Η Χαρίτα Μάντολες αποτελεί μία γυναίκα – σύμβολο για την ιστορία της κυπριακής τραγωδίας του 1974. Η ίδια ήταν 34 ετών με δύο παιδιά, όταν είδε να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια της ο σύζυγός της, ο πατέρας της, οι δύο γαμπροί της, ο θείος και νονός της και ο ξάδελφός της, καθώς και άλλα έξι άτομα.
Από την τουρκική εισβολή κι έπειτα, η Χαρίτα Μάντολες έδωσε έναν τεράστιο αγώνα, τον οποίον συνεχίζει μέχρι σήμερα, για τους αγνοούμενους της Κύπρου, εξ ου και το προσωνύμιο “η μάνα των αγνοουμένων”, αλλά και για δικαιοσύνη στο νησί. Ήταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων, τραγική φιγούρα με τις φωτογραφίες των δικών της στα χέρια, ενώ η ίδια, 37 χρόνια μετά τον πόλεμο, είχε πάει στα Κατεχόμενα και είχε υποδείξει το σημείο της εκτέλεσης των 12 ανθρώπων που υπήρξε μάρτυρας.
Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, η Χαρίτα Μάντολες, η συμβολική μορφή της τραγωδίας, καταθέτει τη συγκλονιστική μαρτυρία της, εξιστορώντας με λεπτομέρειες την φρίκη που βίωσε τον Ιούλιο του 1974 και τα σοκαριστικά περιστατικά που την στιγμάτισαν, αλλά και περιγράφοντας το πώς «βρέθηκε ο τάφος της Ελιάς με τα 12 λείψανα».
Η μαρτυρία της Χαρίτας Μάντολες στο NEWS 24/7
«Για εσάς μπορεί να είναι πολύς καιρός, για εμένα είναι σαν χθες. Σαν να έγιναν χθες. Ειλικρινά σας λέω, δεν κατάλαβα πώς πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορώ να καταλάβω το πώς. Είναι επειδή κινούμαι συνέχεια; Επειδή διαμαρτύρομαι; Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Βλέπω τα παιδιά μου και διερωτώμαι: μα ήταν ενός – δύο χρονών το μωρό, τώρα έχω εγγόνια 25 χρονών. Κατάλαβες; Δεν πέρασαν για εμάς 50 χρόνια, ούτε μέρα.
Περιμένω την ώρα που θα απελευθερωθεί αυτός ο τόπος. Να μάθουν όλες αυτές οι μάνες που έχασαν τα παιδιά τους. Φεύγουν από τη ζωή χωρίς να ακούσουν και χωρίς να ξέρουν τι απέγιναν τα παιδιά τους.
Αλίμονο να μην πίστευα και να μην περίμενα την απελευθέρωση αυτού του τόπου. Υπάρχουν θαύματα, γιε μου. Πιστεύω στο θαύμα, θα γίνει. Θα απελευθερωθεί αυτός ο τόπος. Αυτό θέλουμε. Θέλουμε την απελευθέρωση ολόκληρου του νησιού μας. Ο καθένας να πάει στο σπίτι το δικό του.
Οι Τουρκοκύπριοι να πάνε στα σπίτια τους, οι έποικοι να πάνε εκεί απ’ όπου ήρθαν, όπως και τα ξένα στρατεύματα, και να ζήσουμε αγαπημένοι όπως ζούσαμε πάντα με τους Τουρκοκύπριους. Δεν είχαμε τίποτα μεταξύ μας. Κάποιοι είχαν κάνει την ΤΜΤ. Είναι κι αυτοί που κάποιοι τους έβαζαν από την Τουρκία, γιατί ήθελαν να πάρουν τον τόπο μας.
Τα γεγονότα του πραξικοπήματος που οδήγησαν στην εισβολή
Φτάσαμε στα γεγονότα του 1974, γιατί έγινε το πραξικόπημα. Η προδοσία και το πραξικόπημα. Γι’ αυτό. O Μακάριος τους έλεγε «μην κάνετε τίποτα και η Τουρκία περιμένει να μπει». Αν δεν έκαναν το πραξικόπημα, δεν θα μπορούσαν να μπουν. Αφού ζούσαμε αγαπημένοι με τους Τούρκους.
Η ευθύνη είναι η δική μας. Αυτοί που έκαναν το πραξικόπημα, έκαναν την προδοσία σε κάποιους άλλους. Δεν λέω όλοι αυτοί που έκαναν το πραξικόπημα… Έβαλαν τα αθώα παιδιά. Αυτοί οι κύριοι που έχουν κάνει, και πρόεδροι έχουν βγει εδώ και 20 χρόνια, και συνεχίζουν το κόμμα τους, αυτοί έκαναν όλο αυτό το κακό. Κανένας, όμως, δεν πλήρωσε. Το μεγάλο μου παράπονο είναι αυτό. Δεν πλήρωσε κανένας για αυτό το πράγμα. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, χωρίς να νιώθουν τίποτα για αυτό που έχουν κάνει.
Εγώ δεν το περίμενα να γίνει η εισβολή. Είχα έναν πατέρα «άγιο» για την πατρίδα και τα ιδανικά. Όταν ξημέρωσε η 15η Ιουλίου του 1974, εγώ βρισκόμουν δίπλα από το σπίτι μου. Είχε χτίσει μια ξαδέρφη μου σπίτι και ήρθε για να τακτοποιήσουμε το σπίτι, να το καθαρίσουμε και να το στολίσουμε, γιατί θα γινόταν ο γάμος στις 20 Ιουλίου. Ήμουν μαζί της εκεί. Ήταν κουμπάρα μου, ξαδέρφη μου, είχε βαφτίσει τον γιο μου. Ήταν με την αδερφή της και τον αρραβωνιαστικό της, που ήταν του εφεδρικού.
Όταν άρχισε το πραξικόπημα, ο πατέρας μου ήταν σπίτι και πρόσεχε τα μωρά μου και της αδερφής μου της μικρής, που ήμασταν γειτόνισσες. Κρατούσε το ραδιοφωνάκι ο πατέρας μου και άκουσε ότι έγινε το πραξικόπημα. Αμέσως ήρθε τρεχάτος στο σπίτι που ήμασταν, που ήταν απέναντι από το δικό μας, έκλαιγε και εφώναζε «κόρη μου, βγείτε έξω να ακούσετε, έγινε πραξικόπημα, σκότωσαν τον Μακάριο, τι θα απογίνουμε παιδιά μου, τι θα απογίνουμε;» φώναζε.
Αμέσως η ξαδέρφη μου με τον αρραβωνιαστικό της μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν στον Καραβά, εκεί όπου έμεναν. Πήγαν οι πραξικοπηματίες, τον χτύπησαν πάρα πολύ, πάρα πολύ, όπως και τον σύγαμπρό του. Και τους πήραν και τους πέταξαν μέσα στο κάστρο της Κερύνειας. Ήταν το πρώτο που ζήσαμε, Δευτέρα 15 Ιουλίου. Ήταν πολύ φοβερό αυτό το πράγμα.
Πήγαμε σπίτι μας. Ύστερα άρχισαν οι φωτιές να παίρνουν στον Πενταδάχτυλο. Ακριβώς από το σημείο που καθόμασταν εμείς. Οι φωτιές άναβαν «έτσι». Ένα χέρι τις άναβε, ένας πραξικοπηματίας, και πήγαιναν προς την Κερύνεια, δεν πήγαιναν προς τον Καραβά. Τις άναβαν για να βλέπουν τα πλοία από τη θάλασσα, για να βγουν από ‘κει, προς την Κερύνεια, όχι προς τα δεξιά. Ζήσαμε τον πόλεμο.
