Η 16η Σεπτεμβρίου του 1944 ήταν η μέρα που αποχώρησε ο γερμανικός λόχος πυροβολικού από το Ανατολικό .Οι κατακτητές με μια σπουδή φόρτωσαν τα πολεμοφόδια μαζί με τα κλοπιμαία που απέσπασαν από τα κατεστραμμένα χωριά Πύργων και Μεσόβουνου στα αυτοκίνητα, τα οποία συντάχθηκαν κατά φάλαγγα στο δημόσιο δρόμο Ανατολικού Πτολεμαΐδας, που ξεκινούσε από την αστυνομία και έφθανε στο σχολείο. Η παραμονή των Γερμανών στο Ανατολικό κράτησε συνολικά 146 ημέρες, μια περίοδο πέντε μηνών, που ήταν αρκετή για να διχάσει και να ενοχοποιήσει κάθε χωριανό που με οποιοδήποτε τρόπο σχετίστηκε και συναλλάχτηκε μαζί τους.
Την επομένη της αποχώρησης των Γερμανών και με δεδομένη τη διάχυτη πλέον αντίληψη, ότι οι μέρες της ναζιστικής θηριωδίας ήταν μετρημένες, άρχισαν να κατεβαίνουν με επιφύλαξη οι αντάρτες του Ανατολικού στα σπίτια τους, που για έναν ολόκληρο χρόνο ζούσαν σαν αγρίμια στα υψώματα του Βερμίου.
Η υποτυπώδης οργάνωση του Κ.Κ.Ε. άρχισε να δραστηριοποιείται και να συνεδριάζει κάθε βράδυ σε σπίτια αριστερών με την παρουσία των κομματικών μελών της ΕΠΟΝ όπου ηγούνταν επώνυμοι διαφωτιστές και ινστρούχτορες . Στις ολομέλειες αυτές οι αντάρτες, φρεσκοπλυμένοι και σιδερωμένοι, κυκλοφορούσαν με το δίκοχο του ΕΛΑΣ και το πιστόλι στη μέση.
Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα άνοιξε το γραφείο της ΕΠΟΝ στο καφενείο του Σακάκου και ξαναλειτούργησε το ραδιόφωνο της ΕΠΟΝ. Οι κάτοικοι μαζεύονταν κάθε μέρα από το πρωί και ζητωκραύγαζαν για τις νίκες των συμμάχων στα μέτωπα της Ευρώπης.
Τα γεγονότα της εποχής με την απόλυτη επικράτηση της αριστεράς οδήγησαν σε μια πρωτοφανή συσπείρωση στις τάξεις του ΕΑΜ στελεχώνοντας την πολιτοφυλακή, στην οποία ομαδάρχες ορίστηκαν οι ΕΛΑΣίτες του χωριού.
Στη μαζική αυτή συσπείρωση συνέβαλε η σύλληψη και η εκτέλεση των εφτά εθνικιστών στις 27 Σεπτεμβρίου ‘44 , που κατηγορήθηκαν από το ΚΚΕ ως συνεργάτες των Γερμανών. Οι επόμενες μέρες μετά την μαζική αυτή εκτέλεση πέρασαν κάτω από ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας για κάθε κάτοικο που σχετίστηκε με τους Γερμανούς.
Αρχηγός της πολιτοφυλακής ορίστηκε ο γνωστός Καπετάν Φώτης, που εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό φιλοξενούμενος από φίλο και σύντροφό του.
