Τη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού ακολούθησε μια ακόμη απάνθρωπη πράξη, που στα σαλόνια της κοσμοπολίτικης Λοζάνης ονομάστηκε «ανταλλαγή πληθυσμών» Ελλάδας-Τουρκίας. Στο πλαίσιό της 319 καταταλαιπωρημένες οικογένειες[2] από τον Πόντο εγκαθίστανται από το 1923 ως το 1924 σε ένα εγκαταλελειμμένο από τους Τούρκους χωριό, στις βορειοδυτικές πλαγιές του Βερμίου, την Κρίμσια ή Κρέμιτσα[3]. Οι περισσότερες από αυτές προέρχονταν από την περιοχή της Γαράσαρης, το Επές, και από τα χωριά Κιαμίν-μπελί (Σαρ-γερί), Κιζίκ ή Γουζούχ, Γάρτιπλι, Τερμέν-τας, Τερέ-ταμ και Κιοβ-τεπέ. Μαζί τους και πέντε έξι οικογένειες από τη Ματσούκα (Μάτσκαληδες ή χαψάδες όπως τους αποκαλούσαν) και κάνα δυο από το Τσαγράκ της Κερασούντας.
Σέρτικη η ράτσα τους, ρίζωσε επίμονα στον κακοτράχαλο τόπο και βλάστησε. Ανασήκωσαν τα μανίκια, έχτισαν σπίτια, ανάστησαν φαμίλιες, καλλιέργησαν τον τόπο, άλλαξαν τη γεωμορφολογία του και μέχρι το 1940 κατάφεραν να βάλλουν μια τάξη στη ζωή τους. Η Κρέμιτσα σιγά σιγά άλλαξε μορφή μα και όνομα. Έγινε τώρα πια Μεσόβουνο.
Κι ενώ ακόμη κάποιοι δεν πρόλαβαν να βγάλουν τα μαύρα από το πένθος για τους νεκρούς που άφησαν στον Πόντο, ο πόλεμος τους φέρνει κι άλλες συμφορές. Οι ηρωϊκοί Μεσοβουνιώτες αντιστέκονται στον κατακτητή. Οι ηθικοί αυτουργοί της γενοκτονίας στον Πόντο, οι Γερμανοί, τη φορά αυτή γίνονται θύτες. Με τη βοήθεια επίορκων Ελλήνων δυο φορές ολοκαυτώνουν το χωριό, μακελεύοντας την πρώτη φορά στις 23 Οκτωβρίου του 1941 165 άντρες, ενώ στις 23 Απριλίου του 1944 βάφουν τις πλαγιές του Βερμίου με το αίμα 112 αθώων γυναικόπαιδων. Στις 6 Ιουνίου του 1947 το τρίτο ολοκαύτωμα έγινε από χέρια «αδελφικά». Το χωριό μετά από τρία ολοκαυτώματα καταστράφηκε ολοσχερώς. Δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα.
Όσοι από τους κατοίκους επέζησαν σκορπίστηκαν στα Κομνηνά, στον Φιλώτα, στον Άγιο Δημήτριο και στο Καπνοχώρι Κοζάνης, στη Νάουσα. Στο τέλος του Εμφυλίου επέστρεψαν οι κάτοικοι στο χωριό μα σαν μετρήθηκαν βρέθηκαν οι μισοί. Εκτός από τους σκοτωμένους, τα πεντάρφανα που είχαν δοθεί για υιοθεσία και αυτούς που δεν θέλησαν για ψυχολογικούς λόγους να επιστρέψουν, έλειπαν και οι «άλλοι», οι «ηττημένοι», αυτοί που πήραν το δρόμο της εξορίας στην Ανατολική Ευρώπη.