Στις 14 Ιουλίου, την Κυριακή, πάντρευε ο πατέρας μου μια εγγονή του και είχαμε γάμο σε ένα μεγάλο κέντρο, το Fontana Moralza. Πολλές χαρές, γλέντι. Πήγαμε σπίτι τα μεσάνυχτα, δεν είδαμε κάποια κίνηση ή κάτι. Και ξημέρωσε η 15η Ιουλίου.
Ο σύζυγός μου πήγαινε στη Λευκωσία για δουλειά. Τη Δευτέρα το πρωί σηκώθηκε, πήρε το λεωφορείο και πήγε στη Λευκωσία. Δεν τους άφησαν να μπουν στη Λευκωσία και τους κατέβασαν στον Γερόλακκο. Εκεί, έγινε απόγευμα, και τους είχαν ακόμα εκεί. Μετά τους έβαλαν στο λεωφορείο και επέστρεψαν πίσω. Από τότε δεν ξαναπήγε δουλειά.
Ήμασταν σπίτι, βλέπαμε απ’ αυτούς τους ανθρώπους να κυκλοφορούν να τρέχουν μέσα στα περιβόλια και να ψάχνουν παιδιά Μακαριακούς. Αφού οι δικοί μας τα έκαναν, οι δικοί μας. Δεν ήταν οι Ελλαδίτες. Τους βλέπαμε και μας έλεγαν. Αν βλέπαμε κάποιον να τρέχει που ήταν του εφεδρικού, μας ρωτούσαν «πού τον είδατε να τρέχει;» Κι αντί να τους πούμε «από ‘δω», τους λέγαμε «από την άλλη». Πήγε άνθρωπος, γνωστός μας, του τόπου μας, και είπε στην μεγαλύτερη αδερφή μου «Έχεις υπόψιν σου κανέναν; Για να τον σκοτώσω;».
Τέτοια πράγματα έκαναν. Γι’ αυτό εγώ είμαι πολύ θυμωμένη, γιατί κανένας δεν πλήρωσε. Όλοι «άγιοι» τώρα. Υπάρχει θυμός. Αν κάποιον φυλάκιζαν… θα είχα να πω κάτι. Είναι 6 χιλιάδες οι νεκροί μας. Δεν είναι λίγοι οι λεβέντες που τους έπιασαν και τους πήγαν στον πόλεμο χωρίς όπλα.
Τα ξημερώματα του Σαββάτου, η αρχή του Γολγοθά
Ήρθε η Παρασκευή, 19 Ιουλίου. Ο σύζυγός μου, μου λέει «Αύριο θα σηκωθώ πρωί και θα πάω στο Κάστρο της Κερύνειας, να δώσω τσιγάρα στους κουμπάρους μας κι από ‘κει θα πάω δουλειά στη Λευκωσία με το κονβόι». Από την Κερύνεια, υπήρχε κονβόι που περνούσε από τα χωριά Κιόνελι και Μιτζέλι, και πήγαινε στη Λευκωσία, με συνοδεία από τα Ηνωμένα Έθνη μπροστά και πίσω. Μου λέει «θα πάω με το κονβόι στη δουλειά». «Εντάξει» του λέω.
Δεν έφτασε να έρθει η 20ή Ιουλίου. Στις 20 Ιουλίου μας ξύπνησαν οι εκρήξεις. Εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα απέναντι να βγαίνει μαύρος καπνός και εκρήξεις. Όπως φάνηκε ήταν στο στρατόπεδο της Γλυτζιώτισσας στην Κερύνεια. Φώναξα αμέσως στον άντρα μου «Αντρίκκο, Αντρίκκο, τι γίνεται;». Αυτός, όλο το βράδυ κρατούσε το ραδιοφωνάκι, άκουγε το BBC και πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι. Μόλις του είπα «τι γίνεται;». Μου λέει «ήρθαν οι Τούρκοι». Έτσι απλά μου είπε ότι ήρθαν οι Τούρκοι. «Πού ξέρεις ότι ήρθαν οι Τούρκοι;». Άρχισα να του φωνάζω μόλις μου το είπε. Μου λέει «άκουγα όλο το βράδυ τον αγγλικό ραδιοσταθμό από το ραδιοφωνάκι και έλεγε ότι τα πλοία από την Μερσίνα, από την Τουρκία, κατευθύνονται προς την Κερύνεια». «Τι περιμέναμε» μου λέει «με αυτό που έκαναν;». «Οι Τούρκοι περίμεναν να ανοίξουμε τις πόρτες για να έρθουν». Αυτή η προδοσία. Όπως σας τα λέω, έτσι τα έζησα.
Αμέσως άρχισαν τα αεροπλάνα. Άρχισαν χαμηλά στη θάλασσα να πυροβολούν και να μυδραλιοβολούν συνέχεια και οι όλμοι από τα πλοία από τη θάλασσα, να πέφτουν πάνω. Τα βλέπαμε. Αμέσως ο άντρας μου έκανε δύο μπιμπερό με γάλα για τα μωρά, το ένα ήταν ενός και το άλλο δύο χρονών. Φωνάξαμε τον πατέρα μου, που έμενε σπίτι μας, τον ξυπνήσαμε και λέει ο σύζυγός μου «Πού να πάμε; Να πάμε μέσα στα περιβόλια, να πάμε να κρυφτούμε κάτω από τις λεμονιές». Δεν ξέραμε τι πόλεμος ήταν αυτός. Τρέξαμε και μπήκαμε κάτω από τις λεμονιές. Οι λεμονιές μας είχαν τόσο φύλλωμα, που άγγιζε στο έδαφος. Αν έμπαινες από κάτω, δεν σε έβλεπε κανείς. Και πήγαμε και κρυφτήκαμε κάτω από τις λεμονιές.
Αλλά εκεί δεν μπορώ να σας περιγράψω τι γινόταν. Ήρθε ένα αγοράκι 14 χρονών, έχασε τη μητέρα του και τον πατέρα του. Έβγαιναν από τα σπίτια και έτρεχαν, έμπαιναν κάτω από τις λεμονιές και χάνονταν μεταξύ τους. Έκλαιγε το μωρό: «Δεν είδατε τη μητέρα μου; Δεν είδατε τον πατέρα». «Δεν τους είδαμε, μάνα μου». «Θα μείνω μαζί σας». «Μείνε, μάνα μου». Μετά ήρθε ένας άντρας με τρία μωρά. Έκλαιγαν τα μωρά. «Είδατε τη μαμά μας; Την γιαγιά μας; Τις χάσαμε». «Δεν τις είδαμε, μάνα μου». Δώσαμε στα μωρά ψωμί και νερό. Ο πατέρας είπε ότι θα πήγαιναν πάνω στα βουνά να κρυφτούν, πήρε τα μωρά και έφυγε. Άρχισε κόσμος και ερχόταν κοντά μας, οικογένειες με τα μωρά τους.
Τα ραδιόφωνο έπαιζε τραγούδια, στις 8.20 είπε «Όλοι οι έφεδροι στρατιώτες να καταταχθούν στις μονάδες τους». Τότε έτρεξε ο άντρας μου, να πάει στο στρατόπεδο της Γλυτζιώτισσας, μαζί με τον σύγαμπρό μου, για να πάρουν όπλα. Έλειψαν καμιά ώρα και γύρισαν. Βρήκαν κάτι στρατιώτες που επέστρεφαν γιατί πήγαν, δεν είχε όπλα να τους δώσουν, και τους έδιωξαν. Τους βρήκαν στο δρόμο και τους είπαν «μην πάτε, αφού πήγαμε εμείς και δεν είχαν όπλα να μας δώσουν». Έτσι, επέστρεψαν με τους στρατιώτες που βρήκαν. Και, μάλιστα, μας θύμωσαν οι στρατιώτες: «Γιατί τους αφήσατε να πάνε; Δεν ξέρετε ότι έγινε προδοσία και ότι δεν άφησαν όπλα;». Έτσι επέστρεψαν μαζί μας.