Και ενώ οι μέρες κυλούσαν ελπιδοφόρες με τη συνεχή αποχώρηση των Γερμανών ,η τοπική οργάνωση της ΕΠΟΝ του χωριού φιλοξενούσε στο σχολείο του Ανατολικού τον καλλιτεχνικό όμιλο ΕΠΟΝ Βλάστης, που έδινε παραστάσεις λαοκρατικού και κομουνιστικού περιεχομένου. Υπεύθυνος του ομίλου ήταν ο Βαρβαρούσης Δημήτρης ( Τάκης) που με λεπτομέρειες μου εξιστόρησε τα τεκταινόμενα για το ξημέρωμα της Τετάρτης, 25 Οκτωβρίου 1944: ΄΄Από την Κυριακή ο καλλιτεχνικός όμιλος της ΕΠΟΝ Βλάστης ο οποίος έδινε μουσικές παραστάσεις στα χωριά της Εορδαίας εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Σχολείο και διανυκτέρευσε δύο βραδιές. Την Τρίτη το βράδυ δώσαμε μία παράσταση στο Δημοτικό Σχολείο με τραγούδια αντάρτικα ,ποιήματα και θέατρο.,ι αρχηγός του ομίλου ο Θανάσης στέλεχος της ΕΠΟΝ Δυτικής Μακεδονίας. Και σολίστας της μπάντας ο Πετσίλας Νίκος . Το σχολείο ήταν κατάμεστο. Θυμάμαι πως εκείνη τη βραδιά μαζί μας στο σχολείο ήταν και ο Καπετάν Φώτης.
Την επομένη κατά τις 09:00 η ώρα ξυπνήσαμε από τον ύπνο γιατί ο πρωινός σκοπός του σχολείου, που ήταν ο πατέρας σου, είδε από το παρατηρητήριο στη σκεπή του σχολείου μία ομάδα από 10 Γερμανούς να κατηφορίζει το ύψωμα της Πτολεμαΐδας και να έρχεται προς το Ανατολικό. Αμέσως ειδοποίησε την πολιτοφυλακή του Ανατολικού, της οποίας αρχηγός εκείνη την ημέρα ήταν ο Καπετάν Φώτης. Όταν μάθαμε, ότι σκοτώθηκε ένας Γερμανός, αποχωρήσαμε και πήγαμε στα Κομνηνά. ΄΄
Ο Καπετάν Φώτης, αρχηγός της τοπικής έφιππης ΟΠΛΑ γνωστός ως «απόσπασμα του Φώτη» ,συγκρότησε γρήγορα 2 ομάδες πολιτοφυλακής που οχυρώθηκαν έγκαιρα στα νότια σπίτια του χωριού: Γιαλαμά Νίκου. Αθανάσιου Χ/Αθανασίου, Σακάκου Νίκου αναμένοντας την άφιξη των Γερμανών.
Μια 3η ομάδα προχώρησε από το πρανές του δρόμου με επικεφαλής τον Κολοβάκο Γεώργιο (πολυβολητή) πλησιάζοντας τις θέσεις των Γερμανών, που εν τω μεταξύ οχυρώθηκαν πίσω από τη βρύση της Πενταβρύσου . Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκε ένας Γερμανός, ένας τραυματίστηκε και ένας παραδόθηκε στους αντάρτες του Καπετάν Φώτη. Η πλαγιοφυλακή των Γερμανών αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει στην Πτολεμαΐδα. Τον αιχμάλωτο συνόδευσαν δύο αντάρτες από το δρόμο του Τσαούση και τον έφεραν μπροστά στο καφενείο του Σακάκου . Οι αντάρτες τού αφαίρεσαν τα άρβυλα και το ρολόι, ενώ αυτός τρεμάμενος τους ενημέρωσε, ότι πρέπει να φύγουν αμέσως όλοι οι κάτοικοι, γιατί οι Γερμανοί θα επιστρέψουν και θα κάψουν το χωριό. Ο διορισμένος από το ΕΑΜ πρόεδρος του χωριού, Δεληδήμος Γιώργος, χτύπησε την καμπάνα ειδοποιώντας όλους τους κατοίκους να φύγουν προς τα υψώματα του Βερμίου. Αμέσως το μήνυμα διαδόθηκε και οι άνθρωποι αλαφιασμένοι έτρεχαν άλλοι προς τη μεγάλη σπηλιά του Βερμίου και άλλοι στα διπλανά χωριά Κομνηνά και Άγιο Χριστόφορο.
