Η 23η Ιουνίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα των χηρών ,μια μέρα, που αποκαλύπτει ένα έντονο κοινωνικό γεγονός, μιας και σχετίζεται άμεσα με την κοινωνία και την ηθική.
Ο θάνατος του συζύγου προσέδιδε στη σύζυγο την ιδιότητα της χήρας. Η χήρα πέραν των μεγάλων υποχρεώσεων, που αναλάμβανε με τη φροντίδα των παιδιών της, μετέπιπτε αναίτια και σε μία μειονεκτική θέση, αφού έπρεπε να ζήσει με την ανάμνηση του αποθανόντος και να διασώσει την τιμή και την υπόληψη του παραμένοντας πιστή στη μνήμη του.
Ιδιαίτερα στην ποντιακή ηθική η χήρα ( χέρα) έπρεπε σ’ όλη της τη ζωή να είναι μαυροφορεμένη φορώντας ( χεριακά φυστάνια) και μαύρη μαντήλα ( λετσέκ) και να μην συμμετέχει σε γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί διαφορετικά θα τις προσέδιδαν τον τίτλο της ανήθικης ( η χέρα επεντρόπ’σεν) .
Θα έπρεπε δηλαδή να παραδοθεί στους θεολογικούς κανόνες, που ταύτιζαν τη χηρεία με την παρθενία. Η χήρα έπρεπε να διατηρήσει την ηθική της ΄΄παρθενία΄΄ και να αφιερωθεί στο Θεό, εκτός και αν ήταν πολύ νέα και οι συγγενείς της από οίκτο αποφάσιζαν να την παντρέψουν.
Η χηρεία ήταν ισότιμη και ισάξια με την παρθενία.
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση, που δίνει ο Άγιος Χρυσόστομος σε μία χήρα, που της λέει ΄΄ τον άντρα σου θα τον ξαναβρείς στον παράδεισο , πρόσεξε όμως μη χάσεις το Θεό σου και την εύνοιά του. ΄΄
Η χήρα ( η χέρα) στον Πόντο ήταν το πιο αδικημένο πλάσμα. Η κοινωνία με τους αυστηρούς κανόνες δεν την επέτρεπε να συνεχίσει να ζει σαν άνθρωπος. Έπρεπε να κλειστεί και να θρηνεί εφ όρου ζωής τον άντρα της.. Δεν έπρεπε να γελάει να τραγουδάει να χορεύει. Η κοινωνία της έδειχνε απλόχερα τον οίκτο της με τις φράσεις :
Χιλιάκλερος, ( χιλιο-δύστυχη) μαραγκουλεμέντσα, ( τεθλημένη) κουτούλα( κουτσουρεμένη) εγέντον τ’ ευλοϊας ( άξια οίκτου)
Ακόμα και τα υπάρχοντα της χήρας ήταν υποδεέστερα των άλλων, γι αυτό έλεγαν:
Άμον χέρας παιδίν( συνεσταλμένο)
Άμον χέρας άλογον ( για άτομο περιφρονημένο )
Άμον χέρας γάμον ( για γάμο φτωχικό )
Αν ο γάμος για το κορίτσι ήταν η μεγαλύτερη χαρά, η χηρεία ( χερεία) ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία:
Κόρη μου κι αν έντρισες , νούντζον και την χερεία σ’!
Η έκφραση της συμπόνιας και της λύπης προς χήρες ήταν έντονη στα δημοτικά τραγούδια:
Χέρα, κουτούλα, κελαηδεί ‘ς σ’ έναν καρατσοκλάδι,
ετραγώδνεν κι ν έλεεν, άντρας ιμ’ έν ‘ς σον άδην.
Την Κοινωνική αντίληψη για τις χήρες την εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά η ποντιακή παροιμία :
Τη Μάρτ’ ο ήλεν να καίει την νύφε μ’, τ’ Απρίλ’ την θεγατέρα μ’ και τη Καλομηνά τοι χεράδες.
Η χήρα έπρεπε να αποδεικνύει έμπρακτα προς τους συγγενείς του άντρα της την αιώνια αφοσίωση: ‘Σ σον τόπον ατ’ κανάν ‘κι βάλω…
και να τον θρηνεί με τραγούδια αντίστοιχα, όπως το παρακάτω:
Ο κάντρος ισ’ απάν ‘ς σο στόλ’ πουλόπο μ’ ετοζώθεν,
επέρα να σπογγίζ’ ατο κι η γούλα μ’ εγομώθεν.
Ο ίδιος ο άντρας πριν πεθάνει τη δεσμεύει με την τελευταία του επιθυμία:
Κόρ, έπαρ ας σο σάβανο μ’ κορδέλαν ‘ς σα μαλλία σ’.
κι όντες αποδελιάς ατά, να κλαίς από καρδίας.
Αντίθετα, όταν η κόρη δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του ερωτευμένου νέου, τότε αυτός της δίνει μεγάλη κατάρα να παντρευτεί, να τεκνοποιήσει και να μείνει χήρα:
Πάντα τα μαύρα να φορείς, πάντα να είσαι χέρα,
εφτά κουνία να κουνίεις, να λες, εποίκα κ’ εύρα.
Η χήρα πέραν του οικτιρμού ,που δέχεται, είναι και εύκολος ερωτικός στόχος για τους άντρες, που συνήθως την πολιορκούν ερωτικά με διάφορα κολακευτικά λόγια:
Χέρα, το μαύρον το λετσέκ’ και ντο πολλά ιεύ’ ‘σεν
έβγα οξουκά ας ελέπω ‘σεν τ’ ομμάτι μ’ αραεύ ‘σεν.
Πολλές φορές η χήρα είναι άτακτη και τότε ο εραστής την καλεί να συνετιστεί:
Χερίτσα μ’, άφ’ς τα παλαλά και τέρ’ τ’ ορφανεμένα σ’,
αέτς τον άντρας έφαες και θέλτς να τρώς κ’ εμέναν.
Ο θυμόσοφος λαός όμως της προσέδιδε τα χαρακτηριστικά της ερωτιάρας γυναίκας, που ψάχνει να βρει άντρα.
, Τη χέρας το χατίρ’ τρανόν έν’.
ή την παροιμία για αυτόν, που ήταν πολύ απαιτητικός:
Ας σην χέραν κάκκαλα αραεύ!
Τα ανέκδοτα και τα σχόλια, που δέχονταν οι χηρευόμενες γυναίκες στον Πόντο, ήταν αμέτρητα και σαρκαστικά.
Υπήρχε όμως και η μεγάλη κοινωνική αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς την άτυχη μαυροφορούσα. Οι χωριανοί έτρεχαν να τη βοηθήσουν στις αγροτικές δουλειές.
Υπήρχε ακόμη μέριμνα από την εκκλησία και τον πρόεδρο του χωριού.
Με ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία αντιμετωπίζονταν τα παιδιά της χήρας, που τα έβλεπαν όλοι με συμπάθεια, όπως λέει και το ακριτικό ποντιακό τραγούδι:
Έναν υιόν, χόρας υιόν, χόρας και κουρσεμέντσας,
Χόρας υιόν εγάπεσα, χόρας υιόν θα παίρω.
Ή αντίστοιχα της χήρας το κορίτσι ήταν συμπαθέστατο και περιζήτητο.
Τέλος η χήρα ήταν αδικημένη ακόμα και στο θάνατό της, γιατί ακόμα και το σημείο της ταφής της ήταν μειονεκτικό, αφού την έθαβαν στις σκιερές άκρες του νεκροταφείου.
Την χέραν πάντα θήκ’ν ατέν, ‘ς σο δεισεκόν τον τόπον…