«Δύσκολο πράγμα, εβδομήντα χρόνια να λείπεις κάθε βράδυ από το σπίτι. Πώς με κράτησε η Ελένη, δεν ξέρω». Ο 95χρονος Μιχάλης Δανιήλ (Mike Daniel) δύο έρωτες γνώρισε στη ζωή του: τη γυναίκα του και τη μουσική. Και του χάρισαν τα πάντα: αγάπη, οικογένεια, έμπνευση, περιπέτεια, δόξα, πλούτη. Εξήντα επτά χρόνια μετά το πρώτο μακρινό ταξίδι στην Αμερική με το πλοίο «Queen Frideriki» και με 50 δολάρια στην τσέπη, ο ιδρυτής της θρυλικής «Mike Daniel’s Orchestra», του συγκροτήματος που μεγαλούργησε για δεκαετίες, διασκεδάζοντας επί επτά ημέρες την εβδομάδα την ελληνοαμερικανική κοινότητα -και όχι μόνο, σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ και στον Καναδά, επέστρεψε τον Αύγουστο στη γενέτειρά του, τη Μόρφη Βοΐου Κοζάνης, όπου τιμήθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού για την προσφορά του στον πολιτισμό και αφιέρωσε στην αγαπημένη του Ελένη Νανοπούλου το «Θυμάμαι», το τραγούδι που της έγραψε και της τραγούδησε πρώτη φορά το 1953, έξω από την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς του, εκεί όπου της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί.
Ο Μιχάλης Δανιήλ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1928 στη Μόρφη και ήταν ο μικρότερος από τους τέσσερις γιους της οικογένειάς του. Δυο από τα μεγαλύτερα αδέρφια του ασχολούνταν με τη μουσική. Ο ένας ήταν ο βυζαντινός ψάλτης του χωριού, ενώ ο άλλος δάσκαλος που ασχολήθηκε με το βιολί. Και έτσι, το βιολί έμελλε να είναι το πρώτο όργανο του νεαρού Μιχαήλ. «Ακόμη και ως παιδί, ήταν τέτοιο το πάθος του για τη μουσική που κατά τη γερμανική κατοχή του χωριού του το 1941, ο Μιχαήλ κρυβόταν στη δεξαμενή συλλογής νερού στη στέρνα για να εξασκείται το βιολί. Μετά την κατοχή, στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου, κατέφυγε στο Τσοτύλι, όπου σπούδασε ιδιωτικά με έναν Ελληνοαμερικανό δάσκαλο μουσικής», ανέφερε ο εκπαιδευτικός Κώστας Τσώνης παρουσιάζοντας τον συγχωριανό του και τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, που οργανώθηκε παραμονές Δεκαπενταύγουστου στην πλατεία της Μόρφης.
«Αν αγαπήσεις έναν άνθρωπο, κάνεις πολλά»
Κλείσιμο
Το 1949, αφότου έχασε τη μητέρα του, ο Μάικ πήγε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει σε Ωδείο και πέρασε δυο χρόνια εργαζόμενος σε νυχτερινά κέντρα. Οι απαιτήσεις της δουλειάς τον ανάγκασαν να αφήσει το βιολί και να στραφεί σε ένα πιο δημοφιλές όργανο, το ακορντεόν. Το 1954 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ελένη.
