Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος 295-373, σὰν ἐκπρόσωπος τοῦ πρώτου καιροῦ τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, γράφει στὸ περὶ Παρθενίας ἔργο του, ὅτι «οἱ ἄφρονες ἁμαρτωλοὶ δὲν καταλαβαίνουν τὶ κάμνουν. Τοὺς ἀποτύφλωσε ἡ ὕλη καὶ οἱ κοσμικὲς φροντίδες καὶ πλανῶνται, μέχρι νὰ τοὺς ἀποσταλῆ ὁ ἀπότομος στρατιώτης, ὁ ὁποῖος δὲν θαυμάζει πρόσωπα, οὔτε δωροδοκεῖται. Θὰ ὁδηγηθοῦν οἱ ψυχές τους μὲ βία ἀπὸ τοὺς ἀνελεήμονες Ἀγγέλους καὶ θὰ λάβουν τὴν ἀπόφασί τους ἀπὸ τὸν Θεό» (ΕΠΕ 11,204).
Ἐδῶ ὑπογραμμίζεται, ὅτι ἀποστέλλεται «ὁ ἀπότομος στρατιώτης», ὁ ὁποῖος ἐπεμβαίνει ἁρπαχτικὰ μαζὶ μὲ «τοὺς ἀνελεήμονες Ἀγγέλους» καὶ ὁδηγοῦν πλέον μὲ βία τοὺς ἄφρονες ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι δὲν πρόσεξαν τὸν βίο τους.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁρίζεται πλέον σὰν διαρκὲς διακόνημα, μέλημα ὄχι μόνο στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε ψυχῆς, ὡς συνεχὴς φρονιματισμὸς πρὸς ἀποφυγὴν τῶν περικυκλούντων πειρασμῶν, διότι «κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσιν» (Ψαλμὸς 11,8). Γιαὐτὸ λέγει πάλι, «Πᾶσαν ὥραν μνημόνευε τῆς ἐξόδου σου. Ἔχε καθ’ ἡμέραν πρὸ ὀφθαλμῶν τὸν θάνατον. Μνημόνευε τίνι σε δεῖ παραστῆναι» (ΕΠΕ 11,212).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος παραθέτει στὴν ἀφήγησι τοῦ βίου τοῦ Μ. Ἀντωνίου, τὸ γεγονὸς τῆς ἁρπαγῆς τοῦ νοός του καὶ τὶ εἶδε σαὐτὴν τὴν ἀνάβασί του, ὄντας ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Κατὰ τὴν πορεία του αὐτὴ στὸν ἀέρα συνάντησε κακοποιὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐμπόδιζαν. Ἄλλοι τὸν ὑπερασπίζονταν καὶ ἄλλοι ζητοῦσαν λογαριασμὸ τῶν πράξεών του. Ὅταν συνῆλθε, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶδε, καὶ ξανάγινε Ἀντώνιος, ἔμεινε τρεῖς μέρες νηστικὸς ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ ἔζησε. Θαύμαζε δὲ καὶ ἀποροῦσε, λέγοντας μὲ πόσους ἔχουμε νὰ παλέψουμε, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νὰ περάσουμε ἀνερχόμενοι τὸν ἀέρα (ΕΠΕ 11,124).
Ἡ μνήμη θανάτου βεβαίως εἶναι μεγάλο κεφάλαιο στὰ νηπτικὰ κείμενα καὶ γενικώτερα στὴν πατερικὴ διδαχὴ ὡς διαρκὴς ὑπόμνησι τῆς ὥρας ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ γήϊνα. «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἁμαρτήσεις» (Σοφία Σειρὰχ 7,36 καὶ 28,6). Διότι στὴν κατάστασι ποὺ θὰ βρεθῆ ἡ ψυχὴ κατ’ ἐκείνην τὴν ὥρα, μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα καὶ θὰ κριθῆ ἔχοντας αἰώνιες ἐπιπτώσεις. Τὸ ἕτοιμον ἢ τὸ ἀνέτοιμον τῶν φρονίμων καὶ τῶν μωρῶν παρθένων ἔκρινε ὁριστικὰ τὸ ἂν θὰ ἦταν ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἐν προκειμένῳ ἡ ἀγωνιώδης κραυγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν ὄρθρο τῆς Μ.Τρίτης εἶναι «μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ».
ἀρ.νι.μα.