσοδεμένος. Μόνο νὰ τὸν ἔβλεπε κάποιος νἄρχεται καταπάνω του θὰ ἔφευγε γρήγορα, ἂν ὁ φόβος δὲν μούδιαζε τὰ πόδια του. Σύμφωνα μαὐτὸ τὸ παράδειγμα εἶναι ἀποφευκταία καὶ ἡ βαθύρριζος ἔχθρα, καὶ ὁ λεοντώδης ἐχθρὸς ποὺ μοιάζει μαὐτήν.
Θὰ μποροῦσε πάλι νὰ γίνη, ὅπως ὅταν βάλουμε γυμνὸ τὸ πόδι μέσα στὴ φωτιά. Τὸ ἴδιο εἶναι κι ὅταν ἀναμιχθοῦμε μὲ τέτοιον ἐχθρὸ τάχα γιὰ νὰ διαπραγματευθοῦμε γιὰ καλὴ φιλία. Καθὼς πλησιάζουμε δηλαδή, νὰ τὸν ἀποφύγουμε ὅπως τὴ φωτιά, ποὺ καίει τὰ πόδια μας. Κατὰ ὅμοιον τρόπο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ ὅσα φέρουν ταραχὴ στὴν ψυχή. Εἶναι αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα φοβούμαστε, ὅταν τὰ δοκιμάσουμε. Ἢ τὰ βλέπουμε νὰ πλησιάζουν σὲ μᾶς.
ΙΔ’. Πρέπει λοιπὸν νὰ εὔχεσθε, ὅπως εἴπαμε μόλις τώρα, νὰ μὴ βρεθῆτε σὲ τέτοιο ἀνυποχώρητο μῖσος. Ὅμως ἂν κάποιος βαλτώση μέσα σὲ τέτοιο κακό, τότε νὰ σκύψη χαμηλά καὶ νὰ διπλωθῆ ἤρεμα. Τότε νὰ προσπέση στὸν κοινὸ βυθό, ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Νὰ γονατίση καὶ νὰ συμμαζευθῆ. Νὰ ἐρευνήση αὐτὸν ποὺ ξεκίνησε τὸν θυμό. Μήπως καὶ βρῆ εὐκαιρία νὰ χορτάση τὸν θυμό του συναντώντας μὲ αὐτὸν τὸν μισούμενό του.
Τώρα λοιπὸν πρέπει νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ ὅσα ἐξετάσαμε παραπάνω. Δηλαδὴ τὸ νὰ ξεκαθαρίζουμε τὰ σκάνδαλα ὅσων ἐχθρεύονται καὶ νὰ διαπραγματευόμαστε τὴν εἰρήνη, εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἄριστο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς δὲν δέχεται οὔτε δῶρα, οὔτε καὶ προσφορὰ παράξενη, ἂν δὲν πράττουν μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς τους.
ΙΕ’. Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἔχη μισήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἀντίπραξι ἢ τὴν καταδίωξι. Καὶ ἀφοῦ ἐκφόβησε καὶ ἔβλαψε χωρὶς νὰ δώση καμμιὰ ἀπόδειξι ἀγάπης. Ὕστερα ὑπόσχεται νὰ φαίνεται, ὅτι εἶναι τάχα τέλειος φίλος προσχεδιάζοντας κάποια εἰρηνικὰ ἢ σκιαγραφώντας ὄμορφα πράγματα. Ὅμως αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν φοβᾶσαι νὰ ἔλθης μαζί του σὲ συνάντησι φιλική, μέχρι νὰ ἀποδείξη, ὅτι καταθέτει ἀνάμεσά σας κόλλα ἀξιόλογη, μὲ τὴν ὁποία θὰ κολληθῆτε μεταξύ σας. Αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ νωρίτερα ἦσαν χωρισμένοι θὰ ἔλθουν σὲ πνευματικὴ ἕνωσι. Διότι ὑπάρχει φόβος, ὄχι χωρὶς λογική, μήπως μὲ τὴν ἄκαιρη συνάντησι, αὐτὸς ποὺ μισεῖ, βλάψη μὲ ὕπουλο τρόπο τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὸν ὁποῖο ζητεῖ φιλία μὲ τὸ στανιό. Αὐτὴ ἡ βλάβη ποὺ θὰ προκύψη, δὲν θἄχη τίποτε ὑγιές, γιὰ τὸν παθόντα.
