Η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, υπήρξε αναμφίβολα μία εξέλιξη, η οποία σόκαρε την διεθνή κοινότητα, επιφέροντας τεράστιες συνέπειες και πρώτιστα νεκρούς, τραυματίες και πρόσφυγες. Ωστόσο το ξέσπασμα του πολέμου αυτού δεν συνέβη ξαφνικά και η ερμηνεία του προϋποθέτει την μελέτη πολλών πραγμάτων. Σε ιστορικό επίπεδο, η Ουκρανία αποτελεί για την Ρωσία την ιστορική μητρόπολή της (περίπου ότι είναι η περιοχή του Pec και του Κοσόβου για τους Σέρβους). Αυτό συμβαίνει καθώς στην ευρύτερη περιοχή του Κιέβου αναπτύχθηκε τον 9ο αιώνα το αρχικό κράτος των Ρως. Σταδιακά οι Ρώσοι ανέπτυξαν σημαντικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη και από το έτος 998 και μετά είχαμε μαζική προσχώρηση τους στην Ορθοδοξία. Ωστόσο το Κίεβο παρήκμασε μετά την μογγολική κατάκτηση του το 1242. Προς το τέλος της βυζαντινής περιόδου άρχισε να αναδύεται η Μόσχα, η οποία και τελικά αναδείχθηκε η νέα ρωσική πρωτεύουσά. Σε όλη την τσαρική περίοδο, το μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής Ουκρανίας ανήκε στο ρωσικό κράτος ενώ δυτικότερα τμήματα της περιήλθαν κατά καιρούς σε πολωνικά και λιθουανικά κράτη, καθώς και στην Αυστροουγγαρία. Η περίοδος της ΕΣΣΔ έβαλε και αυτή την σφραγίδα της στην Ρωσο-Ουκρανική διχόνοια. Επί Lenin η Ουκρανία αναγνωρίσθηκε ως μία από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, ενώ σε αυτήν εντάχθηκε επί Khrushchev το 1954 η Κριμαία. Παρά το διεθνιστικό χαρακτήρα του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι αλλαγές των συνόρων των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών «Δημοκρατιών» δημιουργούσαν μεγάλες αντιδράσεις στους λαούς των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ (άλλη μία σχετική περίπτωση είναι αυτή των Αζέρων και Αρμενίων). Η ΕΣΣΔ διαλύθηκε το 1991 και τότε ήταν που η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της. Από την άλλη, η νέα Ρωσία ιδρύθηκε το 1993. Βέβαια, είναι λιγότερο γνωστό πως διέπεται από έναν φεντεραλιστικό χαρακτήρα καθώς ως κράτος δεν είναι ενιαίο, αλλά περιλαμβάνει 21 αυτόνομες δημοκρατίες, ενώ δεν έλειψαν σε αυτήν οι αποσχιστικές τάσεις, με κυριότερη της Τσετσενίας.
Πληθυσμιακά το 1/3 της σημερινής Ουκρανίας αποτελούν Ρώσοι, οι οποίοι πλειοψηφούν μεταξύ άλλων περιοχών στην Κριμαία, το Donbas και το Donetsk. Βέβαια το τι θεωρείται εθνική συνείδηση στην αχανή Ρωσία και την Ουκρανία είναι μία μεγάλη συζήτηση. Η μεγάλη ρήξη μεταξύ των δύο αδελφών λαών ήρθε αμέσως μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Οι δύο χώρες έχουν ανάγκη η μία την άλλη ώστε να επιβιώσουν, καθώς η Ρωσία εξάγει αέριο και πετρέλαιο προς την Ευρώπη μέσα από το ουκρανικό έδαφος. Για την Ρωσία το φυσικό αέριο είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα και συνάμα μειονέκτημα. Περίπου το 1/4 του ΑΕΠ της προέρχεται από τον τομέα της ενέργειας. Κάτι που παράλληλα σημαίνει πως οποιαδήποτε ύφεση στον ενεργειακό τομέα, μπορεί να οδηγήσει την Ρωσία σε μεγάλη οικονομική κρίση.