Έγινε μεσημέρι, βλέπαμε τους Τούρκους που έβγαιναν από τη θάλασσα και προχωρούσαν. Ήταν κοντά στο Πεντεμίλι το σπίτι μας. Έβγαιναν από τη θάλασσα και προχωρούσαν. Τόσες πολλές σφαίρες έριχναν, δεν σκέφτονταν τίποτα. Οι άνθρωποί μας σκέφτηκαν πως θα μας σκοτώσουν οι αδέσποτες σφαίρες ή οι φωτιές – έπαιρναν τα ξερά χόρτα φωτιές – και είπαν να πάμε κάπου να κρυφτούμε. Έτσι αποφάσισαν να πάμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο που είχε ο πατέρας μου, που ήταν με πέτρα χτισμένος. Πάνω έχτισε το σπίτι της μικρής αδερφής μου, δίπλα από το δικό μου το σπίτι. Μπήκαμε και κρυφτήκαμε εκεί.
Το βράδυ, η ώρα 7 περίπου, περνούσαν πολλοί στρατιώτες από ‘κει. Τους δίναμε νερό, τους δίναμε ψωμί και έτρεχαν. Ήρθε και μια κοπέλα, η Μαρούλα. Λέει «έχασα τον άντρα μου, έχασα τα μωρά μου, έχασα τη μάνα μου». Ήταν αυτή που είχαν χάσει τα μωρά τη μητέρα της. Ήταν ο αδερφός της μαζί μας. Και λέει «Έλα Βασίλη μου, να πάμε να τους βρω». Της είπαμε ότι τους είδαμε, ότι πέρασαν από κοντά μας και ότι ο σύζυγός της είπε ότι πήγαν να κρυφτούν στο βουνό. Ο αδερφός της, της είπε: «Όχι, δεν πάω» της λέει «είναι βράδυ τώρα, μείνε εδώ, να ξημερώσει και να δούμε τι θα κάνουμε». Αυτός ήταν με τη γυναίκα του και τα μωρά του. Έμεινε ως το άλλο πρωί η κοπέλα.
Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι γινόταν μέσα σ’ αυτό το υπόγειο. Γυναίκες λιποθυμούσαν, μωρά έκλαιγαν, ήταν μεγάλο κακό. Ήμασταν 48 άτομα, 50 γυναίκες μαζί με τη Μαρούλα και τη μητέρα της, τις οποίες χάσαμε. Όλες ήταν οικογένειες με τα μωρά τους. Είχαμε και δυο-τρεις νεαρούς, ο στρατιώτης, ένας που ήταν γκαρσόνι στο ξενοδοχείο του θείου μου από την Πέτρα Σολέας.
“Τα ουρλιαχτά και οι φωνές τους είναι μέσα στα αυτιά μου”
Ξημέρωσε η άλλη μέρα, 21 Ιουλίου, Κυριακή. Το πρωί λέει ο άντρας μου «Θα πάω πάνω στο σπίτι μας να φέρω γάλα και νερό για τα μωρά». Του λέω «Θα έρθω να σε βοηθήσω κι εγώ». «Όχι μην έρθεις, μείνει πίσω» μου λέει. Βγήκαμε έξω από την πόρτα. Εγώ έμεινα έξω κι εκείνος έτρεξε και πήγε πάνω στο σπίτι. Ήξερε, όμως, ότι θα πήγαινα από πίσω του. Βγήκε στην τζαμαρία και εγώ, όπως ήμουν πίσω και λέω «τώρα έφτασε μέσα», άρχισα να τρέχω για να πάω κι εγώ πάνω. Ένα αεροπλάνο κατέβαινε εκεί κοντά και μυδραλιοβολούσε συνέχεια. Ο άντρας μου το είδε και φώναξε «Πρόσεχε, Πρόσεχε!». Αμέσως έτρεξα πίσω στο σπίτι.
Σε λίγο ήρθε ο άντρας μου και μου λέει: «Μην φωνάξεις, μην φωνάξεις. Έλα γιατί έχουμε έναν πληγωμένο στρατιώτη μέσα στον φούρνο του σπιτιού μας, να του δώσουμε βοήθεια». Μέχρι να πάμε, βγήκε από τον φούρνο και μπήκε κάτω στον γουμά (κοτέτσι). Πάντα κάτω από τον φούρνο φτιάχναμε κοτέτσι, είχε κατέβει και είχε μπει εκεί.
Εγώ όταν πήγα τον είδα και δεν μπορώ να τον ξεχάσω… Συνέχεια έρχεται αυτή η «ταινία» στο μυαλό μου. Κρατούσε την πορτούλα του γουμά, έτρεμε ολόκληρος και η γλώσσα του… ήταν εδώ κρεμασμένη κάτω. Εγώ τον άγγιζα και του έλεγα «Μην φοβάσαι, γιε μου, μην φοβάσαι, τώρα είσαι εδώ μαζί μας» κι έβλεπα την γλώσσα του που έμπαινε σιγά σιγά μέσα…
Τον βγάλαμε με τον άντρα μου, κρατούσε ένα μαρτίνι χωρίς σφαίρες, και τον πήγαμε πάνω στο σπίτι μας. Ήταν πληγωμένος πίσω. Τον έβαλε στο μπάνιο, του έβγαλε τα στρατιωτικά, του τις έδεσε με ό,τι πρόχειρο είχαμε σπίτι και του έδωσε ρούχα από τα δικά του να φορέσει.
Η Μαρούλα από κάτω στο υπόγειο, βγήκε πάνω κι αυτή. Κι άρχισε «Να φύγω, να πάω να βρω τον άντρα μου». Εγώ την κρατούσα με νύχια και με δόντια. «Μην φύγεις, θα μείνεις μαζί μας, ο άντρας σου θα προσέχει τα μωρά». Και σε λίγο ήρθε η μητέρα της. Και της λέει «βρήκες τα παιδιά και τον άντρα σου;». «Πάμε να τους βρούμε». Δεν μπορούσα να τις κρατήσω άλλο. Ξεκίνησαν να φύγουν, προσπαθούσα να τις κρατήσω να μείνουν… Αλλά ο πόνος της μάνας για τα μωρά της…
Έφυγαν από κοντά μας και προχωρούσαν. Εγώ πήγα στο παραθυράκι του μπάνιου μου που έβλεπε στον δρόμο που ανηφόριζαν. Εκεί ήταν το σπίτι που σας είπα ότι καθαρίζαμε για τον γάμο. Ήταν γεμάτο από Τούρκους. Όταν πήγαν εκεί, βγήκαν οι Τούρκοι και τις άρπαξαν. Εγώ το είδα. Τα ουρλιαχτά τους, οι φωνές τους, είναι μέσα στα αυτιά μου. Εγώ πήγα μέσα στο σπίτι και τους λέω: «Τη Μαρούλα και τη Χρυστάλλα τις έπιασαν οι Τούρκοι».
Πέρασε κανένα 10λεπτο και μπροστά από την πόρτα μας στον δρόμο, περνούσε ένας Τούρκος. Κρατούσε χειροβομβίδα στο δεξί του χέρι και στην πλάτη του είχε έναν ασύρματο. Όταν πέρασε και μας είδε ότι ήμασταν μέσα στο σπίτι και καθόμασταν, επειδή ήταν ανοιχτή η πόρτα, μας έγνεψε με το αριστερό χέρι και έφυγε.