Η Γενοκτονία της Μνήμης
Ο Στάθης Καραγιαννίδης από το Μεσόβουνο, το όνομα του οποίου με περηφάνια φέρω, ήταν ο πατέρας της μητέρας μου που εκτελέστηκε στα τραγικά γεγονότα του Ολοκαυτώματος του Μεσόβουνου, όπως και η μεγάλη της αδερφή, η Μάρθα, καθώς και ο μικρός της αδελφός ο Στράτης. Η μητέρα μου, ενός έτους τότε, δεν τους γνώρισε, δεν έχει εικόνα των προσώπων τους – ούτε βέβαια και εμείς – αφού στα αποκαΐδια του Μεσόβουνου δεν βρέθηκε καμιά φωτογραφία τους. Οι κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους εκτός από τις εκατόμβες των νεκρών και την ανείπωτη δυστυχία που άφησαν πίσω τους μας απέκοψαν βίαια από τον ομφάλιο λώρο της ύπαρξής μας, μας αποστέρησαν το δικαίωμα να γνωρίζουμε από «πού κρατάει η σκούφια μας», πώς ήταν δηλαδή ο πατέρας, η μητέρα, ο αδελφός, ο παππούς, ο θείος μας. Μας αποστέρησαν το δικαίωμα να γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι γείτονες, οι συγχωριανοί μας, αν ποτέ υπήρξε κάποιος άνθρωπος, αφού τα όλο το αρχείο της Κοινότητας κάηκε, ενώ το μητρώο ξανασυντάχθηκε αργότερα από μνήμης. Μας αποστέρησαν τη γνώση και τον πλούτο της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα τιμαλφή πετράδια της μνήμης μας, του πως ήταν χτισμένο δηλ. το χωριό μας.
Ωστόσο αυτοί που επέζησαν επέστρεψαν, ανασκουμπώθηκαν και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Έκαναν τότε την απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, τον πόνο και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, την πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόγι τους τραγούδι. Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους που πότισε τη αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Κι έδωσε πλούσιους καρπούς. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων με ελπίδα για ζωή.
Πεισματάρηδες, εργατικοί και φιλοπρόοδοι οι απόγονοι των ξεριζωμένων Επεσλήδων και αυτών που ολοκαυτώθηκαν τρεις φορές, μεταμόρφωσαν τα αποκαΐδια σε ένα πανέμορφο χωριό με κατακαίνουργια σπίτια, χτισμένα με περίσσιο γούστο και αισθητική αρτιότητα. Οι κάτοικοι σήμερα ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί είναι και οι εργαζόμενοι στη Δ.Ε.Η. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του φράγματος στο Βέρμιο έδωσε νέα πνοή στην μηλοκαλλιέργεια και την κερασοκαλλιέργεια, αφού παρέχεται η δυνατότητα άρδευσης 3.000 και πλέον στρεμμάτων.
Όμως ο άνθρωπος «ου μόνον επ’ άρτον ζήσεται», και χρέος ιερό επιτάσσει στους απογόνους των θυμάτων του ολοκαυτώματος του Μεσόβουνου τη γνωστοποίησή του στο πανελλήνιο, τη μεταλαμπάδευση της μνήμης στις επερχόμενες γενιές. Γιατί κατά πως λέει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς:
Χρωστάμε
σε όλους όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα έρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Στον αγώνα, λοιπόν, της Μνήμης ενάντια στη λήθη, οι απόγονοι των αδικοχαμένων νεκρών έστησαν μνημεία για αυτούς, τελούν μνημόσυνα, πραγματοποιούν εκδηλώσεις, γράφουν βιβλία, μνημονεύοντάς τους σε κάθε ευκαιρία. Γιατί κατά πως λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στην Επιμνημόσυνη γονυκλισία:
Δεν σας ξεχάσαμε.
Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.
Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους,
όλο αίματα, τρύπες και χώματα.
Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε!
Η καρδιά μας μεγάλωσε, απόχτησε ουρανό
με σελήνη κι αστέρια δικά της, λαμπρά,
για τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους αγίους της.
Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ’ όταν
χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας.
Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας, στα δέντρα
που φυτέψατε και ψήλωσαν, άνθισαν, κάρπισαν
μόνα τους, δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε!…
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι
δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά αυτά που το ύψος τους
φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα
πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα
οι μορφές σας, στέκουν πάνω απ’ την ποίηση.
Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις
δεν φτάνουν να φτιάξουμε, ωραίο-ωραίο, καθώς
θα της ταίριαζε, ένα ένδυμα στη θυσία σας.