ΙΣΤ’….
ΙΖ’. Ὥστε λοιπόν, πρέπει νὰ φοβούμαστε ἀπὸ τέτοιους καὶ νὰ προσέχουμε πολύ. Διότι «πολλοὶ εἶναι ποὺ μηχανεύονται κακά». Σύμφωνα μὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ ἐφαρμόση σὲ ὅλους, ὅτι «δὲν θὰ κοιμηθοῦν, ἂν δὲν πράξουν κακό», ἢ μᾶλλον καλλίτερα, ὅτι «δὲν θὰ ζήσουν, ἂν δὲν φονεύσουν». Εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζήλεψε ὁ Σαπρίκιος. Μποροῦμε νὰ ἀστειευθοῦμε ἐπ’ αὐτοῦ λέγοντας, ὅτι «δὲν θὰ ἀναπνεύσουν, ἂν δὲν καταπιοῦν κάποιον». Μακάρι βέβαια νὰ μὴν καταπιοῦν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κάποια σκυλόμυγα δαγκασιάρα. Ὥστε νὰ προσομοιάσουν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν Βεελζεβούλ. Αὐτός, ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τῶν ἁγίων γραμμάτων, ἑρμηνεύεται ὡς «ὁ καταπίνων μυῖγα».
ΙΗ’. Νά, λοιπόν. Ἀπὸ ἕνα τέτοιο πρᾶγμα βγαίνει κι ἄλλο ἕνα. Ἐξετάζουμε ἕνα δένδρο παράξενο, τοῦ ὁποίου δὲν προλάβαμε τὴν μνήμη. Ἐπίσης δὲν ἔχουμε καὶ ἀκριβῆ γνῶσι σὰν τὶ λογῆς καρποὺς ἔφτιαχνε. Ὅμως γνωρίζουμε καλά, ὅτι στὸν καιρὸ ποὺ αὐτό, δηλαδὴ ὁ Σαπρίκιος, ἐπρόκειτο νὰ δώση καρπὸ γιὰ τὴν θεϊκὴ τράπεζα μὲ τὴν εὐγενέστατη καρποφορία του, τότε αὐτὸ κόπηκε καὶ κατακάηκε στὴ φωτιά. Ἀφοῦ βέβαια πρῶτα παραχόρτασε μὲ τὸν φοίνικα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχε σὰν ἐκεῖνον στὸν λόγο του γλυκιὰ σκέψι μὲ τὴν φυσικὴ ἐξυπνάδα, γιαὐτὸ πετάχθηκε στὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως.
ΙΘ’. Ἂν ὅμως πρέπη, καὶ δὲν θὰ ἦταν ἀταίριαστο, νὰ συνδυάσουμε τὰ παραδείγματα γιὰ τὰ δένδρα, μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτό, κι ὄχι ἄστοχα, καὶ γιὰ ἕνα δεύτερο παράδοξο δένδρο, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἅγιο Νικηφόρο. Μέχρι νὰ κοπῆ τὸ μισάδελφο δένδρο, ὁ Σαπρίκιος, μὲ τὴν ἀχρεία καρδιά, ἂς τὸ ὀνομάσουμε κατὰ τὸν Δαυΐδ βαρυκάρδιο (Ψαλμὸς 4,2), ἀφοῦ ἀγάπησε τὴν ματαιότητα. Ὁ Νικηφόρος ὅμως δὲν ἦταν τόσο εὐπαρουσίαστο, οὔτε μεγαλοπρεπές. Ὅταν βέβαια τὸ τσεκούρι κατέκοψε στὴ ρίζα τὸ καλὸ μαζὶ καὶ σάπιο δένδρο, ἀμέσως ὁ Νικηφόρος ἄγγιξε τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Συγχρόνως ἔβγαλε ἄνθη καὶ καρποφόρησε, ὅπως ξέρει ὁ Θεός. Μὲ τὴν ἐκδίωξι τοῦ Σαπρίκιου, μὲ τὴν ὁποία ξεκόπηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν παράδεισό του, τότε ὁ Νικηφόρος φανερώθηκε σὰν ἕνα ἀξιόλογο δένδρο τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ φθορὰ τοῦ ἑνὸς ἔγινε γέννησι ἑνὸς ἄλλου.
