‘-Γειά σου Χάμπο τσίφτη!
-Γεια σου και σένα Κάκκο. Σε κέφια σε βλέπω.
-Και μεγάλα κέφια μάλιστα, Χάμπο.
-Βρε μπράβο. Πως κι έτσι; Συνήθως γκρινιάζεις. Όλο δε βγαίνω και δε βγαίνω…
-Ότι δε βγαίνω, δε βγαίνω όπως το εννοεί ο κόσμος.
-Και ποιος βγαίνει πια βρε Κάκκο. Σπίτι – τηλεόραση και στον καφενέ βίδα, ή μπιρίμπα για τον καφέ.
-Ναι Χάμπο. Καταλαβαίνω. Το ίδιο λέμε. Όμως να σε πω μιαν αλήθεια; Τώρα μεσ’ την κρίση, γω βγαίνω…
-Ά, τώρα βγαίνεις! Θα με τρελάνεις Κάκκο!
-Κάτσε βρε Χάμπο ν’ ακούσεις και να καταλάβεις. Άμα λέμε βγαίνω, δεν πάω και στα μπουζούκια, ούτε στην ταβέρνα πάω, ούτε στο θέατρο πάω.
-Και που πας αντ’ αυτού;
-Κοίτα να δεις Χάμπο. Άμα θέλω, ας πούμε, να βγω μια βόλτα, παίρνω και την κυρά, τη Θεγοδοσία και πάμε στο μανάβη.
-Ά, τώρα μάλιστα. Αρχίζω και μπαίνω στο νόημα Κάκκο. Κι αυτό, βέβαια, δεν τελειώνει. Μέρα – παρά μέρα την πας η βόλτα σου!
-Ναι για Χάμπο, δεν τελειώνει. Αυτό μας έμεινε! Και δόξα τω θεώ ακόμα βγαίνω για αυτό κι έτσι βγαίνουμε βόλτα με τη Θεγοδοσία…
-Τωρα ειδικά, λόγω Πάσχα φαντάζομαι…
-Καλά φαντάζεσαι. Τώρα λόγω Πάσχα κάτι παραπάνω θα ψωνίσουμε απ’ το μανάβη. Αυτό δε θα ‘ναι βόλτα. Ημερήσια εκδρομή θα ‘ ναι.
-Άλλο Κάκκο; Για πε και τιποτ’ άλλο.
-Το άλλο, λόγω Πάσχα ειδικά, είναι που, με τη Θεοδοσία πάλε, το γλεντάμε στο super market. Μεγάλη Βδομάδα για, θα χρειαστεί και δυο και τρεις φορές να πάμε στο super.
-Έ ρε γλέντια!
-Ναι Χάμπο. Θες και το καλύτερο; Κει που θα καεί το πελεκούδι; Είναι στο χασάπη. Έχουμε και δύο μουσαφίρια…
-Οποτε θα ψήσετε τ’ αρνί ε;
-Σκεφτομαι Χάμπο… έτσι λέω, αν έρθω στο τσεκίρ κέφι να πάρω ένα ολόκληρο αρνί! Μια ζωή την έχουμε βρε αδερφέ…