Πέρασαν 562 χρόνια από τότε που στις 29 Μαΐου 1453 «ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ», έσβησε ο Οφθαλμός της Ανατολής, η Ρωμανία πάρθεν.
Μέσα σ’ αυτό το πόντιο «πάρθεν» με την αρχαία αρτηρία της γλώσσας του, εξαντλήθηκε κάποτε ένα ιστορικό δράμα, που από τότε μοιραία το νόημα του παραμένει, έστω και στο ομαδικό υποσυνείδητο ανεξάντλητο. Ένα νόημα που αγγίζει, που τη δαγκωνιά του την αισθάνθηκε από τα σαγόνια του ήχου της λέξης, στο ποίημα του ΠΑΡΘΕΝ, ο Κων/νος Καβάφης που το έγραψε το 1921, ένα χρόνο πριν συμβεί η Μικρασιατική καταστροφή.
Σ’ αυτό το ποίημα αναφέροντας τα δημοτικά τραγούδια που έπλασε ο λαός ως θρήνους για τη Βασιλεύουσα, παρατηρεί στιχουργώντας αυτός ο διαπρεπής του χρόνου
Ελληνομνήμονας.
«Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενη του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούνε ακόμη.»
Σύμφωνα με το Τραπεζούντιον άσμα, «Από την πόλη έρται» ένα μοιραίο κατά Καβάφη πουλί που έφερε στην Τραπεζούντα στον ακραιφνή Ελληνισμό του Πόντου, ως άγγελος κακών της Τραγωδίας, με το φτερούλιν άθε χαρτίν περιγραμμένον τη ζοφερή είδηση ότι άρχιζε ο κομμός του Γένους.
Ν’ αοιλλή εμάς να βαϊ εμάς η Ρωμανία Πάρθεν.
Σκηνογραφώντας το ιστορικό συμβάν σε μεταφυσικό τοπίο μυστηρίου, όπως πάντοτε το προϋποθέτει στη δική της πραγματικότητα των συμβόλων η δημοτική μούσα, θα ήθελε κανείς αυτό το πουλί να είναι δικέφαλος αετός, ο μέγας ρόλος που φτεροκοπάει μέσα από τα ερείπια της υπερχιλιόχρονης αυτοκρατορίας πετώντας ψηλά για να διασώσει την αίγλη του μύθου, στα υπέροχα δύσκολα κρημνά της αρετής του Κάλβου.
Ως από ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.
Στην ιστορία υπάρχουν πρόσωπα, που τα ονόματά τους κολυμπώντας στο αίμα της νίκης τους, πέρασαν στην επικράτεια του θρύλου. Είναι στη φύση του ανθρώπου να θαυμάζει νικητές. Υπάρχουν όμως και άλλοι ήρωες που τα τραγικά του παθήματα είναι «κρημνά αρετής».
Προσφέρουν στην ιστορική περιπέτεια τον έλεον και το φόβο μιας πολύ πιο ανθρώπινης αναγνώρισης. Είναι οι άνθρωποι της ήττας. Αυτοί που «ποτέ από το χρέος μηκινούντες» δεν στρέφουν την πλάτη στη βεβαιότητα του θανάτου.
Σ’ αυτό το είδος της τραγωδίας η ιστορική απόγνωση που ονομάζεται Κων/νος Παλαιολόγος, είναι ένας άλλος πολύ πιο συναρπαστικός θρύλος που κάποτε τον μαρμάρωσε, για να τον κάνει απτό άγαλμα μνήμης η πάμφωτη συνείδηση ενός έθνους.
Με το παραμύθι του μαρμαρωμένου βασιλιά της έζησε η Ρωμιοσύνη στους αιώνες της, νανουρίζοντας στους ύπνους της δουλείας της, με το όνειρο της ανασύστασης. Το μάρμαρο η πέτρα, της υπομονής θα γινόταν σάρκα ζωής λέει και ο βασιλιάς του ζωτικού παραμυθιού, θα επέστρεφε μέσα από τη Χρυσή Πύλη της Πόλης των Πόλεων, για να αποκαταστήσει το αμάρτημα της Ιστορίας. Η Βασιλεύουσα θα ξαναγύριζε στην πίστη εκείνη, στην οποία όφειλε την οικουμενική ακτινοβολία.
Πέρα από αυτή τη σημαίνουσα κρίση για την πνευματική ανατομία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που οφείλει το Βυζάντιο το μέγιστο μέρος των τροφείων του, η ίδια η άλωση της Πόλης, ως καθαρά ιστορικό συμβάν, ήταν κάτι φυσικό και αναμενόμενο από καιρό.
Ο Παλαιολόγος υπερασπίζονταν μονάχα μια πόλη, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από την κραταιά αυτοκρατορία. Ένα απλό σπρώξιμο αρκούσε για να πέσει ο υπονομευμένος από πριν προμαχώνας του Ελληνισμού.
