Όταν ένας υπολογιστής παύει να ανταποκρίνεται, προχωρούμε σε επανεκκίνηση: Control, alt, delete.
Απλά τα πράγματα και η λύση είναι άμεση. Και εύκολη.
Στην περίπτωση ενός κράτους, όμως;
Τίποτα δεν είναι εύκολο εκεί. Πολύ περισσότερο όταν το κράτος αυτό είναι η Ελληνική δημοκρατία, όπως εμείς την χτίσαμε και όπως εμείς με πάταγο την γκρεμίσαμε σε χρόνο ρεκόρ. Ένα κράτος που ακόμη και μια αυτονόητα επιβαλλόμενη αλλαγή, ακόμη και σχεδόν ανακλαστικά επιβαλλόμενη, πάντοτε περνούσε από το φίλτρο του «πολιτικού» κόστους. Όπου πάντοτε αυτός που ήταν να καρπωθεί κάτι ή, πολύ περισσότερο, να διαφυλάξει τα «κεκτημένα» του, φώναζε περισσότερο. Είχε -δεν είχε- δίκιο. Αδιάφορο. Στην τελική, ουδείς από τους υπόλοιπους καταλάβαινε ή και να καταλάβαινε, δεν αντιδρούσε. Γιατί το ταμείο δεν έβγαζε ποτέ οριστικό λογαριασμό. Και έτσι υπηρετούνταν το εκάστοτε συμφέρον, διαφυλασσόταν η αξιοπρέπεια και οι λογαριασμοί πηγαίνανε «εις νέα χρήση». Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές για την ζωή όσων μπορούσαν να φωνάζουν, να πιέζουν και να επιβάλλουν την διατήρηση των προνομίων τους.
Και έτσι πορευόμασταν ως λαός. Με τον αέρα μας. Και την θεωρία τους οι πολλοί και –κυρίως- οι βολεμένοι. Που μπορεί η κατάσταση στα χαρτιά και στη λογική να μην επαληθεύονταν, αλλά όσοι την πουλούσαν όλο και πιο θρασείς γίνονταν. Και έτσι εξασφάλιζαν το πιο σημαντικό: Ότι ο λογαριασμός δεν θα τους έρθει ποτέ.
Τα παραπάνω είναι χιλιοειπωμένα. Και ενώ αποτελούσαν παραδοχές, τίποτα δεν άλλαζε, αποδεικνύοντας το πόσο ριζωμένες, σχεδόν θεσμικά, ήταν αυτές οι καταστάσεις στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα.
Τώρα όμως;
Τώρα βγήκε ο λογαριασμός. Και, λυπάμαι που το λέω (το έλεγα, δυστυχώς, εδώ και χρόνια), αλλά ήταν αναγκαίο και αναπόφευκτο να βγει, για να συνεχίσουμε σε νέα βάση και με νέα αφετηρία.
Και το ενδιαφέρον, πλην όμως νομοτελειακά αναμενόμενο, είναι πως τον λογαριασμό εξανάγκασαν να βγει εκείνοι που μια ζωή πίστευαν ότι, πρωτίστως, οι άλλοι θα πρέπει να τον πληρώσουνε. Για τους δικούς τους λόγους, για την δική τους θεωρία. Στην οποία, ναι, ήταν συνεπείς. Εύκολο θα μου πείτε και έτσι αποδείχθηκε.
Έλα όμως που, όπως αποδείχθηκε, τα πράγματα δεν είναι έτσι! Και δεν μπορούσε, άλλωστε. Εκτός και αν είχαμε βρει την μαγική συνταγή των παραμυθιών.
Όσο ρεφενέ και να βάλουμε, πιο κάτω αλλά και πιο πάνω από το μηδέν δεν υπάρχει. Οι τράπεζες υπέστησαν (με απόλυτη ευθύνη των κυβερνώντων) τον απόλυτο μηδενισμό και για να μπορέσει να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία τους θα πρέπει να βιώσουμε απίστευτες καταστάσεις για τουλάχιστον 3 μήνες. Εκτός και εάν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος οδηγήσει σε ένα νέο νόμισμα, οπότε τα πράγματα θα «υπεραπλουστευθούν». Χωρίς να σημαίνει ότι θα είναι καλύτερα. Άλλωστε, ο δρόμος προς τον διάολο είναι εύκολος. Και γρήγορος, όπως αποδείχθηκε τους τελευταίους 6 (ούτε καν) μήνες.
Τώρα, μερικοί, ίσως, κατάλαβαν ότι όταν με μεγαλοστομίες πολεμούσαν τις τράπεζες ως τον μεγαλύτερο εχθρό τους, πολεμούσαν τους καταθέτες, κατεξοχήν δε τους μικρούς, δηλαδή τον ίδιο τους τον εαυτό. Τώρα ξανασυστήνονται και έχουν χρόνο να ξανασυζητήσουν με τον εαυτό τους ευρισκόμενοι, στην ουρά για την ανάληψη 60, και από αύριο, 20 ευρώ.
Τώρα, λοιπόν, ήρθε η ώρα της επανεκκίνησης. Και να κάνουμε ταμείο.
Και επειδή το ταμείο είναι μείον, ας ξεκινήσουμε με το «αύριο». Ας κάνουμε ένα ταμείο στην ιδεολογία και στις στοχεύσεις μας, πού κάναμε λάθος και γιατί ξεμείναμε. Και ας ορίσουμε με νέα αφετηρία: το που θέλουμε να φτάσουμε και πως θέλουμε να στρώσουμε το επόμενο τραπέζι. Να μιλήσουμε ως κοινωνία για προτεραιότητες. Όχι με όρους πελατείας, εύκολων επιλογών και λαϊκισμού. Αυτά πληρώνουμε και γι ΄αυτά χρεοκοπήσαμε.
Έχοντας, πια, καταλάβει πως τίποτα δεν είναι τσάμπα. Και δεν θα χρειαστεί πλέον να έρθει ο επόμενος λογαριασμός για να ξέρουμε τι χρεώνεται και πόσο ο καθένας μας.
Για όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι καταρχήν είναι απόλυτα αναγκαίο να γίνει το δημοψήφισμα την προσεχή Κυριακή. Ναι, ακόμη και ένα τέτοιο δημοψήφισμα, με τις όποιες δικαιολογημένες ενστάσεις έχουν καταγραφεί, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο.
Για να μην χρειαστεί ξανά ο Ελληνικός λαός να παίζει σαν έφηβος σε ένα chicken game απέναντι σε έναν τοίχο που, όμως, τελικά δεν ήθελε ποτέ να παίξει.
Για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν μπορεί καν να φανταστεί τον εαυτό της εκτός Ευρώπης και με αυτό ως μόνο δεδομένο να υπάρξει μια νέα αφετηρία, μια νέα επανεκκίνηση, για την τύχη ολόκληρου του Ελληνικού λαού αλλά και της νοοτροπίας του.
Η άλλη άποψη δεν θέλει επανεκκίνηση.
Θέλει να την εμπιστευθούμε να μας βγάλει από την πρίζα…
Βρίκος Ε. Ζήσης
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
LL.M. QMW, Παν/μιο του Λονδίνου