Πέρασαν 10-15 λεπτά, δεν ξέρω, κι άρχισαν οι όλμοι από τα πλοία να πέφτουν γύρω από τα σπίτια μας. Έπεφταν τα χώματα και σκέπαζε τα σπίτια μας. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Έτρεξα και πήρα κεριά και τους είπα να γονατίσαμε όλοι κάτω από την δοκό του σπιτιού, γιατί ξέραμε ότι θα πέσει το σπίτι, μην μας καταπλακώσει.
Γονατίσαμε. Ήμασταν 6-7 άτομα και ο στρατιώτης ο πληγωμένος. Εγώ έτυχε να γονατίσω δίπλα απ’ αυτό το παιδί. Ο Θεός με έβαλε. Ο Θεός με καθοδηγούσε, να ξέρω ποιος ήταν. Έπεφταν οι όλμοι, ήθελα να μάθω ποιος είναι, πώς βρέθηκε εδώ.
Του λέω «Πες μου εσύ, ποιος είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;». Μου λέει «Είμαι ο Χριστόφορος Γιατρού από τον Άη Γιάννη του Αγρού. Μας μάζεψαν από τρία χωριά τους Μακαριακούς, μας έβαλαν σε τρία λεωφορεία και μας έφεραν εδώ πιο κάτω απ’ το σπίτι σου. Μας κατέβασαν οι αξιωματικοί μας, έφυγαν κι εμάς μας έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι». Τους σκότωσαν όλους. Εγώ πληγώθηκα, έμεινα κάτω κι έκανα τον νεκρό. Τη νύχτα που έφυγαν οι Τούρκοι, σύρθηκα και έφτασα ως το σπίτι σας. Άκουγα τα παιδιά να κλαίνε στο υπόγειο, αλλά δεν είχα τη δύναμη να φωνάξω βοήθεια. Δεν είχα ξανάρθει σε αυτό το μέρος και δεν ήξερα αν είστε Έλληνες ή Τούρκοι. Αλλά όταν άκουσα τον άντρα σου να σου φωνάζει «πρόσεχε», είπα ότι είστε Έλληνες και φώναξα για βοήθεια».
“Μην πυροβολείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα”
Σταμάτησαν να πετάνε όλμους και αποφασίσαμε να πάμε κάτω. Δεν έπεσε το σπίτι. Κατεβήκαμε κάτω στο υπόγειο. Συνέχιζαν να χτυπούν. Έγινε 5:20 το απόγευμα και ακούσαμε στο σπίτι πάνω να σπάνε τα πάντα. Δεν ξέραμε αν ήταν δικοί μας στρατιώτες ή Τούρκοι. Και τότε, κοιτάξαμε από τις τρύπες του στάβλου και είδαμε ότι ήμασταν περικυκλωμένοι από τους Τούρκους, με τα μισοφέγγαρα.
Είπαμε πρέπει να παραδοθούμε, μην μας σκοτώσουν. Οι άντρες μας είπαν ότι δεν θα παραδοθούμε στους Τούρκους. Εμείς λέγαμε «αφού είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα, να παραδοθούμε μην μας σκοτώσουν όλους εδώ μέσα». Επικράτησε το δικό μας. Μια κοπέλα είχε καλάμι μέσα στον στάβλο, βρήκε ένα άσπρο πανί, το έδεσε πάνω, το έβγαλε από την τρύπα και φώναζε στα αγγλικά: «Μην πυροβολείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα».
Αμέσως έριξαν κάτω την πόρτα και μας έγνεψαν να βγούμε έξω. Ήταν ευγενικοί οι Τούρκοι αυτοί. Ήταν ξανθοί, με γαλάζια μάτια, ψηλοί. Ήταν αυτοί που έκαναν την επέμβαση του Κόλπου, έτσι πιστεύω εγώ που τους είδα.
Βγαίναμε ένας-ένας έξω, εγώ κρατούσα σφιχτά την κόρη μου στην αγκαλιά μου και την τσάντα με τα γάλατα, ο σύζυγός μου κρατούσε τον γιο μας. Το ίδιο όλες, ήμασταν οικογένειες 48 άτομα. Μας έβγαλαν και μας κατεύθυναν να ανέβουμε στο σπίτι πάνω και μας έβαλαν να κάτσουμε στη βεράντα.
Αυτοί οι Τούρκοι χάθηκαν, αυτοί που μας βρήκαν. Ήρθαν οι άλλοι, οι κουρεμένοι, αυτοί που τους έβγαλαν από τις φυλακές. Χτύπησαν τους άντρες πάρα πολύ, ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έναν άνθρωπο ψηλό, με χακί ρούχα, φτωχό και βιοπαλαιστή, με την οικογένειά του, του έδωσαν τόσο ξύλο και κλωτσιές, του ξέσκισαν τα ρούχα τους.
Ήρθαν πολλοί Τούρκοι κοντά μας, έπλεναν τα μαχαίρια τα ματωμένα στις βρύσες κάτω από το σπίτι. Σεντόνια παντού, σκισμένα και αιματωμένα.
Έρχονται πολλοί Τούρκοι και έφεραν μια γυναίκα. Κρατούσε κι ένα αγοράκι. Την έφεραν κοντά μας, τα αίματα έτρεχαν από τα πόδια της. Η ξαδέρφη μου ήξερε 7 γλώσσες, της μίλησε, της λέει «Γιατί είσαι έτσι; Τι συμβαίνει;». Και της λέει «Ο πόλεμος αυτά έχει».
Η κοπέλα αυτή, Αγγλίδα, ήταν στο ξενοδοχείο με τον σύζυγό της και το σπίτι της Μαρούλας ήταν απέναντι. Βγήκαν στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και φώναζαν «Μας κλείδωσαν και δεν ξέρουμε από πού να φύγουμε». Η Μαρούλα έχασε τον άντρα της για αυτή την περίπτωση.
Ηρωίδα η Μαρούλα. Πήρε σκάλα – μου τα είχε πει η ίδια – την πήγε στο ξενοδοχείο, τους κατέβασε και τους φυγάδεψε μέχρι πιο πέρα, που βρήκαν το σπίτι της μεγαλύτερης αδερφής μου και μπήκαν μέσα. Η Εγγλέζα ήταν με το νυχτικό και πήρε φόρεμα από τα ρούχα της αδερφής μου και το φόρεσε. Τους είπε το απόγευμα η Μαρούλα, ότι θα φύγουν, να προχωρήσουν, και της είπαν ο Εγγλέζος με τη γυναίκα του: «Εμείς δεν φεύγουμε, βρήκαμε σπίτι με νερό, θα μείνουμε εδώ».
Μετά, όταν μπήκαν εκεί οι Τούρκοι, πυροβόλησαν τον άντρα της. Και λέει: «Ο σύζυγός μου δεν είναι νεκρός, είναι πληγωμένος εδώ κι αυτοί λένε ότι είναι νεκρός. Κι εμένα με πήραν πολλοί Τούρκοι και με κακοποίησαν και με έφεραν μαζί τους».
Η αιχμαλωσία και η Ελιά
Μας είπαν να σηκωθούμε να μας πάρουν ως αιχμάλωτους. Μας έβαλαν στον δρόμο να ανηφορίσουμε προς το χωριό η Ελιά. Εμείς ήμασταν κοντά στη θάλασσα, έπρεπε να ανηφορίσουμε προς το χωριουδάκι, δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Χτυπήματα, κλωτσιές, δεξιά αριστερά. Ήμασταν 48 άτομα, κρατούσαμε και τα μωρά στην αγκαλιά μας. Προχωρούσαμε.
