Για δεκαετίες ολόκληρες οι κρατικές επιχειρήσεις, οι καταταλαιπωρημένες ΔΕΚΟ, υπήρξαν φυτώρια διαφθοράς και συχνά οικονομικής καταστροφής για το Δημόσιο. Δεν έφταιγαν προφανώς οι επιχειρήσεις για την κατάντια τους, αλλά οι διοικήσεις τους και πρωτίστως η πολιτική ηγεσία των υπουργείων που τις επόπτευαν. Διαχρονική στρέβλωση και αισχρή εκμετάλλευση για μικροπολιτικούς λόγους από πολιτικές ηγεσίες που νόμιζαν ότι οι κρατικές εταιρείες ήταν η προέκταση του πολιτικού τους γραφείου. Για δεκαετίες το κριτήριο για την αξία ενός υπουργικού χαρτοφυλακίου ήταν το πόσους οργανισμούς και εποπτευόμενους φορείς έχει υπό την ομπρέλα του. Η πρώτη δουλειά που έκανε ένας υπουργός που σεβόταν το εκλογικό του πελατολόγιο ήταν να τα βρει με τις διοικήσεις των φορέων που είχε αρμοδιότητα ή να τις αντικαταστήσει με δικούς του. Στη βασανιστική πορεία των επιχειρήσεων δεν πρέπει να λησμονούμε και τη μακρά περίοδο της συνδιοίκησης με ορισμένες συνδικαλιστικές φατρίες, που στο πέρασμα του χρόνου αποδείχθηκαν ισχυρότερες από κάθε άλλη εξουσία.
Σαν τη ΔΕΗ υπάρχουν ακόμη πολλές εταιρείες του Δημοσίου που πρέπει να αναγεννηθούν πριν να είναι πολύ αργά.
Αυτή η στρέβλωση έφερε πολλές φορές αυτές τις εταιρείες στο χείλος της καταστροφής και στο τέλος, όπως συμβαίνει πάντα, τον λογαριασμό πλήρωσαν οι φορολογούμενοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακοποίησης μιας δημόσιας επιχείρησης είναι η ΔΕΗ που, αν και για δεκαετίες μονοπώλιο, κινδύνευσε πολλές φορές με διάλυση και χρεοκοπία. Η μεγαλύτερη ελληνική επιχείρηση βρέθηκε και πριν από δύο χρόνια ένα βήμα από τον γκρεμό. Ενας συνδυασμός ανικανότητας και μικροπολιτικής σκοπιμότητας την έφεραν κυριολεκτικά στο όριο της χρεοκοπίας. Ευτυχώς το μοιραίο απετράπη όχι από τύχη, αλλά διότι μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019 επικράτησε ο ορθολογισμός και η αναζήτηση λύσεων με βάση τους κανόνες που ισχύουν στον δυτικό κόσμο και όχι στη Λατινική Αμερική. Ο τότε αρμόδιος υπουργός Κωστής Χατζηδάκης δεν έβαλε κάποιο κομματάρχη του στη διοίκηση της ΔΕΗ, αλλά αναζήτησε και βρήκε ένα άξιο πρόσωπο που δημιούργησε μια ομάδα σωτηρίας για την επιχείρηση. Δύο χρόνια μετά, μπορεί κανείς να πει με ασφάλεια πως όχι μόνο σώθηκε η εταιρεία, αλλά αποτελεί και παράδειγμα επιτυχίας. Δύο αριθμοί αρκούν για να περιγράψουν το πριν και το μετά. Η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας την άνοιξη του 2019 ήταν λίγο πάνω από τα 300 εκατ. ευρώ και σήμερα αγγίζει τα 4 δισ. Η διοίκηση υπό τον κ. Γ. Στάσση δεν έμεινε στα προφανή, καθώς εκτός των άλλων φρόντισε να θωρακίσει την εταιρεία για το ενδεχόμενο μιας ενεργειακής κρίσης, η οποία εντέλει ήρθε με σφοδρότητα και ουδείς μπορεί να προβλέψει ακόμη πότε θα τελειώσει. Η άντληση φθηνών κεφαλαίων από την αγορά την ώρα που υπήρχε άφθονη προσφορά, ο αναπροσανατολισμός σε πράσινη τεχνολογία παραγωγής και ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών της από τη συνεργασία με τη Microsoft δείχνουν προφανώς ότι λύσεις υπάρχουν, αρκεί να τις αναζητήσει κανείς στον σωστό χρόνο. Τα κροκοδείλια δάκρυα του ΣΥΡΙΖΑ περί δήθεν ξεπουλήματος δεν έπεισαν ούτε καν τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ, που φαίνεται ότι, αφού είδαν την καταστροφή να τους πλησιάζει επικίνδυνα, κατάλαβαν έστω και αργά το συμφέρον των εργαζομένων που εκπροσωπούν.
Σαν τη ΔΕΗ υπάρχουν ακόμη πολλές εταιρείες του Δημοσίου που πρέπει να αναγεννηθούν πριν να είναι πολύ αργά.