Την ώρα που ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Τσιρώνης προανήγγειλε την ακύρωση όλων των έργων διαχείρισης απορριμμάτων, που δρομολογήθηκαν εδώ και καιρό από τις προηγούμενες μνημονιακές Κυβερνήσεις με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, ζητώντας την αναστολή των μέχρι τώρα διαδικασιών και επισημαίνοντας την ανάγκη ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων, η ΔΙΑΔΥΜΑ εσπευσμένα προχωρεί στην υπογραφή σύμβασης για τη δημιουργία ενός φαραωνικού τύπου εργοστασίου επεξεργασίας απορριμμάτων με ελάχιστη εγγυημένη ποσότητα 90.000 τόνων σύμμεικτων απορριμμάτων στη Δυτική Μακεδονία, που σημαίνει ότι θα πληρώνουμε για τόσα ακόμα κι αν παραδίδουμε τα μισά.
Τα παραπάνω τονίζει με ανακοίνωσή της η Νομαρχιακή Επιτροπή ΣΥΡΙΖΑ Π.Ε. Κοζάνης, στην οποία επισημαίνει τα εξής:
Αυτή η πράξη έρχεται να συνεχίσει τον χορό των συμφερόντων που έσυραν οι διεθνείς και εγχώριοι εργολάβοι τη μνημονιακή εποχή και να δημιουργήσει τετελεσμένα για τα επόμενα 30 περίπου χρόνια για την περιοχή μας, με παρωχημένες μεθόδους επεξεργασίας, που είναι επιβαρυντικές για το περιβάλλον και δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, παρά μόνο συσσωρεύουν κέρδη για τους ιδιώτες επενδυτές επιβαρύνοντας οικονομικά τους πολίτες της περιοχής μας.
Ταυτόχρονα, αυτή η πράξη προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα και στο ζήτημα των εδαφών και στέκεται απέναντι στα αιτήματα δεκαετιών των τοπικών κοινωνιών για την αποκατάσταση και την επαναπόδοσή τους στο τέλος της εξορυκτικής δραστηριότητας στην περιοχή μας από τη ΔΕΗ.
Η παραχώρηση των εδαφών στη ΔΕΗ, η πώληση τμήματος αυτών των εδαφών στη ΔΙΑΔΥΜΑ και η εκχώρησή τους από αυτήν στον ιδιώτη εργολάβο ανοίγει έναν επικίνδυνο δρόμο και δημιουργεί ερωτηματικά για τη νομιμότητα υπογραφής της σύμβασης, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει εκκρεμοδικία από την προσφυγή της παλαιάς Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης κατά της απόφασης της παραχώρησης αυτών των εδαφών και εκδικάζεται τον Σεπτέμβριο του 2015 από το συμβούλιο της Επικρατείας.
Τέλος, η δέσμευση για την ταφή τοξικών αποβλήτων της ΔΕΗ και η αύξηση κινδύνου για την επιμόλυνση των εδαφών σε μία ήδη επιβαρυμένη περιοχή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και δεν μπορεί μαζί με την αλλοίωση του γήινου φλοιού της περιοχής να γίνει το εφιαλτικό της μέλλον.
Τα εδάφη αυτά ανήκουν στους πολίτες της περιοχής, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από τις επιπτώσεις της χρόνιας εκμετάλλευσης των ορυχείων και πρέπει να αποδοθούν προς χρήση στις τοπικές κοινωνίες, αφού αποκατασταθούν.
Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα και σε πράξεις που δημιουργούν τετελεσμένα, ώστε να δέσουν χειροπόδαρα την περιοχή μας για τις επόμενες δεκαετίες, δεν υπάρχει κανείς εφησυχασμός.
Αυτοί που τόσα χρόνια υπηρέτησαν τις μνημονιακές πολιτικές υπηρετώντας τα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας, επιμένουν απτόητοι και προκλητικοί, εκχωρώντας τις αρμοδιότητες των Δήμων στα ιδιωτικά κέρδη.
