Είναι σίγουρα… τέχνη να μπορεί η κυβέρνηση να εμφανίζεται από τη μία αισιόδοξη σχετικά με την τύχη του διαγωνισμού για το λιγνιτικό δυναμικό της ΔΕΗ και από την άλλη να παραδέχεται ότι οι μονάδες που θα πουληθούν αποτελούν τα… σαπάκια της επιχείρησης. Παράλληλα, αποτελεί και εμπορικό παράδοξο να απαξιώνει ο «πωλητής» το προϊόν που θέλει να… διώξει.
Τη στιγμή που το ζητούμενο είναι αν θα προσέλθουν τελικά οι 15 ενεργειακές εταιρείες που είχαν επιδείξει επενδυτικό ενδιαφέρον κατά το market test, ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργος Σταθάκης ομολογεί ότι τα προϊόντα στο «καλάθι» δεν είναι και… πρώτης ποιότητας. Και μάλιστα όταν ο πρόεδρος της ΔΕΗ κ. Μανόλης Παναγιωτάκης έχει διαμηνύσει ότι δεν σκοπεύει να πουλήσει μπιρ παρά.
Οι δηλώσεις του υπουργού, μιλώντας από το βήμα της Βουλής, λίγο προτού γίνει δεκτό κατά πλειοψηφία το σχετικό νομοσχέδιο για την αποεπένδυση της κρατικής επιχείρησης, προκαλούν εντύπωση. Απαντώντας στις καταγγελίες της αντιπολίτευσης ότι πουλάει τα «ασημικά» της ΔΕΗ, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ποιες είναι οι τρεις καλές μονάδες; Η Μεγαλόπολη ΙΙΙ… Σε ποιον να το πεις και να το πιστέψει. Η Μεγαλόπολη ΙΙΙ, η οποία τελειώνει το 2025, έχει ως γνωστόν τη χαμηλότερη απόδοση, όχι την καλύτερη. Αρα σίγουρα δεν μπορείς να πεις ότι είναι το “διαμάντι”».
Ανησυχίες
Η μονάδα Μεγαλόπολη IV σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη είναι καλή μονάδα. Οσο για τη Μελίτη (η νεότερη μονάδα της ΔΕΗ που δεν χρειάζεται αναβαθμίσεις); Ο υπουργός επισήμανε ότι έχει χαμηλή απόδοση. «Καλή μονάδα, μέτρια απόδοση, λόγω του κοιτάσματος. Οταν μπει η Βεύη (σ.σ.: το ορυχείο της), τότε η απόδοση της μονάδας θα βελτιωθεί. Αρα η ιδέα ότι δίνουμε τα τρία “διαμάντια” της ΔΕΗ πολύ απέχει από την πραγματικότητα.
Η ΔΕΗ επαναλαμβάνω ότι διατηρεί τον ακέραιο πυρήνα της, που είναι οι πέντε μονάδες του Αγίου Δημητρίου» υπογράμμισε ο κ. Σταθάκης.
Και τα λεγόμενά του ενισχύουν τις ανησυχίες που εκφράζονται από θεσμικούς παράγοντες, στελέχη της ΔΕΗ αλλά και της ενεργειακής αγοράς: «Ποιος επενδυτής θα έρθει να αγοράσει τα… σαπάκια; Και μάλιστα όταν πλέον ο ελληνικός λιγνίτης έχει υψηλό κόστος εξόρυξης, είναι κακής ποιότητας και μικρής απόδοσης και όταν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων στις δημοπρασίες έχουν φτάσει σχεδόν τα 14 ευρώ ανά τόνο ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και διαρκώς αυξάνονται. Πριν από 12 μήνες οι τιμές δικαιωμάτων ήταν 4,4 ευρώ».