Η πληροφόρηση του αιχμαλώτου επιβεβαιώθηκε, γιατί στις 15:00 το μεσημέρι, ( ημέρα Τετάρτη ,25-10-1944) οι Γερμανοί επέστρεψαν και πριν προλάβουν οι κάτοικοι να απομακρυνθούν έστησαν τα ολμοβόλα πάνω στο ύψωμα της Πτολεμαΐδας ( αμπέλια) και άρχισαν να ρίχνουν όλμους προς το κέντρο και την περιφέρεια του χωριού. . Οι όλμοι έπεφταν πάνω στους φοβισμένους ανθρώπους, που ακούγοντας το σφύριγμα των όλμων έπεφταν κάτω για να γλυτώσουν . Μόνο μία ηλικιωμένη γυναίκα ,η Τσακιρίδου Αναστασία, σκοτώθηκε από όλμο, που έπεσε δίπλα της έξω από τα νεκροταφεία του χωριού.
Σκηνές τρόμου και αλλοφροσύνης κυριάρχησαν κατά την μαζική εκκένωση του χωριού. Οι κάτοικοι έχοντας νωπές τις μνήμες από την καθολική σφαγή του Μεσοβούνου και των Πύργων, που προηγήθηκαν πριν λίγους μήνες, κυριεύθηκαν από πανικό και άρχισαν να τρέχουν προσπαθώντας να σωθούν.
Τα γεγονότα της εξόδου αυτής, όπως περιγράφονται από αυτόπτες μάρτυρες, θυμίζουν εικόνες νέας προσφυγιάς με τις μάνες και τις γριές φορτωμένες με τα μικρά παιδιά και τα παπλώματα να τρέχουν προς το βουνό και από πίσω τους να πέφτουν οι όλμοι βροχή, μέχρι και το ύψος του λατομείου. Οι περισσότερες οικογένειες, μόλις έφτασαν στη μεγάλη σπηλιά , στο ύψωμα Αυγό ήταν εξαντλημένες από την μεγάλη οδοιπορία που τελείωσε μόλις έδυσε ο ήλιος στις 19:00 το βράδυ. Η τραγωδία συνεχίστηκε ψάχνοντας τα χαμένα μέλη των οικογενειών τους γιατί δεν γνώρισαν ποια κατεύθυνση πήραν πάνω στον πανικό τους.
Δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι Ανατολικιώτες την μεγάλη φιλοξενία που τους πρόσφεραν οι κάτοικοι των Κομνηνών, που άνοιξαν πρόθυμα τα σπίτια τους φροντίζοντάς τους για δύο ημέρες . Οι φυγάδες της μεγάλης σπηλιάς, που έσταζε από την οροφή ,συνωστισμένοι, υπέφεραν τρείς τέσσερεις- ημέρες τρεφόμενοι κυρίως με πατάτες που ξέθαβαν στο βουνό κοντά στη σπηλιά .
Στο μεταξύ οι Γερμανοί πλησίασαν στο χωριό και άρχισαν να πυρπολούν τα πρώτα σπίτια από τα οποία τους έριχναν πριν λίγες ώρες οι αντάρτες. έκαψαν τα σπίτια και τις σταυλαχυρώνες γεμάτες με ζωντανά και σοδιές. Έκαψαν πρώτα το σπίτι του Σακάκου Ν. με όλη τη σοδιά και τα ζωντανά στο μαντρί. Ο αείμνηστος παππούς περιέγραφε με πόνο ψυχής την ολική καταστροφή καθώς είδε τα ζωντανά απανθρακωμένα και τα γεννήματα καμένα.
Μέσα σε είκοσι χρόνια έγινε δύο φορές πρόσφυγας, μια από τους Τούρκους στη Σμύρνη και τώρα από τους Γερμανούς στο ίδιο του το χωριό. Ακολούθησαν τα σπίτια των: Αγερίδη Παναγιώτη, Καπλανίδη Χρήστου , Μαυρίδη Σταυρου. Χ/Αθανασίου Θανάση, Σολωμίδη Γιώργου, Μιχαηλίδη Δημήτρη, ,Πατμανίδη Γιώργου. Κούσουντη Φώτη. Σπυρόπουλου Σπύρου, Μωυσιάδη Χαράλαμπου, Ιωσηφίδη Ιωσήφ. Κολοβάκου Γιώργου. Καραμανλή Νικόλα. Μιμιλίδη Πέτρου, της Βασιλικής.