Η πραγματική άλωση πρέπει να αναζητηθεί στη φραγκοκρατία που ξεχαρβάλωσε την πολιτική και οικονομική ενότητα της αυτοκρατορίας που τη δημιούργησαν οι ληστείες, οι καταστροφές και οι θάνατοι των σταυροφόρων της 4ης σταυροφορίας το 1204, που δε σεβάστηκαν τίποτε το ιερό.
Το ότι άντεξε ακόμη 2 ½ αιώνες η αυτοκρατορία έστω με τα σπαράγματά της τα σπαρμένα σα ναυάγια στην Ασία και την Ευρώπη, ανάμεσα σ’ ένα πέλαγος αλλοεθνών και αλλόθρησκων κρατών, που ονειρεύονταν την οικειοποίηση της οικουμενικής καθέδρας, αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη θαυμαστή επίμονη πίστη στη συνείδηση της συνέχειας και της κληρονομιάς και στην ενστικτώδη πολιτικότητα της κινδυνεύουσας εξουσίας.
Το αναμφισβήτητο τραγικό στοιχείο στην περίπτωση του Κων/νου Παλαιολόγου κατά το μοιραίο έτος 1453, είναι ότι ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν έτρεφε καμιά ψευδαίσθηση ελπίδας για την έκβαση της πολιορκίας του Μωάμεθ. Ό,τι ήταν να δώσει, το είχε δώσει στους εχθρούς και η σειρά των εξευτελισμών είχε φθάσει στο ακρότατο όριο. Τίποτε δεν έσωζε την Πόλη, παρά μόνο η παράδοση της. Τίποτε δεν έσωζε τον ίδιο παρά μόνο η φυγή. Μια φυγή που δε θα ήταν πολιτικά αξιοκατάκριτη εφόσον είχε το ισχυρό άλλοθι της. Υπήρχαν ακόμη εστίες αντίστασης του Ελληνισμού και υπήρχε ακόμη η διέξοδος προς τους καθολικούς που την ταπείνωσή της την είχε αποδεχθεί από το 1439 η Κων/πολη.
Το γιατί ο Κων/νος έμεινε στη θέση του ίσως σηκώνει πολλές εξηγήσεις, όμως το αποτέλεσμα αυτό μετράει στην ιστορία, συνιστά μια προαίρεση που αποκαλύπτει το τραγικό ήθος, την κατάφαση ενός συγκεκριμένου ρόλου σ’ ένα ιστορικό αλλά καθαρά αναγνωρίσιμο ανθρώπινο δράμα. Αυτά που αναφέρουν οι Έλληνες και ξένοι χρονογράφοι, για την άλωση αποτελούν δραματικό υλικό.
Η τελική απάντηση του Παλαιολόγου στις σωστικές τελευταίες προτάσεις του Μωάμεθ για παράδοση ήταν η ακόλουθη.
«Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ άλλου των κατοικούντων ενταύθα κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδόμενοι της ζωής ημών.»
Η Ρωμανία πάρθεν αλλά ο Κων/νος έμεινε άπαρτος, απολιθωμένος, αναστάσιμος θρύλος, μέσα στο μάρμαρο της ιστορίας, σαν ένας ρόλος, που η λύπη του γίνεται πρόσωπο, όψη ζωής για άλλους χρόνους.
Κι’ επειδή η ποίηση είναι είδος πιο φιλοσοφικό από την ιστορία παραπέμπω στην ποιητική σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη, θάνατος και ανάσταση του Κων/νου Παλαιολόγου.
Έτσι καθώς εστέκονταν
ορθός μπροστά στην Πύλη
κι’ άπαρτος μες στη λύπη του
Και συνεχίζει με ένα συνοψισμένο στραγγισμένο νόημα.
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις
όμως για λίγη περηφάνεια το άξιζε.
Θε μου και τώρα τι
πούχε με χίλιους να παλέψει
χώρια με τη μοναξιά του, ποιος
αυτός πούξερε μ’ ένα λόγο του να
δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει.
Και όλα αυτά που έγιναν, έτσι όπως έγιναν ήταν:
για άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα.
Εικόνισμα και υπόδειγμα για όποιον έρχεται κατοπινά και παίρνει τη θέση του εκεί στην Πύλη του Ρωμανού ή την Χαρσία Πύλη, ως τελευταίος Έλληνας, είτε Παπαφλέσσα τον λένε, είτε Καψάλη, είτε Μελά, είτε Γρηγόρη Αυξεντίου είναι ο ίδιος Αυτός.
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του, άσπαστη κοιτάμενος. Αυτός, ο τελευταίος Έλληνας!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