Όταν περπατήσαμε 1 χιλιόμετρο, μας έδειξαν να στρίψουμε αριστερά, σε έναν αγροτικό δρόμο που πήγαινε μέσα στα περιβόλια. Εκεί είχε ένα ξέφωτο με μικρές ελιές, μας είπε «Καθίστε κάτω απ’ αυτή την ελιά, να δούμε τι θα σας κάνουμε».
Γονατίσαμε όλοι κάτω από την ελιά. Ήμασταν στους πρόποδες του Πενταδαχτύλου. Είχαμε ένα ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ πάνω στο βουνό, πάντα πηγαίναμε και το ανάβαμε. Το βλέπαμε το ξωκλήσι και προσευχόμασταν όλοι να μας βοηθήσει ο Αρχάγγελος να γλιτώσουμε.
Οι Τούρκοι μας έστησαν γύρω τα όπλα. Κάτι σιδερένια τριπόδια, έβαλαν πάνω τα όπλα και πυροβολούσαν στον αέρα. Συνέχεια. Φοβόμασταν που πυροβολούσαν και μας έλεγαν «Μην φοβάστε, εμείς πυροβολούμε». Ψηλά, περνούσαν αεροπλάνα. Έβαζαν κόκκινα μαντίλια στα κεφάλια τους. «Είναι δικά μας, μη φοβάστε». Στον Πενταδάχτυλο περνούσαν ελικόπτερα και έριχναν αλεξιπτωτιστές. Οι όλμοι από τη θάλασσα, τα βλέπαμε, που έπεφταν στον Πενταδάχτυλο.
Όπως μας είχαν περικυκλωμένους με τα όπλα γύρω, έπιασαν έναν από μέσα στην παρέα μας, τον αδερφό της Μαρούλας, τον έβγαλαν έξω από τον κύκλο. Κρατούσε και το μωρό στην αγκαλιά του. Έβγαλε το περίστροφο να τον σκοτώσει. Η γυναίκα του κάθε λίγο τους φώναζε, «Μην τους σκοτώσεις, είναι ο άντρας μου και το μωρό μου, μην τους σκοτώσεις». Κατέβαζε το περίστροφο. Σε λίγο πάλι σήκωνε το περίστροφο, η γυναίκα του πάλι φώναζε. Στην τρίτη φορά, που ήταν έτοιμος ο Τούρκος να πατήσει τη σκανδάλη, ο άνδρας αυτός, δούλεψε το μυαλό του, και κατέβασε το μωρό κάτω, ότι θα ουρήσει. Και η σφαίρα έφυγε και δεν τον πέτυχε.
Θύμωσε πάρα πολύ ο Τούρκος. Φαίνεται δεν είχε άλλη σφαίρα, δεν ξέρω. Θύμωσε πολύ και του έδωσε κλωτσιές, τον χτύπησε πάρα πολύ, και τον πέταξε μέσα στον κύκλο που ήμασταν εμείς. Γονάτισε κι αυτός εκεί.
Ο Τούρκος της κουφάλας
Καθώς εμείς ήμασταν γονατιστοί και βλέπαμε προς τον Αρχάγγελο, είχε μια ελιά μπροστά μας, λίγο πιο μακριά, και είχε μια κουφάλα, όπως έχουν οι αιωνόβιες ελιές. Ένας Τούρκος μπήκε μέσα σ’ αυτή την κουφάλα και κάθε λίγο έβγαινε και μας έκανε ένα σύνθημα με το χέρι. Προσπαθούσε να μην τον δουν οι άλλοι Τούρκοι, οι οποίοι πρόσεχαν εμάς. Έμπαινε μέσα στην κουφάλα, σε λίγο έβγαινε πάλι έξω σκυφτός και μας έγνεφε και ξαναέμπαινε μέσα.
Όλοι είπαν ότι ίσως θέλει να πει ότι οι Τούρκοι θα αρχίσουν να πυροβολούν και θα μας σκοτώσουν όλους. Ή θέλει να πει ότι θα αρχίσουν να πυροβολούν και εμείς να πέσουμε κάτω.
Μου είπε “Αν δεις να πυροβολούν, εσύ να πέσεις κάτω και να κάνεις τη νεκρή”
Είναι και τα τελευταία λόγια που άκουσα από τον άντρα μου. Μου είπε «Αν δεις να πυροβολούν, εσύ να πέσεις κάτω και να κάνεις τη νεκρή».
Λέει ένας «Περιμένουμε να έρθει ο αξιωματικός μας, να μας πει τι θα σας κάνουμε». Ήρθε ο αξιωματικός. Ήταν ένας κοντός και είχε τρία χρυσά αστέρια στο μανίκι. Και είπε στους άλλους ότι δεν ξέρει να μιλήσει ούτε αγγλικά ούτε γερμανικά, μόνο τουρκικά, και ζήτησε να μας ρωτήσουν ποιος ξέρει τουρκικά, για να του μιλήσει και να του πει τι θα μας κάνουν.
Τότε είχαμε μια κοπέλα που ήταν από ένα χωριό που είχε και Τούρκους στο χωριό της. Ήξερε τούρκικα και σηκώθηκε ανάμεσά μας και του λέει «Πρέπει να σεβαστείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα». Έτσι μας είπε ότι του είπε. Εγώ αυτό που κατάλαβα από τον αξιωματικό, ήταν το νόημα με το χέρι που έκανε από πάνω μας, ότι θα μας εκτελέσουν όλους.
Αυτή έσκυψε κάτω και μας είπε ότι της είπε ότι θα μας εκτελέσουν όλους. Αυτή του απάντησε «Γιατί θα μας εκτελέσετε; Είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα, δεν φταίξαμε σε τίποτα». Κι αυτός της είπε: «Θα σας εκτελέσουμε όλους, γιατί οι δικοί σας στρατιώτες σκοτώνουν δικά μας γυναικόπαιδα στα Κόκκινα». Εγώ κατάλαβα τα «Κόκκινα». Είναι ένα χωριό στην Πάφο, που δεν μπήκαν δικοί μας στρατιώτες εκεί το 1974. Είναι από το 1963 που θυμόταν. Του λέει «Ψέματα σας είπαν, δεν μπήκαν δικοί μας στρατιώτες στα Κόκκινα». Αυτός έδωσε τη διαταγή και έφυγε.
Μας είπαν: «Σηκωθείτε πάνω τώρα και να περπατάτε δύο-δύο στη γραμμή». Κάναμε δυάδες, εγώ δίπλα με τον άντρα μου, με τα μωρά μας στην αγκαλιά. Όλοι, ήταν οικογένειες όλοι με τα μωρά τους. Έπρεπε να κάνουμε δυάδες και να προχωρούμε. Όταν τελειώναμε, μας χτυπούσαν και έπρεπε να επιστρέφουμε πίσω τρεις-τρεις στη γραμμή. Από τη μία κρατούσε τον σύζυγό μου, από την άλλη τον πατέρα μου.
Όταν επιστρέψαμε εκεί, κάτω από την ελιά, είδα να πυροβολούν τον Κώστα Μέλισσο, τον άνθρωπο που είχαν χτυπήσει προηγουμένως. Ήταν κοντά στην ελιά. Τον πυροβόλησαν και έπεσε. Έκανε να σηκωθεί, τον πυροβόλησαν ξανά και πάλι έπεσε. Εγώ έμεινα καρφωμένη, να σφίγγω τον άντρα μου και να βλέπω. Έπιασε την ελιά, σηκώθηκε. Κρατούσε την ελιά και έπεφτε, όπως ο Σολωμός στον ιστό της σημαίας.