Οι τρεις άνδρες, που δεν πρόλαβαν να φύγουν συνελήφθησαν από τους Γερμανούς με σκοπό να εκτελεστούν . Ήταν ο Πατμανίδης Θόδωρος ,Ο Παπαηλίας Ελευθέριος και ο Χ/Αθανασίου Αθανάσιος. Μόλις όμως ο γερμανός φύλακάς τους πήγε να πιεί νερό στη βρύση της αστυνομίας, βρήκαν την ευκαιρία και διέφυγαν από το διπλανό φράχτη. Οι Γερμανοί ασχολούμενοι με τον εμπρησμό των δώδεκα σπιτιών αργοπόρησαν και ους έπιασε το σούρουπο. Με νέα εντολή εγκατέλειψαν το χωριό για να συνταχθούν με τη φάλαγγα, που αποχωρούσε προς Φλώρινα.
Οι αντάρτες από τα Κομνηνά είχαν φροντίσει για τον μερικό επισιτισμό των γυναικόπαιδων μέχρι την αποχώρηση των τελευταίων Γερμανών από την περιοχή . Στις 28 του μήνα επέστρεψαν εξουθενωμένοι στα σπίτια τους, πολλά από τα οποία ήταν μισογκρεμισμένα από τους όλμους. Πανευτυχείς όμως, που για μια ακόμα φορά δεν θρηνήσανε θύματα από τους κατακτητές
Οι πυροπαθείς αναγκάστηκαν να διαμείνουν για τρία χρόνια σε σπίτια συγγενών, καθώς και στη νεόδμητη εκκλησία μέχρι το 1948, όπου η πρόνοια τους προμήθευσε με ξυλεία και κεραμίδια για να επιδιορθώσουν τα καμένα σπίτια τους. (Την ίδια μέρα βομβαρδίστηκε και το πατρικό μου σπίτι από έναν όλμο που έπεσε δίπλα γκρεμίζοντας τον ένα του τοίχο. Ο αείμνηστος παππούς μου, Ιάκωβος, έκανε πλίθες και το ξανάχτισε. Δεν μπόρεσε όμως να αντικαταστήσει τα σπασμένα τσάμια και στη θέση τους έβαλε χαρτόνια.)
Τον γερμανό αιχμάλωτο παρέλαβαν οι αντάρτες του Μεσόβουνου με σκοπό να τον παραδώσουν στο στρατηγείο της Νάουσας. Καθ’ οδόν τον εκτέλεσαν με την αιτιολογία ότι προσπάθησε να δραπέτευση στην τοποθεσία Άνω Σέλι. Για μια ακόμα φορά το Ανατολικό γλύτωσε από μια ολοκληρωτική καταστροφή λόγω της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Ίσως για λόγους συγκυριακούς δεν θρήνησε πολλά θύματα στην κατοχή. Ωστόσο θρήνησε τα δικά του παλληκάρια, που σκοτώθηκαν από τους γερμανούς κατακτητές.
Τα ονόματά τους καταγράφω για πρώτη φορά ως ελάχιστη τιμή στην υπέρτατη θυσία τους:
1η Τσακιρίδου Αναστασία, σκοτώθηκε στις 25-10 44
2ος Κολχανίδης Γεώργιος, εκτελέστηκε στις 24-01-44
3ος Γρηγοριάδης Λάζαρος, εκτελέστηκε στις 21-05-44
4ος Χοστελίδης Κλ. Γεώργιος, εκτελέστηκε το 1944
5ος Χοστελίδης Κλ. Περικλής, εκτελέστηκε το 1944
6ος Κοσκερίδης Δ. Δημήτρης, όμηρος στη Γερμανία 1944
7ος Στεφανιδης Σ. Κώστας, όμηρος στη Γερμανία 1944
8ος Παπαδόπουλος Σπ. Γεώργιος, όμηρος στη Γερμανία 1944
9ος Ανεσιάδης Γιώργος, σκοτώθηκε 3-02-44 ( Λιβερά)
Φωτογραφίες:
5η Η σπήλια στο Βουνό.