«Σε αγαπούσα τρία χρόνια, όμως δεν έβρισκα τη λέξη να στο πω, μα ένα βράδυ με τ’ αστέρια βρήκα τη λέξη να σου πω, πως σ’ αγαπώ. Θυμάμαι. Θυμάμαι κάποια πόρτα παλιά. Αυτό έγινε εδώ, στην πόρτα της γιαγιάς μου. Κι εκεί θυμάμαι το γλυκό της φιλί», σιγοτραγουδάει ο Μιχάλης Δανιήλ δείχνοντας την πόρτα ενός παλιού πέτρινου σπιτιού στη αρχοντική Μόρφη και αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς ξεκίνησε το παραμύθι του αμερικανικού ονείρου κι ένας έρωτας που επτά δεκαετίες αργότερα δεν κρύβεται, καθώς κοιτάζει την Ελένη του, η οποία τον συμπληρώνει: «Ερχόταν να δει τη γιαγιά του και τραγουδούσε από εκεί να ακούσω κι εγώ. Εκείνα τα χρόνια ήταν αυστηρά, δεν έπρεπε να αγαπήσεις για να παντρευτείς. Σου έλεγαν οι άλλοι ποιον θα αγαπήσεις. Οι γονείς μου δεν έφεραν αντίρρηση, αλλά ο πατέρας του, οι συννυφάδες μου και η πρώτη του ξαδέλφη δεν ήθελαν τον γάμο μας, ως και στον παπά είχαν πει να μη μας δώσει άδεια».
«Έφυγα από το σπίτι ένα βράδυ που είχαν κοιμηθεί όλοι, γιατί θα με κλείδωνε ο μπαμπάς. Ήταν μεσάνυχτα και χιόνιζε, πήρα το βιολί και περπάτησα τη νύχτα 15 χιλιόμετρα μέχρι το Τσοτύλι, έψαχναν να με βρούνε, ο αδελφός μου φοβόταν ότι θα με έτρωγαν οι αρκούδες. Την κοπάνησα. Αν αγαπήσεις έναν άνθρωπο, κάνεις πολλά» θυμάται ο Μιχάλης Δανιήλ.
«Ταξίδι στο όνειρο με εισιτήριο το βιολί και πενήντα δολάρια στην τσέπη»
Το νιόπαντρο ζευγάρι έφυγε από το χωριό, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη κι ο νεαρός τότε Μιχάλης ξεκίνησε να δουλεύει ως μουσικός στο νυχτερινό κέντρο «Χορτατζήδες». Εκεί συνάντησε κι έναν πολλά υποσχόμενο τότε νέο τραγουδιστή, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Τα χρήματα που έβγαζε, όμως, ίσα που έφταναν για το ενοίκιο. «Ήμασταν παντρεμένοι δύο χρόνια. Λέω στην Ελένη, δεν φεύγουμε στην Αμερική; Δεν έχουμε ζωή εδώ. Ήταν και ο πεθερός και ο γαμπρός μου εκεί. Βέβαια Αμερική λέγαμε, αλλά δεν ξέραμε τι ήταν. Υπήρχε φόβος. Αγγλικά μιλούσα λίγα, μπορούσα να συνεννοηθώ, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στην Ελλάδα».
Έτσι, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, το 1956 ο Μιχάλης και η Ελένη πήραν την απόφαση και με το βιολί παραμάσχαλα και 50 δολάρια στις τσέπες τους έφυγαν για την Αμερική και εγκαταστάθηκαν στην Αστόρια.
«Η πρώτη δουλειά στη Νέα Υόρκη»
Η Ελένη, μια καταξιωμένη μοδίστρα, έπιασε δουλειά ραπτικής σε εργοστάσιο της Νέας Υόρκης. Εκεί συνάντησε μια νεαρή γυναίκα, της οποίας ο σύζυγος εργαζόταν σε ένα μεσογειακό νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στην 8η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, που ονομαζόταν «Britannia».
«Στο Britannia είχε εξήντα τραπέζια. Ήμασταν οκτώ μουσικοί, τρεις τραγουδίστριες και πέντε μουσικοί. Την πρώτη βραδιά με δοκιμάσανε, χρειάζονταν ακορντεόν. Αρχίζουν να παίζουν τα παιδιά κι εγώ μαζί τους. Αρχίζω να τραγουδώ και η φωνή μου πήγαινε σε όλα, είτε τσάμικα, είτε του Γούναρη. Στο τέλος βλέπω τον μπόση και μου λέει: “έπιασες δουλειά από απόψε”. Στην Αμερική έμεινα συνολικά 2-3 μήνες χωρίς δουλειά, χωρίς μουσική. Από την Ελένη έπιασα δουλειά και εκεί πέρα με αγαπούσαν όλοι, ήμουν πάντα πιασμένος, το όργανο μου ήταν δυνατό. Το μπουζούκι δεν τα έβγαζε τα δύσκολα τραγούδια του Καζαντζίδη, τα έβγαζα εγώ. Το ακορντεόν. Έτσι άρχισα. Έκτοτε ποτέ δεν έμεινα χωρίς δουλειά. Εβδομήντα χρόνια».