Εκείνη την ώρα φαίνεται ήρθαν τα λόγια που μου είπε ο άντρας μου. «Αν δεις να πυροβολούν, πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή». Έπεσα κάτω, σε ένα σπαλάθι. Πολλές γυναίκες, όλες, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Το ένιωθα που με κλωτσούσαν, με χτυπούσαν να σηκωθώ. Αλλά δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανή. Έφερα το χέρι σε αυτό το σημάδι στο πόδι μου, το έκανα έτσι και το ένιωσα το πόδι μου και λέω «Είμαι ζωντανή». Δεν ένιωθα, δεν είχα…
Όταν ένιωσα, λέω «το μωρό μου, όμως, το έπνιξα που το έσφιξα». Γύρισα το κεφαλάκι της και μου ανοιγόκλεισε τα ματάκια της. Και λέω «Α, ζει και το μωρό μου». Πήρα δύναμη και σηκώθηκα. Να σφίγγω την κόρη μου στην αγκαλιά μου και να ψάχνω τον άντρα μου, «Ανδρέα», φώναζα.
Ήταν μπροστά μου, μπρούμυτα κάτω. Φώναζα «Ανδρέα, Ανδρέα», να δω, να πάω να αγγίξω πάνω στα πόδια του, να δω αν προσποιούνταν κι αυτός τον νεκρός. Με έπιαναν οι Τούρκοι, με έριχναν πίσω. Πάλι εγώ πήγαινα, ένα βήμα, δύο, στο τρίτο να αγγίξω τα πόδια του, να δω… Πάλι με τραβούσε και με έσερνε πίσω, άλλος Τούρκος, πάλι. Βραχιόλια, να μας κόψουν τα δάχτυλά μας, να μας πάρουν τα δαχτυλίδια. Οι γυναίκες με τους στρατιώτες, έτσι. Δεν με άφησαν τρεις φορές να τον αγγίξω. Του φώναζα, δεν κουνιόταν. Δώδεκα άνθρωποι όλοι κάτω.
Έψαχνα τον γιο μου. Λέω «το μωρό μου». Το έβλεπα πάνω στον άντρα μου. Δεν με άφηναν να το πιάσω. Κρατούσε το κεφάλι του πατέρα του. Όπως τον κρατούσε, φαίνεται, τον πυροβόλησαν και έπεσε ο πατέρας, και το μωρό κρατούσε ακόμα το κεφάλι του. Έτρεχαν τα αίματα, τα δάκρυά του. Ήταν γεμάτο αίματα και φώναζε: «Μπαμπαμπάμου, Μπαμπαμπάμου». Ως εκείνη την ώρα δεν μιλούσε το μωρό μου. Κι εκεί μίλησε και είπε αυτό.
Φώναζα «το μωρό μου, αφήστε με να πιάσω το μωρό μου». Πεταγόμουν από ‘δω κι από ‘κει, τίποτα. Κι εκείνη την ώρα βρέθηκε μπροστά μου ο Τούρκος της κουφάλας. Ο Θεός και η Παναγία να τον έχουν καλά εκείνον και την οικογένειά του, να τον προσέχουν. Τον έπιασα από το μανίκι, όπως ήταν κοντά μου. Του λέω «Το μωρό μου, το μωρό μου είναι ζωντανό, δώσε μου το μωρό μου«. Το έπιασε και το πέταξε μακριά μέσα στα αγκάθια. Μπουσουλούσε, αφού δεν περπατούσε.
Τα μωρά που γλίτωσαν
Είχε ακόμα δύο κοριτσάκια πάνω στους γονείς τους. Το ένα ήταν η σφαίρα στο πόδι και το άλλο στο χέρι. «Κι εκείνα» του λέω. Τα πήρε κι εκείνα και τα πέταξε έξω. Έτρεξα να πιάσω το μωρό μου που μπουσουλούσε μέσα στα αγκάθια.
Προσπαθούσα να το σηκώσω και επειδή κρατούσα και την κόρη μου, δυσκολευόμουν. Ήρθε μια κοπελίτσα και μου λέει «Άφησέ μου τον Γιάννη σου, είναι δικό μου το μωρό». Της το άφησα, γιατί δεν μπορούσα να το σηκώσω. Δεν ήξερα τι είχε προηγηθεί με την κοπέλα.
Τον έπιασε. Την βλέπω μπροστά μου, το έβαλε μέσα στην αγκαλιά της και έσφιξε το μωρό. Ένας Τούρκος το πήρε με τόση λύσσα και το πέταξε μακριά. Τότε πήγε μια γιαγιά και τον έπιασε, τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Αφήστε μου το, είναι η κόρη μου» φώναζε. Έβγαλε τη λόγχη, την τράβηξε από εδώ την γιαγιά. Κρατούσε τα ρούχα της. Την έπιασε ο Τούρκος και την κακοποίησε εκεί.
Και τότε έτρεξα να πάρω τον γιο μου πάλι μέσα απ’ τα αγκάθια. Έτρεξε η αδερφή μου η μεγαλύτερη και μου λέει «Άσε μου τον Γιάννη, εγώ έχασα και τα τρία μου τα μωρά, μου τα σκότωσαν». Τα μωρά ήταν 7, 8 και 9 χρονών. Πίστευαν ότι με τον πατέρα τους έχουν περισσότερη ασφάλεια. Τα κρατούσε σφιχτά ο πατέρας. Την ώρα που τον πυροβόλησαν και έπεσε, τα άφησα και έπεσαν και τα μωρά κάτω. Τα είδε η αδερφή μου κάτω και νόμισε ότι ήταν νεκρά.
Όμως, ο Βασίλης που τον έβαλαν μπροστά να τον σκοτώσουν, την ώρα που είδε να πυροβολούν, άρχισε να τρέχει. Και μου είπε ότι τον είδε ο Τούρκος της κουφάλας, του έγνεψε να τρέξει να κρυφτεί πίσω από τον θάμνο, πήγε εκεί και δεν τον πυροβόλησαν. Μετά άρχισε να τρέχει. Τα μωρά της αδερφής μου είπαν ότι άνοιξαν τα ματάκια τους, είδαν τον θείο τον Βασίλη που έτρεχε, πήραν δύναμη και σηκώθηκαν και άρχισαν να τρέχουν κι αυτά.
“Θέλω να τον δω αυτόν τον Τούρκο. Τον αναζητώ πάντα”
Μετά απ’ αυτό, μας έτρεχαν ξοπίσω οι Τούρκοι, ο Τούρκος της κουφάλας μας έφτασε, έβαζε το όπλο πάνω στους Τούρκους και μας τραβούσε εμάς τα κορίτσια, που μας τραβούσε. Μας γλίτωσε αυτός ο Τούρκος. Είχε μείνει κι ένα ρολόι πάνω σε μια γυναίκα και μέσα στον χαμό, που τραβούσαν οι Τούρκοι τις γυναίκες, μου το έδωσε και μου είπε «Δώσε του το, για να μας βοηθήσει να φύγουμε». Του το έδωσα.
Γι’ αυτό λέω ότι θέλω να τον δω αυτόν τον Τούρκο. Τον αναζητώ πάντα. Όπου κι αν είναι, αν με ακούει, να πάρει το μήνυμα και να έρθει να τον δω. Τον ευχαριστώ, τον ευχαριστώ πάρα πολύ. Γι’ αυτό τον αναζητώ. Ξέρει. Ξέρει ποιος είναι και σε ποιο τόπο έγινε αυτό το έγκλημα.