Αν μπορείτε ν’ ακούσετε τη σιωπή μας, ακούστε τη
αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε!
Ο Ευθύμιος Γ. Κυριάκου
Στον αγώνα της Μνήμης ενάντια στη λήθη, στον αγώνα της ιστορικής έρευνας του ολοκαυτώματος του Μεσόβουνου ήρθε να προστεθεί πρόσφατα μια μαρτυρία. Κάποιου ανθρώπου ο οποίος έμεινε στη μνήμη μας ως ένας αριθμός. Οι μαρτυρίες ανέφεραν πως ανάμεσα στους εκτελεσμένους ήταν και τρεις δάσκαλοι. Οριζόντια παραθέτει η Ιστορία έναν αριθμό, τρεις δάσκαλοι σου λέει εκτελεσμένοι, και πάει ξεμπέρδεψε. Πού να φανταστείς εσύ, από την ασφάλεια που σου παρέχει η χρονική απόσταση από το τρομερό γεγονός, τι πόνο, τι θλίψη, τι δυστυχία προκάλεσε ξεχωριστά καθένας από αυτούς τους «ανώνυμους» θανάτους.
Και όμως να που αγώνας της Μνήμης απέναντι στον πανδαμάτορα και ολετήρα χρόνο δικαιώνεται! Ανάμεσα στους τρεις εκτελεσμένους δασκάλους ήταν και ο Ευθύμιος Γ. Κυριάκου (1917 – 1941), ένα εικοσιτετράχρονο μόλις παλικάρι.
Ο Ευθύμιος Γ. Κυριάκου ήταν ο τριτότοκος γιος του Γεωργίου Κυριάκου και της Ευαγγελίας Πανταζή. Γεννήθηκε στην Ξηρονομή Βιωτίας[4] το έτος 1917. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτόσωμος, μελαχρινός και ευπαρουσίαστος. Φορούσε πάντα κοστούμι με γραβάτα και κασκόλ. Ήταν κοινωνικός και στην συμπεριφορά του αυστηρός και δίκαιος.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Ξηρονομή. Φοίτησε στο Δημοτικό της Σχολείο (1923-1929) και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο Δομβραίνης και στο Γυμνάσιο της Θήβας. Ήταν άριστος μαθητής. Επιθυμία του ήταν να σπουδάσει κτηνίατρος στην Ουγγαρία, όνειρο το οποίο δεν εκπλήρωσε αφού οι οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας του δεν επαρκούσαν.
Εισήχθη στην Ακαδημία Αθηνών από την οποία αποφοίτησε ως Δημοδιδάσκαλος. Αφού τέλειωσε τις σπουδές του και την στρατιωτική του υπηρεσία, διορίστηκε, για μικρό χρονικό διάστημα δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Ξηρονομής, ακολούθως στο χωριό Κυριάκι της Λιβαδειάς και στη συνέχεια στο Μεσόβουνο. Στο Μεσόβουνο έμελε να τελειώσει και η ζωή του, είκοσι τρεσσάρων χρονών λεβέντης.