Κ’. Νὰ λοιπόν, μόλις τώρα μᾶς φανερώθηκαν δύο ζωγραφισμένα δένδρα, ἄξια θαυμασμοῦ καὶ ἐκπλήξεως. Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, γρηγορώτερα ἀπὸ τὸ ἀνοιγόκλειμα τῶν ματιῶν, ὅπως λέγεται, μὲ τοὺς καρποὺς τοὺς ὁποίους εἶχε πάνω του, ὅπως θὰ λέγαμε διαφορετικά, ξερριζώθηκε ἀπὸ τυφωνικὸ ἄνεμο καὶ κυνηγήθηκε ἀπὸ τὶς Ἅρπυιες. Ἢ εὐστοχώτερα κατρακύλισε στὴ φθορὰ μέσα σὲ χάσμα τῆς γῆς.
Τὸ ἄλλο ὅμως δένδρο, τὸ δεύτερο, σὰν νὰ φύτρωσε ἐκ τοῦ μηδενός. Ἐμφανίσθηκε, τελειοποιήθηκε καὶ αὐξήθηκε τελειώτατα καὶ καρποφόρησε θεάρεστα. Ὁ Νικηφόρος βέβαια ἀπὸ Θεοῦ φανερώθηκε καὶ θεοφιλῶς ὁλοκληρώθηκε. Ὁ Σαπρίκιος ὅμως καταστράφηκε ἀπὸ τὸν πάγκακο ἐχθρὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἔγιναν ὅλα ἔτσι, ὥστε νὰ μάθουμε, τὶ λογῆς θαύματα κάμνει ὁ Θεός, καὶ πῶς ραδιουργεῖ ὁ ἀποστάτης δοῦλος. Αὐτὸς δὲν ἀγαπᾶ κανένα ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν τὸν ἐγγράφη τάχα ὡς πολὺ οἰκεῖον του. Αὐτὸς θέλει ὅλοι νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν κόλασι. Εἶναι ἀντίθετος μὲ Αὐτόν, ποὺ θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι (Ἰεζεκιὴλ 18,23).
ΚΑ’. Ὥστε λοιπόν, πάνω σαὐτὰ ποὺ εἴπαμε μόλις τώρα, κάποιος παίζοντας θὰ ἔλεγε, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο ἄλεθαν μὲ αὐτὰ ποὺ ζοῦσαν καὶ γυρνοῦσαν τὸν τροχὸ τῆς ζωῆς τους. Ὁ Νικηφόρος παρελήφθη καὶ ἀνελήφθη (Ματθαίου 24,41 Λουκᾶ 17,31). Ὁ Σαπρίκιος ὅμως ἀφέθηκε καὶ ἔπεσε στὸν Τάρταρο. Διότι κάπως ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε. Σὲ ἀντικατάστασι τοῦ ἀνώφελου καὶ κομμένου δένδρου ἀντεβλάστησε ὁ μέγας Νικηφόρος, ὡς δένδρο ζωῆς. Ὁ Σαπρίκιος, ποὺ ἦταν δένδρο μὲ τὸ ἀπευκταῖο ξερρίζωμα, κατεστράφη διότι δὲν ἦταν δένδρο φυτευμένο κοντὰ στὰ νερὰ τοῦ Θεοῦ (Ψαλμὸς 1,3). Δὲν ζοῦσε ἀξίως τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο στὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ δώση τὸν καρπό του, τὸν ὁποῖο καὶ ἔπρεπε καὶ μποροῦσε.