Δώδεκα ανθρώπους τους αφήσαμε εκεί. Δώδεκα. Εν ψυχρώ δολοφονία. Δεν ήταν ούτε άρρωστοι, ούτε κουτσοί. Ήταν εν ψυχρώ δολοφονία, 12 ανθρώπους. Τον άντρα μου, τον πατέρα μου, τους δύο γαμπρούς μου, τον θείο μου, τον νονό μου, τον ξάδερφό μου κι ακόμα 6 άτομα. Τον στρατιώτη που περιθάλψαμε, τον σκότωσαν. Τον Σπύρο τον Κέλλουρα από την Πέτρα Σολέας, ήταν γκαρσόνι στο ξενοδοχείο του θείου μου και δεν πρόλαβε να φύγει. Κι ακόμα 4 ανθρώπους. Όλους.
Αυτό είναι πράγμα… Έπρεπε να καταδικαστούν αυτοί, σε εκτελεστικό απόσπασμα, αυτοί που έκαναν τα εγκλήματα. Όχι να εκτελέσουν εμάς, με τα μωρά στην αγκαλιά μας.
Όταν μας έδιωξαν να φύγουμε και περπατούσαμε και κλαίγαμε μέσα στα περιβόλια, ο Βασίλης με τα μωρά ήταν πιο κάτω και μας άκουσαν και ήρθαν και ανταμωθήκαμε. Μας έδωσε τα μωρά και μας είπε «Εγώ πρέπει να ζήσω». Η αδερφή μου η μεγαλύτερη του λέει «μέσα στον λάκκο της μάνας σου να πάεις». Πήγε, μπήκε μέσα στον λάκκο και έμεινε εκεί 7 μέρες. Βγήκε μετά πάνω.
Μας είπε ότι εμφανίστηκε ο Άης Γιώργης και του είπε: «Βγες πάνω τώρα». Είχαν πάει καταλάθος εκεί δύο δικοί μας στρατιώτες. Όταν τον είδαν, τον πήραν και τον πήγαν στο νοσοκομείο.
“Γεμίζαμε με βαμβάκι το στόμα και τα αυτιά των μωρών”
Μετά, πήγαμε και κρυφτήκαμε σε έναν άλλον στάβλο, κοντά στη θάλασσα. Μόνες μας, με τα μωρά. Ήταν το σπίτι της θείας μου και του θείου μου, πήγαμε στον στάβλο, μπήκαμε και δεν μας είδαν οι Τούρκοι. Βρήκαμε ένα κρεβάτι που το είχε φέρει από το ξενοδοχείο ο θείος μου, ήταν πεταμένο εκεί. Βγάζαμε το βαμβάκι και γεμίζαμε το στόμα και τα αυτιά των μωρών, να μη φωνάζουν, να μην κλαίνε, να μην ακούν έξω που χτυπούσαν οι Τούρκοι.
Είχαμε κι ένα βρέφος, της αδερφής μου της μικρής, που ήταν 3 μηνών, έκλαιγε συνέχεια. Της έλεγαν κάποιες γυναίκες «Πνίξε το, να μην μας ακούσουν έξω οι Τούρκοι, πνίξε το, γιατί θα μας βρουν οι Τούρκοι». Τους έλεγε η αδερφή μου «Δεν μπορώ». Της έλεγαν «Στρίψε του λίγο τον λαιμό και θα πεθάνει». Αυτά τα υποφέραμε πολύ.
Ένα βράδυ ξεκινήσαμε να πάμε στον αμερικάνικο σταθμό στον Καραβά για να ζητήσουμε βοήθεια. Πιαστήκαμε χέρι-χέρι όλες και είπαμε ότι αν δούμε κάτι μπροστά μας, θα γυρίσουμε όλες πίσω. Μη μοιραστούμε και χαθούμε και μας πιάσουν οι Τούρκοι. Όταν φύγαμε από το σπίτι που ήμασταν, περάσαμε ένα άλλο σπίτι μιας θείας μας, είδαμε τανκς και επιστρέψαμε πίσω.
Γυρνώντας μου λέει η αδερφή μου «να μπούμε στο σπίτι της θείας της Τασούς; Ίσως βρούμε λίγο γάλα για το βρέφος». Όταν μπήκαμε στο σπίτι, πατήσαμε γυαλιά και κάναμε θόρυβο, ακουστήκαμε. Κι αμέσως ακούσαμε να φωνάζουν «παραδοθείτε, παραδοθείτε», στα ελληνικά, ήταν δικοί μας.
Ύστερα από δυο μέρες που μας βρήκαν οι δικοί μας, δύο στρατιώτες μας είπαν «μην μπείτε στο σπίτι αυτό, γιατί έχει τρεις στρατιώτες πεθαμένους μέσα στο μπάνιο του σπιτιού». Τους ακούσαμε εμείς. Ήταν το σπίτι που μπήκαμε και που μας φώναξαν «Παραδοθείτε». Αυτοί οι στρατιώτες, πληγωμένοι, πήγαν και μπήκαν μέσα στο μπάνιο και πέθαναν εκεί.
Μπορώ να τα ξεχάσω; Μπορώ να τα ξεχάσω; Κι αυτά που λέγονται, κι αυτά που δεν λέγονται; Μέσα στον στάβλο μια νύχτα που ήμασταν με τους άντρες μας, βγήκε στο πατάρι και πήρε την κόρη μου και της έλεγε παραμύθι «όταν βγήκαν οι κακοί». Εγώ θύμωσα, γιατί να λέει έτσι. Και μου λέει «εντάξει, να γράψουμε τα απομνημονεύματά μας». Μετά ο πατέρας μου, πήρε το σπίρτο (οινόπνευμα) και νόμισε ότι είναι νερό, το ήπιε όλο και έκανε εμετούς. Πολλά τέτοια.
Ο αγώνας 37 χρόνων και η εύρεση του “τάφου της Ελιάς”
Μετά άνοιξαν τα οδοφράγματα, εγώ στην αρχή δεν ήθελα να πάω. Να δείξω ταυτότητα και να ζητήσω από την Τουρκάλα να με αφήσει να μπω στο σπίτι μου; Πέρασαν, όμως, αρκετά. Το 2004 αποφάσισα να πάω για να δείξω το σημείο εκεί που τους σκότωσαν. Γιατί λέω «δεν είναι δυνατό να τους μετέφεραν, εκεί που τους σκότωσαν θα τους έριξαν χώμα και θα είναι και ο τάφος εκεί».
Έτσι ζήτησα να πάω μαζί με τον αείμνηστο Δημήτρη Αντρέου τον δημοσιογράφο, ήταν οικογενειακός φίλος, πάντα με έπαιρνε τηλέφωνο να δει τι κάνουν τα παιδιά. Τον πήρα τηλέφωνο και του είπα «Δημήτρη μου, θέλω να πάω». Μου λέει «σίγουρα;». Του λέω «ναι». «Εντάξει» μου λέει , «σκέψου το 2-3 μέρες ακόμα και θα σε πάρω τηλέφωνο να μου πεις». Με πήρε μετά από 2-3 μέρες και του είπα ότι θα πάω. Μου λέει «εντάξει, εγώ, εσύ και θα πάρουμε και τον Γιάννη, τον γιο σου». «Όχι» του λέω, «δεν θα πάρω τα μωρά, να τους αναστατώσω. Μόνη μου θα πάω». Επέμενε. Και καλά έκανε. Αλλά είναι κρίμα… Ήταν βρέφος, δεν είναι εύκολο πράγμα να του πεις ότι εδώ…
Πήγαμε και υπέδειξα εκείνο το σημείο. Κι αμέσως πήγαν οι Τούρκοι και έκαναν την εκταφή εκεί. Έκαναν την εκταφή και η τηλεόραση φώναζε «Βρέθηκε ο τάφος της Ελιάς με τα 12 λείψανα». Τότε εγώ λέω «Ποια η απόδειξη ότι είναι ο δικός μας τάφος που βρέθηκε; Μπορεί να είναι κάποιων άλλων και λένε έτσι. Πρέπει να πάω να δω αν είναι το σημείο που άνοιξαν».
