Η διαπυητική δερματίτιδα είναι μια χρόνια, διαπυητική, συχνά ουλωτική νόσος των περιοχών του δέρματος που φέρουν αποκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες δηλαδή της μασχάλης, της πρωκτογεννητικής περιοχής και σπάνια του τριχωτού της κεφαλής. Συχνά η νόσος συνδυάζεται με βαριά οζώδη και κυστική ακμή.
Η νόσος προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες απ’ ότι τους άνδρες και παρουσιάζεται από την εφηβεία έως την κλιμακτήριο.
Η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η παχυσαρκία, γενετική προδιάθεση για ακμή , απόφραξη πόρου αποκρινών αδένων, δευτεροπαθής μικροβιακή λοίμωξη.
Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι ο διαλείπων πόνος και η έντονη ευαισθησία που σχετίζονται με τον σχηματισμό αποστημάτων στην μασχαλιαία ή στην πρωκτογεννητική χώρα.
Η βαρύτητα της νόσου ποικίλει σημαντικά. Πολλοί ασθενείς έχουν ήπια νόσο, με υποτροπιάζοντα αυτοϊώμενα οζίδια ώστε δεν αναζητούν θεραπεία. Η πάθηση συνήθως υφίεται αυτόματα με την πρόοδο της ηλικίας. Σε ορισμένους ασθενείς η πορεία μπορεί να είναι βραδέως επιδεινούμενη με παροχετεύοντα συρίγγια και σχηματισμό ουλών.
Η θεραπεία περιλαμβάνει έγχυση τριαμσινολόνης στα επώδυνα οζίδια που ακολουθείται από διάνοιξη και παροχέτευση του περιεχομένου. Τα αντιβιοτικά από το στόμα είναι η πρώτη γραμμή θεραπείας μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα. Κορτιζόνη μπορεί να χορηγηθεί παράλληλα όταν ο πόνος και η φλεγμονή είναι έντονα. Σε εκτεταμένη χρόνια νόσο μπορεί να απαιτηθεί πλήρης εξαίρεση του δέρματος.