Περνώντας χθες από το πολύπαθο κέντρο της Αθήνας, βρέθηκα αντιμέτωπη με τα απομεινάρια μιας ημέρας (και νύχτας). Σπασμένες βιτρίνες, φρέσκα συνθήματα στους τοίχους, αναποδογυρισμένοι κάδοι και στάχτες. Αιτία, το πρόσφατο (ξανα)κάψιμο της πρωτεύουσας, ανήμερα της επετείου δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Σκεφτόμουν πολλά καθώς βάδιζα κατά μήκος της Σταδίου και θα ήθελα να διατυπώσω εδώ μερικές απορίες που δεν φαίνεται να έχουν προφανείς απαντήσεις.
Φωτο: Θάνος Αξαρλιάν
Η αποτρόπαιη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου στις 6 Δεκεμβρίου 2008 από τον ανεγκέφαλο και αψίκορο ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα, είναι γνωστή στους πάντες. Φροντίζουν, άλλωστε, να μας τη θυμίζουν κάθε χρόνο με λάθος τρόπο οι γνωστοί μπαχαλάκηδες, μεταφέροντας τη βία των γηπέδων στους δρόμους. Δεν πρόκειται για μνημόσυνο, πρόκειται για σκύλευση νεκρού.
Η Δικαιοσύνη έκρινε τον Κορκονέα, ο οποίος – σημειωτέον – παρέμεινε αμετανόητος ως το τέλος, ένοχο για ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο χωρίς ελαφρυντικά και τον καταδίκασε σε ισόβια. Είναι μια καθαρή περίπτωση υπέρβασης εξουσίας και αναμφισβήτητα ακραίας αστυνομικής βίας και δικαίως επέσυρε την μεγαλύτερη των ποινών. Όμως, ο Αλέξανδρος, δυστυχώς, δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω.
Μια άλλη τραγική δολοφονία, ωστόσο, συνέβη δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, αλλά φαίνεται μάλλον να έχει ξεθωριάσει στη μνήμη των περισσότερων. Ούτε πορείες, ούτε λογύδρια, ούτε στεφάνια, ούτε κλείσιμο των δρόμων, ούτε βανδαλισμοί, ούτε μολότοφ, ούτε Χάος (με κεφαλαίο Χ). Γιατί, άραγε;
Στις 14 Ιουλίου 1992, ο 20χρονος Αθανάσιος Αξαρλιάν βρέθηκε στο λάθος τόπο, το λάθος χρόνο. Η 17 Νοέμβρη είχε πάρει τις αποφάσεις της. Μια ρουκέτα, με στόχο το αυτοκίνητο του τότε υπουργού Οικονομικών, Ι. Παλαιοκρασσά, προσέκρουσε στο τεθωρακισμένο όχημα, το οποίο προστάτεψε τον υπουργό και την οικογένειά του. Τα θραύσματα όμως από την πρόσκρουση εκτοξεύθηκαν με ορμή και πέτυχαν στο σώμα και το κεφάλι τον άτυχο νεαρό που περνούσε αμέριμνος από τη γωνία Καραγεώργη Σερβίας και Βουλής. Εκεί ξεψύχησε.
Η τρομοκρατική οργάνωση δήλωσε απλά και ψύχραιμα πως επρόκειτο για «παράπλευρη απώλεια»!
Η ψυχή της 17 Νοέμβρη, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, καταδικάστηκε σε 11 φορές ισόβια για συμμετοχή σε δολοφονίες (δεν ήταν λίγες), ληστείες κλπ. Ωστόσο, μια μερίδα της κοινωνίας με επιλεκτική μνήμη, δεν θα δίσταζε να τον ανεβάσει στο πάνθεο των ηρώων. Γιατί;
Φωτο: Ο Θάνος Αξαρλιάν
Δύο νέοι, σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, έχασαν την άγουρη ζωούλα τους. Ο Αλέξης από ένα όργανο της τάξης που ενήργησε κακουργηματικά. Ο Θάνος, στον αντίποδα, από μια τρομοκρατική οργάνωση που ενήργησε κυνικά.
Ο Αλέξης έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς που τον ηρωοποίησε. Ο Θάνος ξεχάστηκε σύντομα, δεν έγινε ήρωας, αφίσες με τη φωτογραφία του δεν κολλήθηκαν ποτέ στους ταλαίπωρους αθηναϊκούς τοίχους. Μονάχα η μητέρα του, από την ημέρα που εκείνος “έφυγε”, κουβαλά στην τσάντα της ένα διάφανο κουτάκι με μια ολόξανθη μπούκλα του… Και οι δικοί του τελούν σιωπηλό ετήσιο μνημόσυνο στον τόπο της δολοφονίας του και ζουν σφιχταγκαλιασμένοι με τον πόνο τους. Γιατί;
Δυο παιδιά που δεν ήταν ήρωες, αλλά θύματα, δυο παλικάρια σκοτωμένα στους πολύβοους δρόμους της πρωτεύουσας – κόκκινο, ζεστό το αίμα της νιότης τους – ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Λες κι έχουν ταυτότητα οι σφαίρες… Λες κι ο θάνατος αξιολογείται κατά περίσταση… Γιατί;