Στο Britannia για δύο χρόνια ο Μιχάλης -Μάικ πλέον- έπαιζε ακορντεόν, έως ότου ο ιδιοκτήτης ενός γειτονικού κλαμπ στην περιοχή, ονόματι Εγγλέζος, τον άκουσε να ερμηνεύει τραγούδια του Νίκου Γούναρη και τον προσέλαβε στο «Egyptian Gardens», φημισμένο νυχτερινό κέντρο της Νέας Υόρκης. Ένα βράδυ του 1960 στο μαγαζί αυτό ήρθε μια παρέα, στην οποία ήταν ο Σάμι Ντέιβις Τζ. και η Σίρλεϊ Μακ Λέιν, που συμμετείχαν στο πρόγραμμα διασκεδάζοντας ιδιαίτερα με τη «βροχή» των δολαρίων, τη λεγόμενη χαρτούρα.
Το αφεντικό στο «Egyptian Gardens» έδινε στους μουσικούς την Κυριακή ρεπό, τα οποία ο Μιχάλης χρησιμοποιούσε για να παίζει σε γάμους και βαφτίσεις. Ήταν στη βάφτιση του παιδιού εξέχουσας προσωπικότητας της εποχής από τη Νίσυρο, όπου η μουσική του και η φωνή του προσκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό στους καλεσμένους, που έκλεισε δουλειές για όλον τον χρόνο. «Αυτό ήταν. Αλλά φεύγοντας από τον Εγγλέζο, μου λέει: Μάικ η καρέκλα σου θα σε περιμένει πάντα. Θέλω να σε δω να προκόψεις, θέλω να σε δω, αλλά αν μου λες ψέματα και με πουλήσεις για άλλο μαγαζί…». Και φάνηκε το πιστόλι.
Έτσι, το 1963, ο Μάικ άφησε το «Egyptian Gardens» και δημιούργησε τη «Mike Daniel’s Orchestra». Σύμφωνα με το δημοφιλές στυλ Big-Band Era των δεκαετιών του ’40 και του ’50, η πρώτη έκδοση του συγκροτήματος είχε 12-16 μουσικούς με ρεπερτόριο ευρωπαϊκού, αμερικανικού, ελληνικού παραδοσιακού και αργότερα, λαϊκού ρεπερτορίου.
Καθώς οι απαιτήσεις της ελληνικής μουσικής άλλαζαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Μάικ άφησε το ακορντεόν και έπιασε το κυρίαρχο τότε όργανο, το μπουζούκι. Άλλωστε ήταν δύσκολο να βρει κανείς αξιόπιστο μπουζουξή, όπως θυμάται. «Το βιολί και το μπουζούκι έχουν χορδές. Έκατσα έξι μήνες και μελέτησα και ησύχασα. Δεν έβρισκα μπουζούκι, ήταν συνέχεια μεθυσμένοι, άλλοι δεν έρχονταν και ήταν και ακριβοί. Στρώθηκα και έμαθα μπουζούκι».
Ήταν η αρχή μιας 40χρονης επιτυχημένης πορείας για μια από τις πιο αγαπημένες Ορχήστρες της ελληνοαμερικανικής κοινότητας. Το συγκρότημα στο απόγειό του, τη δεκαετία του ’70 και τη δεκαετία του ’80, δούλευε ασταμάτητα με μέσο όρο 5-9 συναυλίες κάθε εβδομάδα. «Έκλεινα τη δουλειά 6.500-7.000 δολάρια» θυμάται ο 95χρονος.
