Όχι και πολύ καινούργια βέβαια, αφού η απολιγνιτοποίηση αποτελεί δεδηλωμένη επιλογή της σημερινής κυβέρνησης ήδη από τους πρώτους μήνες που ανέλαβε την εξουσία πριν από δύο χρόνια. Τότε, εννοώ το 2019, ασφαλώς ήταν νεολογισμός, και μάλιστα, για να παινέψουμε και λίγο τα γένια μας, σε ένα μεζεδοάρθρο του Σεπτεμβρίου 2019 είχα γράψει:
Για λέξη της χρονιάς δεν ξέρω αν θα προκριθεί, πάντως νεολογισμός είναι. Εννοώ την «απολιγνιτοποίηση» που εξαγγέλθηκε από την κυβέρνηση, δηλαδή την κατάργηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη έως το 2028.
Μπορεί να συζητησουμε στο μέλλον και επί της ουσίας τη σημαντική αυτή απόφαση, αλλά προς το παρόν καταγράφω τον νεολογισμό.
(Για την ιστορία, στην ψηφοφορία για τη Λέξη του 2019 η απολιγνιτοποίηση κατατάχτηκε στην 28η θέση ανάμεσα σε 42 υποψήφιες).
Λίγες μέρες αργότερα, ο Νίκος Λίγγρης στη Λεξιλογία κατέγραψε τον νεολογισμό και σημείωσε: Για την ακρίβεια, είναι λέξη του Σεπτέμβρη του 2019 (με ελάχιστα ευρήματα από Αύγουστο) και αφορά τη μείωση και τελικώς τον τερματισμό της εξάρτησης της χώρας από τον λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Και συνέχισε: Έχουμε λέξη στα αγγλικά; Ή θα πρέπει να πούμε περιφραστικά: ending dependence on lignite ή ending lignite dependence; Η αγγλική λέξη delignification σημαίνει «removal of lignin from woody tissue (as by natural enzymatic or industrial chemical processes)». Λέξεις delignitification ή delignitization δεν υπάρχουν.
Στη συζήτηση εκείνη προτάθηκε, προκειμένου για τον αγγλικό όρο, το ευρύτερο decarbonization, που βέβαια αφορά την απαλλαγή από κάθε είδος άνθρακα, όχι ειδικά από τον λιγνίτη.
Η λέξη λιγνίτης είναι δάνειο από το γαλλικό lignite, που έχει πλαστεί με βάση το λατινικό lignum = ξύλο, επειδή αυτό το είδος άνθρακα, που είναι κατώτερης θερμικής αξίας, προέρχεται από εξανθράκωση φυτικών οργανισμών. Λέμε ότι έχουμε οπτικό δάνειο, διότι η γαλλική λέξη προφέρεται (περίπου) λινίτ.
Από την ίδια ρίζα με τον λιγνίτη έχουμε και τη λιγνίνη, ένα οργανικό πολυμερές που ξεχωρίζει το ξύλο από τις αλλες κυτταρικές ουσίες. Ο όρος delignification, που τον αναφέραμε παραπάνω, αφορά ακριβώς την απομάκρυνση της λιγνίνης από τον ξυλώδη ιστό.
Η απολιγνιτοποίηση, πάλι, ίσως ξενίζει ως σχηματισμός, διότι ο όρος που δηλώνει απαλλαγή από κάτι δεν είναι ανάγκη να σχηματίζεται με το τέρμα -ποίηση. Λέμε, ας πούμε, αποτρίχωση και απεντόμωση, για την απαλλαγή από τις τρίχες και τα έντομα, όχι αποτριχοποίηση ή απεντομοποίηση.
Κατ’ αναλογία λοιπόν, θα περιμέναμε «απολιγνίτωση»; Θα έλεγα ότι η απολιγνιτοποίηση προϋποθέτει τη λιγνιτοποίηση (όπως η αποαποικιοποίηση την αποικιοποίηση). Βέβαια, αν σκεφτούμε ότι η ελληνική παραγωγή ενέργειας είναι «λιγνιτοποιημένη», ο όρος δικαιολογείται.
Αυτά είναι τα λεξιλογικά της απολιγνιτοποίησης.