Η Ουκρανία από την άλλη, εξαιτίας της ενεργειακής εξάρτησης της (περίπου το ήμισυ των ουκρανικών ενεργειακών εισαγωγών αφορά ρωσικά ορυκτά καύσιμα), επιβίωνε από την ίδρυσή της χάρη στα φθηνά επιδοτούμενα από την Ρωσία καύσιμα. Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε. θα σήμανε την άμεση παύση της ρωσικής ενεργειακής επιδότησης και κατ΄ επέκταση την κατάρρευση της ουκρανικής οικονομίας. Το δεδομένο αυτό εκμεταλλεύθηκε εξαρχής η Ρωσία για να επιβιώσει και η ίδια, λειτουργώντας όχι ως «μητέρα», αλλά ως «κακιά μητριά» προς την Ουκρανία. Εφάρμοσε ήδη από την περίοδο Yeltsin (1991-1999) πολιτικές που οδηγούσαν οποιαδήποτε απόπειρα χειραφέτησης των Ουκρανών σε αποτυχία και οικονομική χρεωκοπία. Είχε βέβαια προηγηθεί το 1992 η ουκρανική προσπάθεια για παρεμπόδιση μεταφοράς πρώην σοβιετικών πυραύλων στην Ρωσία. Μέσω αυτού του εκβιασμού, η Ρωσία ενέταξε το 82% του Σοβιετικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στο Ρωσικό Ναυτικό και πέτυχε το 1997 την μίσθωση του ναυστάθμου της Σεβαστούπολης έως το 2017, με δυνατότητα ανανέωσης για πέντε επιπλέον έτη. Ναι 2017 συν 5 έτη μας κάνουν 2022, δηλαδή το έτος της ρωσικής εισβολής.
Ο V. Putin ανέλαβε για πρώτη φορά ως πρόεδρος της Ρωσίας το 2000. Κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να αναβαθμίσει την χώρα του διεθνώς και αυτό δεν μπορεί να μην του αναγνωρισθεί. Ωστόσο η Ρωσία παρότι διενεργεί εθνικές εκλογές, (δικαίωμα που δεν είχαν οι πολίτες της ΕΣΣΔ), δημοκρατική χώρα δεν έγινε. Ενδεικτικό αυτής της πραγματικότητας είναι το ότι ο Putin παρέμεινε ηγέτης της Ρωσίας με κάθε τρόπο και παρά τους συνταγματικούς προεδρικούς περιορισμούς, δηλαδή μεταφερόμενος το 2008 για τα μάτια του «συνταγματικού κόσμου» στην πρωθυπουργία της χώρας και με τον Medvedev τυπικά ως πρόεδρο. Φυσικά στην πορεία αναδιαρθρώθηκε το ρωσικό σύνταγμα κατά πως βόλευε την προεδρία του Putin, την οποία ανέλαβε και πάλι από το 2012 και διατηρεί έως σήμερα.
