«Αἰχμαλωτίζει πᾶν νόημα- καὶ πᾶσαν εὐκαιρίαν- εἰς ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ» ὁ μέγας κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἔχει ἐνώπιόν του πτῶμα ἐλεεινὸ καὶ ἐξαίσιο τὸν πρώην πανίσχυρο Εὐτρόπιο. Τριγύρω του τροχίζουν δόντια καὶ μαχαίρια οἱ ἐχθροί του. Ἑτοιμάζονται νὰ τὸν κομματιάσουν. Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἀφοῦ ἔψαλε πρῶτα τὸ ἐγκώμιο τῆς ματαιότητος, βρίσκει μεγάλη εὐκαιρία νὰ ψάλη καὶ τὸ ἐγκώμιο τῆς ἀνεξικακίας!
Ἔπεσε ἕνα δυνατὸ λιοντάρι καὶ ξεδοντιάστηκε. Ἀμέσως βρῆκαν εὐκαιρία οἱ Ὕαινες καὶ τὸ κοντοζυγώνουν, γιὰ νὰ ξεσχίσουν τὸν πρώην λέοντα. Στὴ ζούγκλα αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος. Ὅποιος σκοντάψει καὶ πέσει ξεσχίζεται. Ὅμως στὰ ἀνθρώπινα ὑπάρχει μετάνοια, ἔλεος, συγχώρησι καὶ τέλος ἀνεξικακία. Ἀνεξικακία! Πόσο μεγαλεῖο ἔχει; Ποιὸς τὴν ἔχει; Μακάριος ὅποιος τὴν ἔχει!
«Ὦ ἄνθρωπε, λέγει, μὴ μνησικακίσης. Εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου, τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκείνου ποὺ εἶπε, «ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσιν» (Λουκᾶ 33,34). Ὅμως, λένε, ὅτι ὁ Εὐτρόπιος ἀποτείχισε ὁ ἴδιος μὲ διάφορα διατάγματα καὶ νόμους τὸ καταφύγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως κοιτᾶξτε. Ὁ Εὐτρόπιος ἔμαθε στὴν πρᾶξι αὐτὸ ποὺ ἔκαμε. Πρῶτος αὐτὸς κατέλυσε τὸν νόμο του. Ἔγινε θέατρο σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένη. Κι ἐνῶ δὲν μιλάη καθόλου, φωνάζει παραινώντας ὅλους νὰ μὴν κάμνουν τέτοια ποὺ ἔκανε αὐτός, γιὰ νὰ μὴν πάθουν τὰ ἴδια. Μὲ τὴν συμφορὰ ποὺ ἔπαθε ἀνεδείχθη δάσκαλος. Ἔλαμψε δὲ μεγάλο φῶς ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν περίπτωσι φάνηκε πόσο φοβερὸ εἶναι. Διότι ἔχει δεμένο τὸν λέοντα. Ἀκόμη καὶ στὴν βασιλικὴ εἰκόνα εἶναι μέγας στολισμός, ὄχι μόνο ὅταν κάθεται στὸν θρόνο του ντυμένος τὸ διάδημα καὶ τὴν πορύρα του, ἀλλὰ καὶ ὅταν κάτω ἀπὸ τὰ βασιλικὰ πόδια βρίσκωνται πεσμένοι βάρβαροι μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω καὶ τὰ κεφάλια τους σκυμμένα» (ΕΠΕ 33,94).