Στις αρχές του μήνα, σε ένα άρθρο για την πράσινη μετάβαση, είχαμε συζητήσει και για την απολιγνιτοποίηση, όχι πλέον ως λέξη αλλά ως πολιτική επιλογή, και είχα γράψει:
Και τις μέρες αυτές της μεγάλης ζήτησης είχαμε και μιαν άλλη εξέλιξη: για να αποφευχθεί η κατάρρευση του συστήματος «ανακλήθηκε από την εφεδρεία» η 3η λιγνιτική μονάδα της Μεγαλόπολης, που ειχε τεθεί εκτός συστήματος από τον Μάρτιο, και τέθηκε ξανά σε λειτουργία -παρά το ότι η «απολιγνιτοποίηση» (μια λέξη που περιέργως δεν τη βάλαμε πέρυσι στην ψηφοφορία για τη λέξη της χρονιάς, αλλά την κρατάμε για φέτος) αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του υπουργού Κ. Χατζηδάκη και της κυβέρνησης.
Κακός και ψυχρός και ρυπαντικός ο λιγνίτης, αλλά είναι εθνικό καύσιμο και είναι και μια αξιόπιστη εφεδρεία. Βλέπω με ενδιαφέρον ότι ακόμα και σε άκρως φιλοκυβερνητικά μέσα αρχίζουν να διατυπώνονται ενδοιασμοί μήπως «βιαστήκαμε με την απολιγνιτοποίηση«, παράλληλα με κριτική κατά της κυβέρνησης ότι απέφυγε να ενημερώσει τους πολίτες ότι το κόστος της ενεργειακής μετάβασης θα είναι μεσοπρόθεσμα υψηλό και να ζητήσει τη συναίνεσή τους.
Κατά σύμπτωση, προχτές στην ΕφΣυν διάβασα άρθρο στο οποίο η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ διατυπώνει κριτική για την «πρόωρη απολιγνιτοποίηση». Βέβαια, κάπως όψιμα έρχεται η κριτική του ΤΕΕ, θα έλεγα, αφού η απολιγνιτοποίηση είναι διακηρυγμένη πολιτική εδώ και δυο χρόνια.
Και το ΤΕΕ επικρίνει την έλλειψη σχεδιασμού και διαλόγου με τις θιγόμενες περιοχές (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη) και κάνει καίριες επισημάνσεις όπως ότι «Με την πρόωρη απολιγνιτοποίηση, η θερμική παραγωγή, δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα της ενέργειας βάσης …. θα είναι εκτεθειμένο στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου και στα γεωπολιτικά δεδομένα».
Επίσης, το ΤΕΕ δεν συμφωνεί με την πλήρη απαλλαγή από τον λιγνίτη, αφού προτείνει: Επιβάλλεται η εξάντληση των περιθωρίων αξιοποίησης του εγχώριου πόρου, του λιγνίτη, με μελέτη και λήψη μέτρων (όπως αν χρειασθεί κατακράτηση του C02), για παραγωγή από τις πλέον σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, με ανταγωνιστικό κόστος και σε κατάλληλη ποσότητα, για την τήρηση των περιβαλλοντικών στόχων. Για λόγους διασφάλισης της ηλεκτρικής επάρκειας αλλά και ως στρατηγική εφεδρεία, προτείνεται ένα ποσοστό συμμετοχής λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της τάξης 10-12%, για τα επόμενα χρόνια.
Δεν ξέρω αν είναι εφικτό, ούτε αν είναι σωστό, να υλοποιηθεί αυτή η πρόταση και να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου ο λιγνίτης στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας -ίσως μου πείτε στα σχόλιά σας. Ξέρω όμως ότι άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που χρησιμοποιούν λιγνίτη για τις ενεργειακές τους ανάγκες δεν έδειξαν την ίδια σπουδή με την ελληνική κυβέρνηση. Η πλούσια Γερμανία σκοπεύει να διατηρήσει τον λιγνίτη έως το 2038, ενώ φέτος η Πολωνία αψήφησε απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ που διέταζε το κλείσιμο μιας σημαντικής λιγνιτικής μονάδας. Εμείς, αντιθέτως, βιαστήκαμε -ίσως επειδή ο λιγνίτης έχει γίνει πολύ ακριβός.
Κι έτσι μπήκε στο λεξιλόγιό μας η απολιγνιτοποίηση…
Πηγή: sarantakos.wordpress.com