Η Ουκρανία παρά τις ισχυρότατες ρωσικές πιέσεις επιχείρησε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ το 2002, αλλά απέτυχε εξαιτίας της αντίδρασης της κυβέρνησης Putin. Ως προς την Ε.Ε., αυτή δεν της επέτρεψε τότε καν να εισέλθει σε πλαίσιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κυρίως εξαιτίας των ισχυρών γερμανικών συμφερόντων από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και της μεγάλης εξάρτησης από αυτό της Ε.Ε. και ειδικά των βόρειων χωρών της. Λίγο πριν, η Ρωσία είχε πετύχει να αποκαθηλώσει από την ηγεσία της Ουκρανίας τους V. Yushchenko και J. Timoshenko, ετοιμάζοντας το έδαφος για την διαδοχή τους από τον εκλεκτό του Κρεμλίνου V. Yanukovych, αρχής γενομένης από την ανάρρηση του στην πρωθυπουργία της χώρας. Επί της θητείας του τελευταίου, η Ρωσία άρχισε να σχεδιάζει project διέλευσης του φυσικού της αερίου παρακάμπτοντας την Ουκρανία, αρχικά από τα δυτικά της, μία εξέλιξη που απέτρεψε η κατά το 2004 ένταξη στην Ε.Ε. 2004 της Πολωνίας, Τσεχίας και Σλοβακίας, χωρών με δεδομένη φιλο-ουκρανική στάση. Έτσι τελικά υλοποιήθηκε το project του αγωγού Nord Stream, το οποίο μεταφέρει το ρωσικό φυσικό αέριο προς την Β. Ευρώπη, χωρίς όμως να παρακάμπτει την Ουκρανία.
Στην χώρα μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην χώρα, ο Yushchenko επανήλθε στην εξουσία ως πρόεδρος το 2005 και η Timoshenko ως πρωθυπουργός το 2007. Η επάνοδος των φιλοδυτικών αυτών πολιτικών οδήγησε στην άσκηση μεγάλων ρωσικών πιέσεων με αιχμή την τιμή εισαγωγής του φυσικού αερίου και τον κίνδυνο χρεωκοπίας της ουκρανικής Naftogaz εξαιτίας χρεών προς την Gazprom. Η πολιτική αυτή κατάσταση οδήγησε σε μεγάλη κρίση τις σχέσεις των δύο χωρών την περίοδο 2008-2009, με αποκορύφωση την επί τρεις εβδομάδες διακοπή της ενεργειακής τροφοδότησης πολλών χωρών της Ε.Ε. το 2009. Τότε ήταν που η Ε.Ε. συνειδητοποίησε πως η ενεργειακή της εξάρτηση αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, ικανό για να την αποσταθεροποιήσει.
Πλέον στην Ε.Ε άρχισαν να ευνοούνται σχέδια για μεταφορά του φυσικού αερίου από περιοχές της Αραβίας και Κασπίας, αλλά και από την Α. Μεσόγειο. Το 2010 ξεσπά η «Αραβική Άνοιξη» την ίδια χρονιά που εξελέγη στην ουκρανική προεδρία ο ρωσόφιλος Yanukovych, ενώ η Timoshenko δικάσθηκε και καταδικάσθηκε. Ένα χρόνο μετά, ξέσπασε ο πόλεμος στην Συρία, έχοντας ως πραγματικό διακύβευμα την διέλευση αγωγών φυσικού αερίου. Από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν επί Yanukovych ήταν η επέκταση της ρωσικής μίσθωσης του ναυστάθμου της Σεβαστούπολης έως το 2044! Ωστόσο το 2014 ο Yanukovych αποκαθηλώθηκε και μάλιστα αντισυνταγματικά. Η Ρωσία επενέβη με διάφορες επικλήσεις, επιτυγχάνοντας την κατάκτηση της Κριμαίας. Από τότε έως σήμερα πολλές είναι οι ένοπλες συγκρούσεις που έχουν γίνει στο ουκρανικό έδαφος. Δεδομένα οι Ρώσοι ενισχύουν τις ρωσόφιλες αυτονομιστικές τάσεις στην Ουκρανία, ενώ ο ουκρανικός στρατός μες την συνδρομή ουκρανικών παραστρατιωτικών ομάδων, ενίοτε φιλοναζιστικών, έχουν σκοτώσει πολλούς Ρώσους. Φυσικά η Ρωσία γνώριζε πως η συμφωνία για επέκταση της μίσθωσης του ναυστάθμου της Σεβαστούπολης έως το 2044 θεωρούνταν πλέον από την Ουκρανία ως μη γενόμενη. Συνεπώς το 2022 θα ήταν κρίσιμο έτος όχι μόνο για το φυσικό αέριο, αλλά και για την παρουσία του ρωσικού στόλου στο ναύσταθμο της Σεβαστούπολης.
