Λέγεται πως ετυμολογικά η λέξη «ρατσισμός» προέρχεται από λέξεις οι οποίες απαντούν στην Ιβηρική χερσόνησο. Όμως αν θέλουμε να εξάγουμε ερμηνευτικά συμπεράσματα από ετυμολογικά δεδομένα, θα πρέπει να αναζητήσουμε αρχαιότερες αναγωγές και να συνυπολογίσουμε πως η Ιβηρική, όπου σήμερα υπάρχουν η Ισπανία και Πορτογαλία, αποτελεί μια περιοχή η οποία γνώρισε την ίδρυση πολλών ελληνικών πόλεων. Δέχθηκε ως τόπος πολλές γλωσσικές επιρροές από την μητέρα των γλωσσών ελληνική και την εξ αυτής επηρεασμένη λατινική. Η Ισπανία ως όνομα αναφέρεται στην μυθολογούμενη ανάθεση υπό του Διονύσου της εποπτείας της στον Πάνα (Σωσθένης απ., στο Πλούταρχος, Περί ποταμών, 16), ενώ περιώνυμη ήταν για το χαλκό και για πόλεις όπως η ελληνική Ταρτησσός, δυτικά της Ανδαλουσίας (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, ΣΤ΄, 152). Υπο αυτό το πρίσμα φαίνεται εύλογο λέξεις όπως οι ιβηρικές «raza» και «raca», να προέρχονται από την ελληνική ρίζα «ρακ», η οποία μας δίνει μια σειρά από λέξεις όπως το «ράκιον» / «ράκος», οι οποίες υποδηλώνουν τον χωρισμένο υπό τινός ή τι (βλ. «ρακένδυτος», «ρακοσυλλέκτης») και ρήματα όπως το «ρακόω», το οποίο σημαίνει διαχωρίζω σε ράκη. Λέξη ομόριζη με την περιφρονητική της διάσταση, έχει χρησιμοποιηθεί στην ελληνιστική μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Συγκεκριμένα ο Χριστός λέει ότι όποιος πει «ρακά» τον αδερφό του θα καταστεί ένοχος (Ματθαίος 5:22)[1]. Κατά συνέπεια, «ρακάς» δεν είναι ο ανόητος όπως είθισται να μεταφράζουν θεολόγοι το χωρίο αυτό στην Καινή Διαθήκη, αλλά αυτός που ξεχωρίζει από το οντολογικό οικογενειακό σώμα τον αδερφό. Εν Χριστώ αλλά και σαν άνθρωποι, είμαστε ουσιαστικά αδέρφια και αυτό που τονίζεται με αυτήν την βιβλική αναφορά, είναι η βλασφημία του να χαρακτηρίσει κάποιος ως ρετάλι τον αδερφό και τον συνάνθρωπό του, σαν να μην ανήκει στο άρραφο κοινό αδελφικό και οικογενειακό σώμα – ένδυμα, αλλά συγκυριακά έχει προστεθεί ως εξωτερική ραφή.
Γενικότερα ο ρατσισμός, συνιστά ένα σύνολο αντιδράσεων και συμπεριφορών, απέναντι σε άτομα και ομάδες, οι οποίες θεωρούνται αποκομμένες ως ράκη από μια αποδεκτή ενότητα, τα οποία, όμως, χρησιμοποιούνται ως συρραφές, προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Σύμφωνα με την θεωρία του Αρ. Γκομπινώ, μεταξύ των φυλών υπάρχει μια ιεράρχηση. Η κοινωνική ανισότητα μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη κοινωνικών ομάδων ικανών να δεχτούν την πρόοδο και άλλων όχι. Είναι μια θεωρία την οποία συχνά επικαλέστηκαν οπαδοί της ναζιστικής θεωρίας, για να θεμελιώσουν τις αθλιότητες περί άριας / ανώτερης φυλής.
Μια άλλη τέτοια θεωρία είναι ο κοινωνικοπολιτιστικός δαρβινισμός (μια προέκταση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου) ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τους T. Morgan (1818-1881) και E. Tylor (1832-1917). Κατά τον πρώτο, υπάρχουν διάφορα κοινωνικά στάδια εξέλιξης, από τα οποία πρέπει να περάσει κάθε μορφή ανθρώπινου πολιτισμού. Για τον Tylor, πάλι, η ανθρωπότητα γνώρισε περισσότερο του ενός σταδίου πολιτισμούς. Κατάφερε να αποβάλει τα κοινά σημεία ομοιότητας με τον φυσικό κόσμο και έτσι να αναπτύξει ανώτερο πολιτισμό. Εν ολίγοις η ανωτερότητα μιας φυλής εκφράζεται μέσα από μια μορφή πολιτιστικής εξέλιξης.
