Στο Ιταλικό Δημοψήφισμα που διεξήχθη πριν λίγες ημέρες, οι Ιταλοί καταψήφισαν με ποσοστό περίπου 60% την κυβερνητική πρόταση περί αναθεώρησης του Ιταλικού Συντάγματος, σε συγκεκριμένα ζητήματα στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Γενικώς, η καταψήφιση της πρότασης θεωρείται στρατηγική ήττα του Ιταλού πρωθυπουργού, ο οποίος παραιτήθηκε. Κυρίως όμως του «Ευρωπαϊκού Ιερατείου» συνολικά, που επιχείρησε την «απλοποίηση» του ιταλικού συστήματος διακυβέρνησης, μέσω των αλλαγών που προέβλεπε η αναθεώρηση του συντάγματος. Πριν αναφερθώ στα χαρακτηριστικά του Ιταλικού Δημοψηφίσματος, θα ήθελα να γράψω λίγα λόγια για τα δημοψηφίσματα συνολικά.
Κατά το Ελληνικό Σύνταγμα, ένα δημοψήφισμα για να θεωρείται πραγματικά «γνήσιο» πρέπει να περιέχει μια απλή – ως προς για το γνωστικό επίπεδο του μέσου πολίτη – ερώτηση, που διατυπώνεται με σαφήνεια και δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Σε περίπτωση που το ερώτημα που τίθεται είναι «εξειδικευμένο», είναι υποχρεωτικό να έχει προηγηθεί μια σαφής και αναλυτική επεξήγηση από πλευράς της πολιτείας, για τις λεπτομέρειες και τις επεκτάσεις του ερωτήματος. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο το Ελληνικό Δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Ιούνιο του 2015, για την υπερψήφιση ή όχι της τότε πρότασης των δανειστών, ήταν εξαρχής μη-αυθεντικό και παραπλανητικό, κατά την άποψη του γράφοντος. Διότι οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να μπουν σε μια διαδικασία υπερψήφισης ή όχι μια ιδιαίτερα πολύπλοκης οικονομοτεχνικής πρότασης, την οποία σχεδόν κανένας δεν είχε διαβάσει με λεπτομέρεια. Πέρα από τον διαχωρισμό και την πόλωση που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία, με τους μισούς Έλληνες να βρίζουν ως «προδότες», «γερμανοτσολιάδες» και «δωσίλογους» τους άλλους μισούς, αποτέλεσε εξαρχής κατά την άποψη του γράφοντος, μια νοθευμένη κοινοβουλευτικά διαδικασία. Καθώς οι Έλληνες κατ’ ουσίαν δεν ψήφισαν για την αποδοχή ή όχι της συγκεκριμένης πρότασης (την οποία σχεδόν κανένας δεν είχε διαβάσει), αλλά για το «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην Ευρώπη», «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στα μνημόνια», «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο Ευρώ» και όπως αλλιώς το όριζε υποκειμενικά ο καθένας. Αυτό κατά το Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και κατά την ουσία, αποτελεί τον ορισμό του «μη-γνήσιου» δημοψηφίσματος.
Πριν αναφερθώ στο Ιταλικό Δημοψήφισμα, πρέπει να προσθέσω και το εξής: Γενικώς η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων δεν αποτελεί γνώρισμα μιας υπεύθυνης και ικανής ηγεσίας (κατά την υποκειμενική άποψη του γράφοντος πάντα…). Διότι οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες και κυβερνήσεις, εκλέγονται από τον λαό για να πάρουν αποφάσεις «εύκολες» ή «δύσκολες». Συχνά οι ηγεσίες στο κάλεσμα μιας «δύσκολης» ή όχι απόφασης, προσφεύγουν στα δημοψηφίσματα, με μοναδικό σκοπό την αποποίηση των πολιτικών ευθυνών τους ή την συντεταγμένη πόλωση της κοινωνίας για πολιτικά οφέλη. Έτσι, φθάνουμε συχνά στην απόλυτη διαστρέβλωση της δημοκρατικής λειτουργίας, υποχρεώνοντας «την γιαγιά στο χωριό» να αποφασίσει για μια πολύπλοκη οικονομοτεχνική πρόταση ή μια συνταγματική αναθεώρηση δεκάδων σελίδων, επειδή κάποιοι απλά αρνούνται να ασκήσουν το καθήκον τους.
Όσον αφορά το Ιταλικό Δημοψήφισμα, η κυβερνητική πρόταση αφορούσε την συνταγματική αναθεώρηση για μια σειρά ζητημάτων, που αφορούσαν κυρίως το ιταλικό σύστημα διακυβέρνησης και τον εκλογικό νόμο. Πιο συγκεκριμένα, οι προτεινόμενες αλλαγές αφορούσαν κυρίως την αποδυνάμωση του Σώματος της Γερουσίας στην Ιταλία (αποτελεί το δεύτερο ιταλικό βουλευτικό σώμα), ώστε οι όποιες αλλαγές στην νομοθεσία, η ψήφιση των νομοσχεδίων αλλά και η εμπιστοσύνη της Ιταλικής Βουλής, να μην απαιτούν την έγκρισή του. Ο πραγματικός σκοπός του Ιταλικού Δημοψηφίσματος υπήρξε η «διευκόλυνση» ψήφισης των σκληρών μέτρων που είχε σκοπό (και «υποχρέωση»…) να λάβει η ιταλική κυβέρνηση, χωρίς να προκαλείται κατά σύστημα κυβερνητική και πολιτική αστάθεια.
Προφανώς και η καθολική καταψήφισή του από τον ιταλικό λαό αποτελεί ακόμα μια ήττα του «Ευρωπαϊκού Ιερατείου», που για ακόμα μια φορά δείχνει να στρουθοκαμηλίζει συντεταγμένα. Αντί επιτέλους να σεβαστούν της δημοκρατικές επιλογές των Ευρωπαίων πολιτών – αλλά κυρίως τις απαιτήσεις και τις επιδιώξεις τους – επιμένουν να επιχειρούν να «φτιάξουν» κυβερνήσεις από μη-δημοκρατικά εκλεγμένα κέντρα αποφάσεων, που απλώς θα «περνάν και θα ψηφίζουν ότι γουστάρουν». Αυτή η κατάσταση – σε συνδυασμό με την απόλυτη αποτυχία της «πολιτικά ορθής» Ευρώπης να ανταποκριθεί στην επίλυση της οικονομικής κρίσης, την αντιμετώπιση της ανεργίας και της εσωτερικής ασφάλειας σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη – έχουν (δυστυχώς) φέρει στην εξουσία ακραίες κυβερνήσεις (προς τα «δεξιά» και προς τα «αριστερά») και καθαρά δημαγωγικά πολιτικά μορφώματα, σε πολλές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Η πρόσφατη ήττα του ακροδεξιού κόμματος των «Ελευθέρων» στην Αυστρία, αποτελεί ενθαρρυντική εξαίρεση στον κανόνα εκλογικής γιγάντωσης κομμάτων δημαγωγικού ή ακραίου πολιτικού λόγου που παρατηρείται παντού τελευταία. Αν όμως η Ευρώπη και η «Δύση» συνολικότερα, δεν αποφασίσουν επιτέλους να ανταποκριθούν στις ανάγκες και απαιτήσεις των πολιτών τους – κυρίως στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της εργασίας και της ασφάλειας που δείχνουν να αγνοούν με μεγάλη «επιμονή» – τέτοιες «εξαιρέσεις» θα καταστούν απόλυτη σπανιότητα.
Παύλος Κιλίντζης
Μέλος της Ένωσης Κεντρώων