ΚΒ’. Γιαὐτὸ λοιπόν, πρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα ἀπὸ ὅσα εἴπαμε παραπάνω. Ἔργο τῆς ἄκρας συνέσεως εἶναι, νὰ λύνουμε Εὐαγγελικῶς τὰ σκάνδαλα. Νὰ φυλαγώμαστε ὅμως μήπως βλάψουμε ἢ τὸν ἑαυτό μας ἢ τὸν ἄλλον μὲ τὴν ἄκαιρη συνάντησί μας. Αὐτὸν δηλαδὴ γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ὁποίου ἀπευθύνεται ἡ πραγματεία. Πάντως δὲν πρέπει νὰ ξεθαρρεύουμε, ὅτι ἂν πέσουμε, θὰ σωθοῦμε. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν μεγάλο μάρτυρα Νικηφόρο δὲν ἦταν τυχαῖο, ἀλλὰ ἦταν χάρις Θεοῦ, ποὺ ἀπώθησε τὸν φαυλεπίφαυλο πρεσβύτερο ἀποδεδειγμένον ἀνάξιο γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὅμως καλοδέχτηκε τὸν ἅγιο λαϊκό, γιὰ νὰ κληρονομήση τέτοιο ἀγαθό. Θὰ ἔλεγε κάποιος, ὅτι αὐτὸς δὲν βρῆκε τὴν Βασιλεία σὰν πάρεργο, ἀλλὰ ἦταν προετοιμασμένος ἐπιδέξια καὶ μὲ καλὸν τρόπο γιὰ τὸ σωτήριο ἔργο. Δὲν ξεχνοῦσε καθόλου, ὅτι προσπαθοῦσε νὰ συμφιλιωθῆ μὲ μάρτυρα καὶ μάλιστα ἐνῶ τὰ ἄκουγαν ὅλα τὰ δαιμόνια. Ἤξερε ὅτι θὰ συλληφθῆ, ὅτι θὰ δεσμευθῆ, ὅτι θὰ βασανισθῆ γιὰ τὴν πίστι του Χριστοῦ. Προγνωρίζοντας ὅλα σκέφθηκε κι αὐτό, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνη τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Ἢ θὰ ὁλοκληρώση τὴν φιλία, και θὰ ἔλθη ὁ ἐχθρὸς πλησίον του κληρονομώντας ἔτσι τὴν εὐχὴ μάρτυρος καὶ νὰ σωθῆ. Ἢ ἂν δὲν πετύχη τὸ ἐλπιζόμενο, νὰ κρατήση ὅ,τι διαφορετικὸ συμβῆ ἐν Κυρίῳ. Ἔγινε λοιπὸν τὸ μεγάλο καλὸ ἀπὸ τὸν Θεό σαὐτὸν ποὺ ἑτοιμάσθηκε χωρὶς ταραχή (Ψαλμὸς 118,60). Καθὼς περπατοῦσε στὸν δρόμο ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Σαπρικίου, ἀφοῦ ξεπέρασε στὴν τιμὴ τὸν ἀνάξιο.
ΚΓ’. Ὁ Νικηφόρος ὅμως ἅρπαξε δύο στεφάνια. Τὸ ἕνα ἦταν ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης, τὸ ὁποῖο ἔλαβε χάρι τῆς «ἀμνησικακίας». Τὸ ἄλλο ἦταν γιὰ τὸ μαρτύριο μὲ τὸ ξῖφος στὸν τράχηλο. Γιὰ τὰ στεφάνια ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀκολούθησε, ὅπως λέει στὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀρνήθηκε νὰ κάνη ὁ Σαπρίκιος. Αὐτὸς ἔπραξε τὸ καλὸ μὲ κακὸ τρόπο. Δηλαδὴ σήκωσε τὸν Σταυρὸ τάχα ὀρθά, ὅμως δὲν ἀκολούθησε τὸν Σωτῆρα Χριστό, τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Ἐρχόταν σὰν νὰ ἀκολουθοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του. Αὐτὸ βέβαια γινόταν ὄχι διότι ὑπῆρχε δυσκολία ἢ ἀδυναμία κάποιου ἀποτελέσματος, ἐνῶ ὑπῆρχε εὐκολία τέτοια ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν γινόταν μὲ μεγαλείτερη ἁπλότητα.
Ἔπρεπε ὁ Σαπρίκιος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ μίσους καὶ γιαὐτὸ ὑπηρέτης τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου, νὰ πῆ μόνο μὲ τὸν λογισμό του τό, «ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήση, ἀδελφέ». Ἀμέσως θὰ βρισκόταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στεφανωμένος, χωρὶς νὰ ἀγωνισθῆ πολύ μὲ πρόφασι τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὸν ὁποῖο δὲν εἶδε μὲ κανένα τρόπο, ὅπως φαίνεται.