Σκέφτηκα να πάρω την Επιτροπή Αγνοουμένων να τους πω, να πάει κάποιος μαζί μου. Να έχω χειροπιαστά στοιχεία. Παίρνω τον έναν «Δεν μπορώ να πάω», παίρνω τον άλλον «Δεν μπορώ να πάω». Ήταν χρέος τους και υποχρέωση αυτών των ανθρώπων να μας βοηθήσουν. Πληρώνονταν για να βοηθήσουν. Αρνήθηκαν όλοι.
Τι να κάνω; Ήταν ο κ. Γεωργιάδης στα Ανθρωπιστικά Θέματα. Τον πήρα και του είπε ότι κανείς δεν πάει μαζί μου. «Τι να κάνω;» του λέω. «Θέλω να πάω να δω αν πράγματι είναι εκείνο το σημείο». «Θα πήγαινα εγώ, αλλά δεν μπορώ γιατί έχω συνεδρίαση με τον Πρόεδρο» μου λέει. «Χαρίτα μου, να πας» μου λέει, «να βγάλετε και φωτογραφίες και να μου τις φέρετε. Θα βρεθούμε στο τάδε σημείο όταν επιστρέψετε, να δω αν πράγματι είναι τα ίδια που έφεραν και σε εμάς».
Πήρα τον αδερφό μου να με πάει. Είπε κι ο γιος της μικρής αδερφής μου «θα πάω κι εγώ θεία μαζί σου». Ήθελα να πάει ακόμα ένας για να βγάλει φωτογραφίες. Αλλά του λέω «Όχι, Νεόφυτε μου», μου λέει «θεία, θα πάω». Πήγε μαζί μας. Είδαμε την εκταφή. Έβγαλε φωτογραφίες. Ήταν πράγματι εκεί που έσκαψαν.
Ήρθαμε στη Λευκωσία, τον συναντήσαμε και του τα δώσαμε. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο από το Προεδρικό ο κ. Παπαδόπουλος, αιώνιά του η μνήμη, και μου λέει «Ναι, είναι οι δικοί σας. Και σε μας αυτά έφεραν».
Ο γιος της αδερφής μου, όμως, ήταν 2 χρονών στη εισβολή. Τον πήγα εκεί, του είπα «εδώ σκότωσαν τον πατέρα σου», του έδειξα το σπίτι του. Γυρίσαμε σπίτι και τυφλώθηκε. Από το ένα του μάτι δεν έβλεπε τίποτα. Και μετά παρουσιάστηκε η κατά πλάκας σκλήρυνση. Το ίδιο έπαθε και η κόρη μου. Ποιος τα ξέρει αυτά; Καμία κυβέρνηση, καμία…
Οι τρεις δεν είχαν κεφάλι. Ήταν ο σύζυγός μου, ο ξάδερφός μου και ο στρατιώτης. Δεν είχαν κεφάλια, ούτε τα είχαν σπάσει, να βρούμε κομμάτια κρανίου. Δεν βρήκαμε. Τότε έλεγαν ότι έκαναν ανθρωπιστικές έρευνες σε νοσοκομείο, ίσως τα πήραν.
Έλεγα ότι 95% είναι νεκρός ο άντρας μου
Ο αγώνας ξεκίνησε από τη μέρα που τους πυροβόλησαν. Μετά, όταν μας έβγαλαν, με το λεωφορείο μας πήγαν στη Λάπηθο στο νοσοκομείο. Έφτασε ο αδερφός μου, μας παρέλαβε, έμπαιναν οι Τούρκοι στον Καραβά και μας πήγαν στην Πλατανιστάσα. Εκεί, 6 του Αυγούστου, πήραν τον αδερφό μου με το φορτηγό επίταξη στη Λευκωσία, για να τους πάει πράγματα. Εγώ πήγα μαζί του.
Πήγα στον Ερυθρό Σταυρό κι άρχισα να φωνάζω, να διαμαρτύρομαι, να τους γράψω. «Εκεί τους πυροβόλησαν. Ήταν νεκροί; Ήταν ζωντανοί;». Έκανα τέτοια πράγματα. Στην κυβέρνηση το είπαμε. Η κυβέρνηση όμως…
Έλεγα εγώ, 95% είναι νεκρός ο άντρας μου. Αφού τον πυροβόλησαν, ήμουν εκεί τόση ώρα, φώναζα, δεν κουνιόταν. Έλεγα ότι είναι νεκρός. Τα μωρά μου μού έλεγαν «Μαμά, μπορεί να κάνεις λάθος, ο μπαμπάς μας είναι ζωντανός». Η κυβέρνηση δεν μας έλεγε ότι είναι νεκροί. 37 χρόνια αγωνιζόμουν να μάθω τι έγινε. Μετά, όταν βρήκαν τα λείψανα, έκαναν το DNA και είδαμε ότι ήταν αυτοί. 37 χρόνια, όμως, φώναζα «μπορεί να είναι ζωντανός! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι».
“Εμείς θέλουμε απελευθέρωση του τόπου μας”
Και βέβαια πιστεύω ότι θα λυθεί το Κυπριακό. Όχι με αυτή τη λύση που θέλουν αυτοί, που πάνε και κάθονται σε συνομιλίες για διζωνική συνομοσπονδία, που εμείς δεν πάμε στα σπίτια μας. Τι είναι αυτή η λύση που πάνε να κάνουν; Εμείς θέλουμε απελευθέρωση του τόπου μας. Γι’ αυτό πιστεύω και περιμένω ότι θα έρθει από ψηλά, από τον Θεό θα έρθει η λύση. Αυτοί είναι μόνο να περνάνε οι μέρες, ο καιρός, να παίρνουν τις χιλιάδες, τα δολάρια και τίποτα άλλο.
Αυτοί που έκτισαν όλα αυτά στα Κατεχόμενα, δεν είναι οι Τούρκοι. Είναι Άγγλοι, Γερμανοί, Ισραηλινοί. Αυτοί όλοι ήρθαν και αγόρασαν τις περιουσίες μας. Είναι δικές μας. Εμείς έχουμε τα συμβόλαια. Να σηκωθούν να φύγουν, να γνωρίσουν ότι εμείς είμαστε οι νόμιμοι δικαιούχοι. Είναι απαράδεκτα αυτά τα πράγματα, 21ος αιώνας. Τι είναι αυτά τα πράγματα, να έρχονται και να σε βγάζουν από το σπίτι μας.
Γι’ αυτό τα λέμε εμείς. Για να βοηθήσουμε τη νέα γενιά. Ότι αυτά έγιναν στον τόπο μας, μάνα μου, να αγωνίζεστε. Εγώ βλέπω ότι ναι, οι νέοι μας μου φωνάζουν «συνέχισε τον αγώνα και είμαστε μαζί σας». Να τα λέμε στους νεότερους, ότι αυτά και αυτά έγιναν. Όπως τα λέω στα παιδιά μου και τώρα στα εγγόνια μου. Εσείς τα ακούσατε από μένα κι εσείς να τα λέτε σε άλλους. Αυτό πρέπει να γίνεται.
Θέλω να σας ευχαριστήσω που ήρθατε, που ακούσατε τον πόνο μας, να τον μεταφέρετε. Την Ελλάδα την ευχαριστώ. Την αγάπη μου και τα χαιρετίσματά μου σε όλους εκεί.