Έφτασε στη νέα του θέση την 22η Οκτωβρίου 1941 ή κατ’ άλλη εκδοχή την 23η Οκτωβρίου 1941, μια μέρα πριν ή την ίδια μέρα κατά την οποία ο γερμανικός στρατός μπήκε στο Μεσόβουνο και το κατέστρεψε ολοσχερώς. Μάλιστα οι πληροφορίες[5] μας λένε ότι αμέσως μετά την άφιξή του στο Μεσόβουνο, βλέποντας την τεταμένη κατάσταση, έγραψε γράμμα στον πατέρα του[6], αναφέροντας μεταξύ άλλων πως «Η κατάσταση εδώ είναι πολύ δύσκολη. Οι κάτοικοι είναι αγριεμένοι. Οι εξελίξεις δύσκολες και δεν ξέρω τι θα γίνει». Ανήσυχος ο πατέρας του τού γράφει να επιστρέψει αμέσως πίσω αλλά τα τραγικά γεγονότα είχαν ήδη επισυμβεί, αφού στις 23 Οκτωβρίου 1941, σαράντα αυτοκίνητα με στρατιώτες της Βέρμαχτ, από Φλώρινα, Έδεσσα και Θεσσαλονίκη, περικύκλωσαν το χωριό, συγκεντρώνοντας σε μια άκρη του όλους τους κατοίκους. Στα γυναικόπαιδα έδωσαν δίωρη προθεσμία να εγκαταλείψουν το χωριό και τους άντρες ηλικίας 16 έως 69 χρόνων τους εκτέλεσαν ομαδικά. Από την τραγική εκείνη στιγμή συγκλονίζουν τα εξής γεγονότα τα οποία μου αφηγήθηκε η γιαγιά μου Πελαγία Ακριτίδου Καραγιαννίδου: ανάμεσα στους άντρες που συγκεντρώθηκαν ήταν και ο ανάπηρος Αγάπιος Ασφαλτίδης, τον οποίον θέλησαν να εξαιρέσουν οι κατακτητές από την εκτέλεση. Ωστόσο ο Αγάπιος, «ο άχαρον ο ξάδεφλο μ’ ο Αγάπ’ς» που έλεγε η συγχωρεμένη και χαροκαμένη γιαγιά μου, είπε ένα γενναίο και αντρίκιο «όχι». Και τράβηξε « στην τιμή και στην υπόληψή του» που λέει κι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ακόμη γενναία στάση κράτησε και ο Πέτρος Παραστατίδης, ο οποίος φορώντας γυναικεία ρούχα διέφυγε τη σύλληψη. Βλέποντας όμως όλους τους άντρες του συγκεντρωμένους να οδηγούνται στην εκτέλεση, δεν άντεξε. Έβγαλε τα γυναικεία ρούχα και συναρίθμησε εαυτόν με τους μελλοθανάτους.
Εκτελέστηκαν συνολικά 135, κατά τον κατοχικό νομάρχη Κοζάνης Κωνσταντίνο Γεωργαντά, 142, σύμφωνα με τους Γερμανούς, ή 165 σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού, Μεσοβουνιώτες. Ανάμεσά τους και οι τρεις δάσκαλοι του χωριού. Λέγεται ότι ο παππάς του χωριού, άλλοι λένε οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής, είχε ζητήσει να εξαιρεθούν οι δάσκαλοι ως ξενομερίτες, αλλά δεν εισακούστηκαν[7]. Ακολούθως οι κατοχικές δυνάμεις πυρπόλησαν το χωριό με εμπρηστικές βόμβες, εκτός από 5 σπίτια και την εκκλησία.
Εν τω μεταξύ οι Ξηρονομίτες δεν λησμόνησαν τον άνθρωπό τους, τον αδικοχαμένο και προσφιλή νεκρό τους. Έρευνα του χωριανού τους Ευάγγελου Κακάτση το έτος 1951, όταν αυτός υπηρετούσε την θητεία του στους Λόχους Καταδρομών στην περιοχή της Κοζάνης, για την ανεύρεση του χώρου ταφής του Ευθυμίου απέβη άκαρπη, αλλά και ο πρόεδρος του Μεσόβουνου, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους συγχωριανούς του, αγνοούσε την εν λόγω περίπτωση αφού και στο μνημείο που έχει ανεγερθεί (1976) από τους κατοίκους του Μεσόβουνου, στον χώρο τις εκτέλεσης, το όνομα του Ευθυμίου Γ. Κυριάκου δεν αναγραφόταν. Ο Σύλλογος των Ξηρονομαίων δραστηριοποιείται και αναλαμβάνει πρωτοβουλία με τον εκπρόσωπο της οικογένειας, τον Γεωργίου I. Κυριάκου ομογενή από την Αμερική, και το καλοκαίρι του 2018 επισκέπτονται το Μεσόβουνο. Επιθυμία τους να δουν το μέρος που μετατέθηκε, εκτελέστηκε και θάφτηκε ο δάσκαλος και θείος του, αδελφός του πατέρα του. Πηγαίνουν στον χώρο εκτέλεσης, ανάβουν κερί στη μνήμη του πολύκλαυστου νεκρού τους, ωστόσο διαπιστώνουν πως το όνομα του Ευθύμιου Γ. Κυριάκου λείπει από τα αναγραφόμενα στο Μνημείο πεσόντων ονόματα. Υποβάλλουν αίτημα προς την Τοπική Κοινότητα Μεσοβούνου. Οι τοπικοί παράγοντες με επικεφαλής το πρ. Δήμαρχο Βερμίου κ. Σοφοκλή Σιδηρόπουλο, τον πρ. Πρόεδρο Δημοτικού Διαμερίσματος Μεσοβούνου κ. Δημήτριο Τσαΐδη αλλά και τον νυν κ. Παύλο Παραστατίδη ικανοποιούν το δίκαιο αίτημα, δικαιώνοντας τη μνήμη του νεκρού ύστερα από εβδομήντα οχτώ χρόνια.
