Του Ελευθέριου Παπαναούμ*
Κάθε φορά που συμβαίνει μια φυσική καταστροφή (όπως η πρόσφατη των σεισμών στην Κεφαλονιά), έρχονται στο φώς όλες οι αδυναμίες τόσο από πλευράς κρατικού μηχανισμού, που αδυνατεί να αντιδράσει και να προστατεύσει τον πολίτη, όσο φυσικά και των ίδιων των ιδιοκτητών κατοικιών και επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν μια πιθανή καταστροφή στην περιουσία τους. Επίσης σε κάθε περίπτωση αναζητούνται ευθύνες στους μελετητές, τους κατασκευαστές, την πολιτεία κ.ά. για το ποιος φταίει για τις ζημιές που προκλήθηκαν.
Η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με την μεγαλύτερη σεισμικότητα στον κόσμο (1η στην Ευρώπη και 6η στον κόσμο). Από στατιστικές και με τα μέχρι τώρα καταγεγραμμένα στοιχεία, στην Ελλάδα συμβαίνει ένας σεισμός μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας Richter κάθε χρόνο. Από το 1900 μέχρι και σήμερα έχουν καταγραφεί εκατοντάδες μεγάλοι σεισμοί αρκετοί από τους οποίους ήταν φονικοί και στοίχισαν την ζωή σε περίπου 1500 ανθρώπους, ενώ προκάλεσαν και υλικές καταστροφές μεγάλης αξίας.
Οι αντισεισμικοί κανονισμοί για τον σχεδιασμό και την κατασκευή των κτιρίων στην Ελλάδα, άρχισαν δειλά-δειλά να εμφανίζονται την δεκαετία 1960-1970, στην αρχή με πολύ απλουστευμένες προσεγγίσεις, μέχρι να φτάσουμε στο 1995, έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά κάποιος πιο σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός. Το μεγαλύτερο ποσοστό κτιρίων στην Ελλάδα (85% – 3,5 από τα 4 εκατομμύρια), έχει κτιστεί πρίν το 1990, απουσία σύγχρονου αντισεισμικού κανονισμού, γεγονός που σε συνδυασμό με την συχνότητα και το μέγεθος των σεισμών στην χώρα, δημιουργεί μια επικίνδυνη κατάσταση κυρίως για τους πυκνά δομημένους αστικούς χώρους.
Ένας από τους αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης και διαχείρισης τέτοιων ζημιογόνων γεγονότων, όπως είναι ο σεισμός, είναι η ασφάλισή τους. Ένας ενδεχόμενος μεγάλος σεισμός θα μπορούσε να προκαλέσει στα κτίρια μεγάλες υλικές ζημιές και οικονομικές υποχρεώσεις αποκατάστασης στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι δυσβάσταχτες, αν όχι ανέφικτες. Η πολιτεία μετά από κάθε σεισμό που προκαλεί καταστροφές, ενισχύει οικονομικά τους σεισμόπληκτους, ωστόσο το ύψος της βοήθειας είναι συχνά ανεπαρκές ώστε να καλύψει τις ζημίες που πιθανόν έχουν προκληθεί. Με την ασφαλιστική κάλυψη των κατοικιών, η οποία επιτυγχάνεται με την καταβολή από τους ιδιοκτήτες ενός μικρού ετήσιου ασφαλίστρου (περίπου 100-150€ για ένα μέσο διαμέρισμα), οι ιδιοκτήτες είναι σαφώς διασφαλισμένοι, αφού θα αποζημιωθούν για όλο το ύψος των ζημιών που θα προκληθούν σε περίπτωση υλικών ζημιών από σεισμό.
Σήμερα στην Ελλάδα, οι ασφαλισμένες κατοικίες ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 15% του συνόλου των κατοικιών, αποδεικνύοντας την πολύ χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση των Ελλήνων σε σχέση με αυτή άλλων αναπτυγμένων χωρών στον κόσμο. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό κυρίως κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης την οποία βιώνει η χώρα, γιατί οποιαδήποτε ζημία συμβεί σε περιουσίες από φυσικά φαινόμενα είναι σχεδόν ακατόρθωτο να αντιμετωπιστεί οικονομικά από τους πολίτες, οδηγώντας τους τις περισσότερες φορές σε αδιέξοδο και απόγνωση.
Η πολιτεία θα πρέπει να μελετήσει σοβαρά το θέμα, να δώσει τα κατάλληλα φορολογικά κίνητρα και να θεσπίσει την υποχρεωτικότητα στην ασφάλιση των κατοικιών, αφαιρώντας από πάνω της τον μεγάλο βραχνά των κρατικών αποζημιώσεων και επενδύοντας περισσότερο στην προετοιμασία του πληθυσμού έναντι τέτοιων καταστροφικών γεγονότων και στον έλεγχο των δημοσίων κτιρίων και υποδομών.
* Ο Ελευθέριος Παπαναούμ είναι Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ. με Master στον Αντισεισμικό Σχεδιασμό Τεχνικών Έργων. Είναι στέλεχος της εταιρείας ERGON Σύμβουλοι Μηχανικοί και εξειδικευμένος Σύμβουλος Ασφάλισης Τεχνικών Έργων και Επιχειρήσεων.