Ο Μάικ Ντάνιελ και η ορχήστρα του συνόδευσαν πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως η Νάνα Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Νίκος Γούναρης, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Δούκισσα, ο Μιχάλης Βιολάρης, το Trio Bel Canto, η Laoura, η Eva Styl, η Marion Siva, ο Φώτης Γκόνης, ο Ντίνος Οικονόμου, ο Τζιμ Αποστόλου –μεταξύ πολλών άλλων.
«Η νύχτα που χώρισε ο Χιώτης»
Ιδιαίτερη ήταν η φιλία που ανέπτυξε με τον Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο για ένα διάστημα εργάζονταν σε παραδιπλανά μαγαζιά. «Ήμασταν πολύ κοντά. Του είχα ζητήσει να μου φέρει τραγούδια του σε παρτιτούρες» λέει, ενώ δεν μπορεί να ξεχάσει τη βραδιά του χωρισμού του με τη Λίντα. «Είχε αδυναμία στη Λίντα, τη λάτρευε. Εκείνη τη βραδιά τού είχε πει ότι χωρίζουνε. Και βλέπεις τον Χιώτη γεμάτο δάκρυα… Πάνε να παίξουν τελευταία βραδιά, ξεκινά να τραγουδά η Λίντα “αφού το θες τούτη τη βραδιά, με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο”, πάει να παίξει ο Χιώτης, δεν μπορούσε, έπαιξαν το τραγούδι κουτσά-στραβά και αυτό ήταν, δεν μπόρεσε άλλο».
Σημαντική στιγμή για τον Μάικ ήταν όταν προσλήφθηκε για να παίξει για τη Νανά Μούσχουρη στην πρώτη της παράσταση με τον θρυλικό Αμερικανό τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε. Το 1967 ηχογράφησε το πρώτο του LP, που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αμέσως μετά ο ίδιος και η ορχήστρα του ήταν τακτικοί για πολλά χρόνια στην ελληνική τηλεοπτική εκπομπή της Μαρίας Παπαδάτου στο κανάλι 47 της Νέας Υόρκης.
Τα καλοκαίρια στα θέρετρα Catskill Mountain της Νέας Υόρκης, η ορχήστρα του Μάικ ήταν περιζήτητη κάθε χρόνο. Οι τοπικές ελληνικές κοινότητες όλων των γύρω πολιτειών συνέρρεαν στο Μόντε Κάρλο, στο Starlight, στη Νέα Ολυμπία, στην Καλλιθέα και σε άλλα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανιζόταν. Μέχρι την πανδημία του κορονοϊού συνέχισε να εργάζεται τα καλοκαίρια, σε κρουαζιερόπλοια, αξιοποιώντας την ευκαιρία να ταξιδεύει σε όμορφα μέρη με την αγαπημένη του Ελένη.
Ο γιος τους Πωλ έγινε πιλότος και η Αφροδίτη συνέχισε την παράδοση της οικογένειας στη μουσική ως τραγουδίστρια και παραγωγός – διοργανώτρια Συναυλιών με την Synphonia Entertainment Inc.
«Στα 80 χρόνια»
Σήμερα, ο Μιχάλης και η Ελένη ζουν στην κομητεία Μπέργκεν του Νιου Τζέρσεϊ. Σκέφτονται πως ίσως φέτος ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που επέστρεψαν στη Μόρφη, καθώς τα παιδιά τους λένε ότι δε θα τους επιτρέψουν ξανά το πολύωρο και κουραστικό ταξίδι από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα. Οι συγχωριανοί του Μιχάλη, όμως, δε παύουν να ελπίζουν σε μία επετειακή γιορτή στην πλατεία της Μόρφης το 2025, 80 χρόνια μετά την πρώτη καλλιτεχνική εμφάνισή του στο χωριό, στη χοροεσπερίδα με το μικρό συγκρότημα που είχε στήσει τότε με φίλους του.
Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