Αθάνατος ο Ευθύμιος Γ. Κυριακού! Αιωνία η Μνήμη του! Ελαφρύ ας είναι το χώμα του Μεσόβουνου που τον σκεπάζει. Κι εκείνο το δροσερό αεράκι που φυσά πάνω από τον Ελικώνα και τα χωριά Χώστια, Θίσβη, Δόμβραινα, ας φέρνει το τραγούδι από τις Μούσες του Ελικώνα ως τις πλαγιές του Βερμίου και το Μεσόβουνο, για να τον νανουρίζει ήρεμα και γαλήνια στον αιώνιο ύπνο του…
Η Μνήμη του παρελθόντος
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξη μας. Γιατί η μνήμη δεν είναι μόνο ο χρονικογράφος των περασμένων βιωμάτων μας, αλλά και ο προσωπικός μας χρόνος όπου αγκυροβολούν οι εμπειρίες μας.
Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη.
Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας στον αγώνα ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Είναι απαραίτητη η μνήμη στον αγώνα για την αποφυγή τραγικών γεγονότων. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς των αιτίες. Να θυμάται και να αγωνίζεται για να τις αποφεύγει…
[1] Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος – συγγραφέας, διευθυντής του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών περιοδικού «Ποντιακή Εστία» που εκδίδει από το 1950 το σωματείο «Παναγία Σουμελά». Γεννήθηκε στο μαρτυρικό χωριό Πύργοι Εορδαίας και η μητέρα του στο διπλανό, επίσης μαρτυρικό χωριό Μεσόβουνο. Η οικογένειά του καταμετρά θύματα στα τραγικά γεγονότα του Μεσόβουνου, μεταξύ των οποίων ο παππούς του Στάθης Καραγιαννίδης – όνομα του οποίου φέρει – και τα αδέλφια της μητέρας του η δεκατετράχρονη Μάρθα και ο τρίχρονος Στράτης.
[2] Αρχείο Ε.Α.Π.
[3] Δεκαεννιά χλμ από την Πτολεμαΐδα.
[4] Η Ξηρονομή είναι χωριό του νομού Βοιωτίας και ανήκει στο Δήμο Θηβαίων, όπως αυτός συστάθηκε σύμφωνα με το Πρόγραμμα Καλλικράτης. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα, κτισμένη σε υψόμετρο 190 μέτρων, μεταξύ των ακτών του Κορινθιακού και της Θήβας.
[5] Τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κώστα Νίκα, δάσκαλο του Δημοτικού Σχολείου Ξηρονομής.
[6] Οι ίδιες πληροφορίες μας αναφέρουν πως το γράμμα αυτό το φύλαξε στον κόρφο του ο τραγικός πατέρας μέχρι το τέλος της ζωής του.
[7] Ο γράφων εκτιμά πως στο στόχαστρο των κατακτητών και της αστυνομίας ήταν πρωτίστως οι δάσκαλοι, τους οποίους είχαν μανία εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης του Κατρανιτσιώτη (από το διπλανό χωριό Πύργοι Πτολεμαΐδας) δάσκαλου Αλέκου Χατζητάσκα (Πύργοι 1910 – Πράγα 1989) πρωτεργάτη της δημιουργίας από το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ της ανταρτικής οργάνωσης «Ελευθερία» στο Μεσόβουνο.