Στὴ συνέχεια, καθὼς τὸν ὁδηγοῦσαν γιὰ τὴν τελείωσι μὲ τὸ μαρτύριο, τεμπέλιασε νὰ χαρίση ἀγάπη στὸν ἀδελφό, ποὺ παρακαλοῦσε καὶ γονάτιζε, καὶ ἔσκυβε προσκυνώντας. Ὁ Σαπρίκιος ὅμως ὑπάκουσε στὸν δαίμονα, ποὺ τὸν ἐρέθιζε ἐσωτερικά, ὅτι τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ πάρη τὸ κεφάλι τοῦ ἐχθροῦ του. Ἔτσι προτίμησε ἀντὶ τῆς ἐκεῖ ζωῆς στὴν Βασιλεία, τὴν ἐπίγεια ἐδῶ καὶ ἐπάρατη. Ἐνῶ δηλαδὴ βρισκόταν κοντὰ στὸ λιμάνι, αὐτὸς ναυάγησε. Κι ὅταν πλησίασε στὶς θύρες τοῦ Παραδείσου, αὐτὸς ἄφησε τὸν ἐχθρὸ Νικηφόρο, νὰ τρέξη μέσα καὶ νὰ ἰδῆ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀποσύρθηκε καὶ ἄφησε τὴν οὐρανοπερπάτητη κλίμακα στὸν θεοφιλῶς ὑψιπέτη ἀετὸ Νικηφόρο, ἐνῶ τὸν ἑαυτό του, ποὺ σὰν νὰ χαίρονταν μὲ τὸ χῶμα ἢ σὰν ζῶο ποὺ σκύβει κάτω στὴ γῆ, τὸν ἄφησε στὴ γῆ μὴ μπορώντας νὰ ἰδῆ ἴσια τὸν οὐρανό.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκόμη καὶ οἱ δήμιοι δὲν ἄντεξαν νὰ μὴ θαυμάσουν, πῶς ὁ Σαπρίκιος δὲν παρέδιδε μιὰ ζωὴ δικαία γιὰ λύτρωσι, ἀλλὰ γιὰ ὄλεθρο, καὶ τραγουδώντας δίπλα του φόνευε τὸν φιλόχριστο Νικηφόρο, ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Θὰ κουράστηκαν καὶ οἱ δήμιοι, διότι ὁ κακὸς ἄνθρωπος Σαπρίκιος στὶς φιλικὲς εὐλογίες καὶ στὶς ἱκεσίες τοῦ Νικηφόρου ἀπαντοῦσε μὲ βλασφημίες. Τάχα φαίνονταν νὰ ἀγαπᾶ τὸν δεσπότη Θεό, ἐνῶ μισοῦσε τόσο τὸν συνδουλό του καὶ γινόταν τύρρανος. Ἀφοῦ δηλαδὴ ξεφορτώθηκε πάνω σαὐτὸν τὴν δική του καταδίκη. Τελικὰ ἄναψε θυμὸς πυρκαϊᾶς, ὁ ὁποῖος τὸν μὲν παραδομένο γιὰ θάνατο ἔσωσε, ἐνῶ τὸν προδότη τὸν διεβίβασε στὸ αἰώνιο πῦρ!
ΚΔ’. Ἀδελφοί μου. Πασσαλῶστε δίπλα στὴ μνήμη σας τοῦτο τὸ παράδοξο δένδρο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ δίκαια ξερρίζωσε ὁ ξυλοκόπος μὲ ἀξίνα ἀπὸ τὸν θεϊκὸ κῆπο. Αὐτὸ πῆρε τὸν κλῆρο τοῦ αἰωνίου πυρός, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ γιὰ τὸν δαίμονα καὶ τοὺς δικούς του.