Μέσα στον 21ο αιώνα, όπου η Ρωσία έκρινε πως σε γειτονική, πρώην σοβιετική ή φίλα προσκείμενη χώρα επίκειται αναθεώρηση εις βάρος των ενεργειακών και στρατηγικών συμφερόντων της υπέρ του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, επενέβη στρατιωτικά. Ιδίως τέτοιες παρεμβάσεις έγιναν όταν σε τέτοιες χώρες εξελέγησαν φιλοδυτικές κυβερνήσεις. Πέρα από την επέμβαση στην Τσετσενία το 2000, ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν το 2008 στην Γεωργία και αναφέρθηκε ήδη η επέμβαση το 2014 στην Ουκρανία (αφού ανατράπηκε ο τότε ρωσόφιλος πρόεδρος και εξελέγη ως πρόεδρος της Ουκρανίας ο P. Poroshenko). Ανάλογου χαρακτήρα υπήρξε και η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στην Συρία το 2015 υπέρ του Assad, μίας χώρας εξίσου κομβικής και με παρόμοια χαρακτηριστικά με την Ουκρανία, αφού υπάρχει ναύσταθμος ο οποίος μισθώνεται από τους Ρώσους (συγκεκριμένα στην Λαττάκεια), ενώ η Συρία αποτελεί ενεργειακό διαμετακομιστικό κόμβο αναφοράς. Παρόμοια η Ρωσία κινήθηκε και κατά τον πρόσφατο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ χωρίς άμεση στρατιωτική εμπλοκή και με τρόπο που ευνόησε τους Αζέρους (και Τούρκους), οδηγώντας σε ήττα των Αρμενίων αυτονομιστών. Έτσι επιχειρήθηκε να δοθεί ένα ηχηρό μήνυμα σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες να μην διοικούνται από φιλοδυτικές κυβερνήσεις, όπως έγινε στην Αρμενία με την εκλογή στην προεδρία του φιλοδυτικού Pashinyan. Τα γεγονότα του 2014 στην Ουκρανία και του 2015 στην Συρία, επηρέασαν φυσικά και τα εκκλησιαστικά πράγματα, έχοντας μεγάλο αντίκτυπο στην στάση των Πατριαρχείων Μόσχας και Αντιοχείας (και όχι μόνο) απέναντι στην Μείζονα Ορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης το 2016.
Η Ε.Ε. από την άλλη, έθεσε ως προτεραιότητα την αύξηση του ποσοστού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και αντίστοιχα την μείωση του αντίστοιχου ποσοστού από τα ορυκτά καύσιμα. Αν και έγινε επίκληση της αειφόρου ανάπτυξης, αυτό έγινε κυρίως για να προστατευθεί στρατηγικά η Ε.Ε. από την στρατηγική εργαλειοποίηση που οι Ρώσοι κάνουν σε χώρες που εξάγουν μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου, αλλά και για να πληγεί έμμεσα πλην ουσιαστικά η ρωσική οικονομία. Η Ε.Ε. είναι πολύ ισχυρή οικονομικά, αλλά δεν διαθέτει ακόμα ευρωστρατό για να μπορεί να πιέζει σε στρατιωτικό επίπεδο εναλλακτικά από το ΝΑΤΟ. Δεδομένου, όμως, πως δεν υπάρχει για την Ε.Ε. εναλλακτικός ενεργειακός προμηθευτής και πολύ περισσότερο προσφορές σε ανάλογες τιμές με τις ρωσικές, κάθε προσπάθεια ευρωπαϊκής απεξάρτησης από τις ρωσικές εισαγωγές, οδηγεί σε ανόδους των τιμών των ορυκτών καυσίμων, πιέζοντας πολυεπίπεδα τις οικονομίες των εξαρτημένων ενεργειακά χωρών (όπως η Ελλάδα). Κάπου εδώ υπεισέρχεται και το θέμα της απολιγνιτοποίησης. Παρότι η μείωση της παραγωγής Co2 αποτελεί δέσμευση για τις χώρες του ΟΗΕ και της Ε.