Ο Otto Klieneberg από την μεριά του, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη μέθοδο μέτρησης των επιπέδων νοημοσύνης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως το τελικό αποτέλεσμα επηρεάζεται από σειρά παράγοντες άσχετους με το επίπεδο γνώσεων και παιδείας, το κοινωνικό περιβάλλον και την χρήση της γλώσσας.
Σύμφωνα μια άλλη σχετική θεωρία η οποία προέρχεται από τον χώρο των κοινωνικοπολιτιστικών μελετών, η πολιτισμική αδράνεια ή η δραστηριοποίηση μιας φυλής αποδίδεται σε βιολογικούς παράγοντες την. Υπάρχει και κληρονομική διάσταση σε αυτές τις θεωρήσεις, σύμφωνα με την οποία τα γονίδια συμβάλουν στην αποδοχή ή όχι ενός πολιτισμού, αλλά δεν ορίζουν το ποιος θα είναι ο επιλεγείς πολιτισμός.
Μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες κατηγοριοποιήσεις ρατσισμών. Ένας εξ αυτών είναι ο οικονομικός (ο οποίος εκφράζεται στο μεταναστευτικό ρεύμα και την προσφυγιά. λ.χ. δεν είναι αποδεκτός – η ένας / μια πρόσφυγας για γάμο από ένα μη πρόσφυγα κ.τ.λ.). Άλλες μορφές ρατσισμών είναι ο θρησκευτικός (απαγόρευση καθολικά της θρησκευτικότητας όπως συνέβαινε σε πολλά σοβιετικού τύπου καθεστώτα ή απαγόρευση διαφορετικών θρησκειών όπως συμβαίνει σε ισλαμικά καθεστώτα). Απάντα ο φυλετικός ρατσισμός μέσα στο ίδιο το έθνος ή ο εθνοφυλετικός ρατσισμός, απέναντι σε ένα ολόκληρο έθνος. Ανιχνεύεται, επίσης ο πολιτικός ή ο βιολογικο-φυλετικός ρατσισμός (διορίζουμε τα «δικά μας παιδιά» / έχουμε διακρίσεις εναντίον γυναικών ή με βάση την σεξουαλική επιλογή). Εν τέλει ο ρατσισμός κινείται γύρω από το σχήμα ανώτερος – κατώτερος, όπου ο ασκών ρατσισμό επιχειρεί να επικρατεί από της συγκυριακής καθέδρας του, του υποκείμενου δευτέρου. Δικαιολογεί τις πράξεις του επικαλούμενος την αξιωματική του υπεροχή, ως αντικειμενική μη ισοτιμία, εκφράζοντας υπεροψία, απαξίωση και οδηγώντας σε κοινωνικούς αποκλεισμούς. Κατά κανόνα ο ρατσισμός ενώ εκφράζεται συχνά μέσω του εθνικισμού, στην πραγματικότητα αυτή η επίκληση του έθνους είναι μια πρόφαση. Κατά κανόνα υποκρύπτει συμπλέγματα κατωτερότητας και έλλειψη παιδείας, ενώ άλλες φορές η αστική θεώρηση και η ύπαρξη ικανού βιωτικού επιπέδου, αλλά και σημαντικής μόρφωσης δημιουργεί ελιτιστικά συμπλέγματα ανωτερότητας. Πέρα όμως από την ατομική διάσταση, οι μαζικότερες ρατσιστικές εκφράσεις και πράξεις, συχνότατα αποτελούν μια βιτρίνα, μεγάλων δρομολογουμένων σκοπιμοτήτων. Κλείνω με ένα λόγο του μακαριστού πλέον και άξιου Παύλου Σιατίστης, στον οποίο αφιερώνεται το παρόν ελάχιστο: «Ο λόγος του Θεού έχει απόλυτο και αιώνιο κύρος. Είναι άλλο το θέμα των προσφύγων και των προβλημάτων που μια ανίκανη πολιτική ηγεσία άφησε να δημιουργηθούν και άλλο η απόλυτη αξία του ανθρώπινου προσώπου. Δεν θα ακυρώσουμε την αλήθεια του Θεού για να λύσουμε τα προβλήματα μας. Αντιθέτως τα προβλήματα δημιουργήθηκαν γιατί την αλήθεια του Θεού την αντικαταστήσαμε με την αλαζονεία μας και την επιπολαιότητα μας». Δεν είναι τυχαίο πως ο Χριστός μακαρίζει ως υιό Θεού τον ειρηνοποιό και όχι τον ειρηνολόγο (Ματθαίος 5:9). Με σημερινά λόγια προκρίνει όχι αυτόν που φλυαρεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα επικαλούμενος ανώτερους πολιτισμούς, αλλά αυτόν που κομίζει ουσιαστικά, στο μέτρο του εκάστοτε εφικτού.
[1] «κἀκεῖνά μοι δὸς τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν», Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνεῖς, 438. Βλ και «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός», Μτ 5:22.