Ἕνα τέτοιο γεγονὸς ἀφοῦ τὸ καταγράψετε στὶς δέλτους τῶν μυαλῶν σας, στὴ συνέχεια νὰ ἀποδέχεσθε κάθε ἄνθρωπο ποὺ σᾶς ζητεῖ εὐχὴ καὶ συμφιλίωσι, ἕνωσι ἀνθρώπινη καὶ ἥσυχη, ἀγάπη κοινωνικὴ καὶ βοήθεια, ἀγάπη καὶ συγκατάβασι, καλοσύνη καὶ ἡμερότητα, γλυκύτητα καὶ ἀσφάλεια, χωρὶς διάθεσι ἐπιθέσεως ἢ ἐπιβουλῆς. Δῶστε βοήθεια γιὰ τὴν συγκρότησι τῆς ζωῆς σὲ ὅσα εἶναι μπορετὸ καὶ κάποια συμπαράστασι, ἔλεος, καὶ μεταδοτικότητα. Ἀκόμη δὲ συναναστροφὴ εἰρηνικὴ καὶ φιλοξενία χωρὶς πανουργία. Κάντε σοβαρὸ νεῦμα κεφαλῆς καὶ μιλᾶτε λόγο καλλιεργημένο. Νὰ ἔχετε καλὴ κοινωνικὴ συμπεριφορά καὶ νὰ προσφέρετε βοήθεια χωρὶς τρικλοποδιά. Μὲ συνοίκησι ἤρεμη, μὲ εὐλογία χριστιανική, μὲ συντροφιὰ χωρὶς πανουργία. Νὰ εἶναι σταθερὸ τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι σας. Πρὸς τὴν ἀλήθεια νὰ μὴ ραδιουργῆτε. Στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις νὰ εἶσθε κοινωνικοί. Ἡ μετριοπάθειά σας χωρὶς κακουργία. Στὶς συναλλαγὲς νὰ μὴ ἔχετε δόλο. Οἱ ὑποσχέσεις νὰ εἶναι σταθερές. Ὅταν δανείζετε νὰ μὴ βγάζετε κέρδος, ἢ μὲ δεύτερη σκέψι ξεκάθαρα ἐλάχιστο κέρδος. Μὲ ὅσα ἄλλα συγκροτεῖται ἡ ζωή μας νὰ γίνωνται ἥμερα. Νὰ μὴν ξευτελίζουμε τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Σὰν δένδρα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι νὰ αὐξάνεσθε καὶ νὰ πληθύνεσθε. Νὰ εἶσθε δένδρα πολύκαρπα καὶ καλλίκαρπα. Νὰ γλυκαίνετε καὶ νὰ εὐχαριστῆτε μὲ τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὴν τὰ νεόφυτα βλαστάρια ἁγιάζονται ἐν Θεῷ καὶ ὑψώνονται πρὸς δόξαν Του.
Ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ τέτοιοι νὰ γίνετε, μὲ τὸν λόγο ποὺ μᾶς τελειοποιεῖ. Τέτοιους δηλαδὴ ποὺ ἀγαπᾶ ὁ ἁγιώτατος Βαπτιστὴς νὰ πλησιάζουν στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὸν Παράδεισο.
ΚΕ’. Ἂν βέβαια κάποιος δὲν μπορῆ νὰ προβλέψη τὸ μέλλον καὶ φοβῆται μήπως εἶναι κρυμμένος κάτω ἀπὸ τὸ κάθισμά του κάποιος Σαπρίκιος καὶ τρέμει, μήπως τὸν συναντήση καὶ δὲν πάη πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ θὰ κατρακυλίση καὶ θὰ χαθῆ στὸν Ἅδη, αὐτὸν ἀφῆστε τον νὰ κατηγορῆ τὴν ἄλογη καὶ ἀσύνετη δειλία του. Εὐχηθῆτε πάλι ὁλοψύχως νὰ καταστραφῆ ὁ Σαπρίκιος μὲ τὴν μέθοδο τοῦ Νικηφόρου, τὴν ὁποία περιγράψαμε σὲ τοῦτο τὸ κείμενο. Ἔτσι λοιπὸν ἂν μὲ τὴν παρρησία τῆς πρώτης ἐκείνης Ἀδαμικῆς εὐλογίας (Γένεσι 1,28 καὶ 8,17), μὲ τὴν ὁποία κατοικεῖται ὁ Παράδεισος, καὶ τὰ θεϊκὰ δένδρα καλλιεργοῦνται καὶ θεοφιλῶς αὐξάνουν, τότε θὰ εἶναι ὅλα ἀγαθά, καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι μαζί μας. Ὁ Θεὸς προσπαθεῖ πολὺ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ καθενός. Ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ θέλουμε ἐμεῖς, πολλὲς φορὲς μᾶς σώζει γιὰ τὴν δόξα του. Αὐτὸς εἶναι πανάγαθος καὶ φιλόψυχος. Γιαὐτὸ καὶ εἶναι ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.