Μεγάλες είναι και οι ευθύνες της αυτοδιοίκησης, που όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων σε μία οικολογική κατεύθυνση, αξιοποιώντας την ευκαιρία μέσα από την αξιοποίησή τους να αποκομίσει κέρδη προς όφελος της τοπικής κοινωνίας με οικολογικό πρόσημο και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για νέες θέσεις εργασίας.
Ο νέος σχεδιασμός που προτείνεται σήμερα από την κυβέρνηση δρομολογεί τις διαδικασίες για αποκεντρωμένη διαχείριση με τα Τοπικά Σχέδια Διαχείρισης που θα εκπονήσουν (εντός 5 μηνών) και θα υλοποιήσουν οι Δήμοι, όπου προβλέπονται μικρές, αποκεντρωμένες, χαμηλού κόστους και όχλησης μονάδες που προωθούν την ανακύκλωση με διαλογή στην πηγή σε διακριτά ρεύματα χαρτιού, πλαστικού, αλουμινίου, γυαλιού & βιοαποικοδομίσιμων για την κομποστοποίηση.
Για τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων δράσεων, σύμφωνα με το υπουργείο, υπάρχει πρόβλεψη μέσω του νέου ΕΣΠΑ για τη διάθεση περίπου 1 δις. Ευρώ, ενώ πηγή εσόδων για τη χρηματοδότηση τέτοιου είδους δράσεων θα είναι οι χρηματοροές από την πώληση ανακυκλώσιμων υλικών.
Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος, πρωτίστως, της αυτοδιοίκησης, που πρέπει να έχει καθοριστικό λόγο και ρόλο στη διαχείριση των απορριμμάτων και να συγκρουστεί με ό, τι είναι απέναντι στο δημόσιο συμφέρον
Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη πρώτη στιγμή έχει καταγγείλει το σχέδιο των ΣΔΙΤ για τις Μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων που προωθούσαν οι μνημονιακές συγκυβερνήσεις υπό τις ευλογίες της Μέρκελ.
Ταυτόχρονα, έχουμε τις υποδείξεις της ΕΕ, που μπορούν να εξηγήσουν τη βιασύνη της υπογραφής της σύμβασης: «Μεγάλες Μονάδες με εγγυημένες ποσότητες, καταρχήν, δεν θα είναι δεκτές. Οι συμβάσεις για τις ΣΔΙΤ, διάρκειας 30 χρόνων, πρέπει να καλύπτουν την απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών. Πάνω από ένα χρόνο δεματοποιημένα απορρίμματα θεωρείται ΧΑΔΑ».
Μπροστά λοιπόν στην προδιαγραφόμενη απόρριψη από την ΕΕ των σχεδιαζόμενων συμβάσεων ΣΔΙΤ διάρκειας 30 ετών, με την εγγύηση του δημοσίου για ελάχιστες συμβασιοποιημένες ποσότητες απορριμμάτων και την υπονόμευση στην πράξη της προώθησης της ανακύκλωσης και της κομποστοποίησης, υπογράφεται με απόφαση της ΔΙΑΔΥΜΑ η σύμβαση του έργου παγιδεύοντας και δεσμεύοντας για τα επόμενα 30 χρόνια τους πολίτες αλλά και τους Δήμους, που θα αδυνατούν να αναπτύξουν δράσεις ανακύκλωσης και κομποστοποίησης.
Καλούμε τους πολίτες της περιοχής μας, τους πολίτες της Δ.Μ να αντισταθούν στην περιβαλλοντική καταστροφή και την οικονομική τους αφαίμαξη που δρομολογεί η υπογραφή αυτής της σύμβασης.
Βαρύτατες είναι οι ευθύνες όσων συντάσσονται σήμερα με τα εργολαβικά συμφέροντα και μεγάλο το έλλειμμα της αυτοδιοίκησης που στερείται τόλμης και οράματος και αποδέχεται αποικιοκρατικού τύπου λογικές, παραδίδοντας στις επόμενες γενεές τα αποτελέσματα μιας καταστρεπτικής πολιτικής.