Ε., επηρεάζοντας δεδομένα την απολιγνιτοποίηση, η επίσπευση της στην Ε.Ε. προωθήθηκε από χώρες που είχαν και έχουν συμφέροντα από το φυσικό αέριο, ρωσικό ή μη. Εντούτοις από ένα σημείο και μετά, η επίσπευση της αειφόρου ανάπτυξης χρησιμοποιείται ως ένα «αμπαλάζ» για να δικαιολογηθεί η συνειδητή προσπάθεια της Ε.Ε. για ενεργειακή απεξάρτηση από τους Ρώσους και ως στρατηγική απέναντί τους. Η Ε.Ε. ανακοίνωσε το 2014 την «Ενεργειακή Ένωση» (μίας χρονιάς τραγικής επιδείνωσης των Ουκρανικών σχέσεων και ένα χρόνο πριν την εμπλοκή της Ρωσίας στην Συρία). Το 2015 δημοσιοποιήθηκε η πολιτική αυτού του project και το 2018 ο αντίστοιχος κανονισμός του. Το 2019 επήλθε η «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», με την φιλοδοξία έως το 2050 να έχουν επιτευχθεί σημαντικοί «πράσινοι» ενεργειακοί στόχοι στην Ε.Ε., για την υλοποίηση των οποίων απαιτείται η σχετική εναρμόνιση των εθνικών ενεργειακών πολιτικών των κρατών-μελών. Φυσικά ούτε λόγος για παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη. Πρέπει να πούμε επίσης, πως εδώ και καιρό η Ε.Ε. είχε θέσει πλαφόν στις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου και πλέον έχουν επιβληθεί βαρύτατες κυρώσεις.
Συγκεφαλαιώνοντας, πρέπει να πούμε πως η Ρωσία εισέβαλε σε μία ανεξάρτητη χώρα για μία ακόμα φορά μέσα στον 21ο αιώνα, ώστε να υπερασπίσει τα δικά της συμφέροντα. Η καταστροφή της Ουκρανίας είναι ανυπολόγιστη και η έκβαση του πολέμου άγνωστη. Ανεξάρτητα του τι μπορεί να προσάψει κανείς στις μη ρωσόφιλες ουκρανικές κυβερνήσεις, δεν μπορεί ο δεχόμενος εισβολή να εξισωθεί με τον εισβολέα. Τόσο η ρωσική εισβολή, όσο και η απολιγνιτοποίηση στην Ε.Ε., έχουν να κάνουν πρώτιστα με το τεράστιο γεωπολιτικό διακύβευμα της ενέργειας και με στρατηγικές ασφαλείας υψίστης σημασίας και μόνο κατ΄ ελάσσονα βαθμό αφορούν τις επικαλούμενες προστασίες αμάχων και προωθήσεις της αειφόρου ανάπτυξης. Οι Ρωσο-Ουκρανικές σχέσεις εδώ και 30 χρόνια δημιουργούν συνθήκες αποσταθεροποίησης διεθνώς και επηρεάζουν εξαιρετικά πολλά γεωπολιτικά σύμπλοκα, δρομολογώντας πολέμους, ευνοώντας υφέσεις και τελικά δημιουργώντας τεράστιες ανθρωπιστικές κρίσεις και μεταναστευτικά ρεύματα. Στάσεις που ξεπλένουν την ρωσική εισβολή δεν έχουν καμία δικαιολογία, παρότι η καταδίκη της, δεν σημαίνει αυτόματα πως ξεχνάμε τον βρώμικο ρόλο και την στρατιωτική εμπλοκή πολλών δυτικών χωρών σε ξένες χώρες. Αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο.